Ιάσονας Χανδρινός, ιστορικός

Ενα πορτοκαλί σωσίβιο μετανάστη

Το δικό μου αντικείμενο για το Μουσείο του Μέλλοντος θα ήταν ένα σωσίβιο μετανάστη. Αν μάλιστα υπήρχε χώρος στο μουσείο θα έφτιαχνα μια τεράστια προθήκη ώστε μέσα της να εκτίθεται ολόκληρο βουνό από σωσίβια που στοιβάζονταν στις ακτές των ελληνικών νησιών, με φόντο την εμβληματική φωτογραφία του Μάριου Λώλου. Θα έγραφα συμβολικά με ανεξίτηλο μαρκαδόρο πάνω στα σωσίβια ονόματα κατόχων και ημερομηνίες. Αφιξης για όσους τα κατάφεραν, θανάτου για όσους χάθηκαν στη θάλασσα. Το οραματίζομαι αυτό το έκθεμα καιρό πριν ερωτηθώ εδώ. Γιατί η ύπαρξή του και μόνο σε ένα Μουσείο του Μέλλοντος θα σήμαινε ότι ο κόσμος μόνο ως κακή ανάμνηση θα κρατά τις ιστορίες ανθρώπων που πνίγονται προσπαθώντας να φτάσουν στις χώρες όσων υποστήριξαν και συνήργησαν στην ισοπέδωση του κόσμου τους.

Αννα Πατάκη, εκδότρια

Μια ταινία για την Ακρόπολη

Η 25λεπτη ταινία «Ακρόπολη» (super 8 mm, 2001, 2004) της Εύας Στεφανή προβλήθηκε στο Κάσελ το καλοκαίρι 2017 στο πλαίσιο της Documenta 14 (για πρώτη φορά στην ιστορία της σε δύο πόλεις, Αθήνα 8 Απριλίου – Κάσελ 17 Σεπτεμβρίου 2017). Είναι ένα υβρίδιο video art και κινηματογράφου από μια καλλιτέχνιδα με εξαιρετική δύναμη, τόλμη και οξυδέρκεια και ταυτόχρονα εμμονική προσήλωση στο βίωμα, τη μνήμη, την εσωτερική ζωή της ίδιας και του διπλανού. Στην «Ακρόπολη», έργο που σε πρώτη εκδοχή παρουσίασε το 2001, φτιάχνει μια ιστορία από ντοκουμέντα, στην οποία το μνημείο γίνεται το όριο και ο καθρέφτης της συλλογικής μας μνήμης και εικόνας, αλλά και καταλύτης για μια εσωτερική περιπλάνηση, γίνεται γυναίκα, παιδί που μεγαλώνει στη σκιά του αττικού φωτός τη δεκαετία του ’70, γίνεται επιθυμία και απόλαυση, ενοχή και τραύμα, αιματηρό και βουβό, γίνεται γιορτή, επαναληπτική και τελετουργική, και καθαρτήρια.

Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, ηθοποιός – σκηνοθέτης

Εκατό αδιανόητα fake news

Θα έβαζα σ’ έναν σκληρό δίσκο τις επιλεγμένες 100 πιο αδιανόητες ειδήσεις fake news όλου του πλανήτη, μαζί με βίντεο από θεωρίες συνωμοσίας, τον ιστότοπο του Flatearth.org (που υποστηρίζει πως η Γη είναι επίπεδη), τις απόψεις των αντιεμβολιαστών και των ψεκασμένων. Τον σκληρό δίσκο θα τον έκλεινα σ’ ένα κουτί και στο κουτί θα έγραφα: «Διαφωτισμός 2018 / Πάμε πάλι απ’ την αρχή».

Πάνος Δραγώνας, αρχιτέκτονας

Το αθηναϊκό διαμέρισμα στη «Miss Violence»

Σε ένα υποθετικό Μουσείο του Μέλλοντος θα ήθελα να δω τη μακέτα ενός αθηναϊκού διαμερίσματος από τα χρόνια της κρίσης. Ενός διαμερίσματος που κτίστηκε κατά την περίοδο της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης με το σύστημα της αντιπαροχής, ώστε να φιλοξενήσει τα κυρίαρχα τότε πρότυπα διαβίωσης. Η κατασκευή της υποκειμενικότητας γύρω από τον καταναλωτισμό, την πυρηνική οικογένεια και τη δυνατότητα απόκτησης ενός μικροαστικού διαμερίσματος τέθηκε σε αμφισβήτηση κατά τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα και αποτυπώθηκε με τον πιο ιδιαίτερο τρόπο από το «νέο περίεργο ελληνικό κύμα» στον κινηματογράφο. Από τα έργα της περιόδου θα ξεχώριζα τη «Miss Violence» του Αλέξανδρου Αβρανά για τη μεθοδικότητα με την οποία αποδομεί τα μεταπολεμικά πρότυπα διαβίωσης, αλλά και τη λεπτότητα με την οποία οι Εύα Μανιδάκη και Θανάσης Δεμίρης επιμελήθηκαν, ως art directors, τον μικροαστικό μικρόκοσμο του τυπικού αθηναϊκού διαμερίσματος.

Σταµατία Δηµητρακοπούλου, καλλιτεχνική διευθύντρια της Art Athina

Ενα screenshot από Instagram

Η συμβολή μου στο Μουσείο του Μέλλοντος θα ήταν ένα screenshot από τον λογαριασμό Ιnstagram του @notsurprised2018, τη διαδικτυακή καμπάνια ενάντια στη σεξουαλική παρενόχληση των γυναικών και όσων αυτοπροσδιορίζονται ως γυναίκες που έγινε viral στα social media τον περασμένο Οκτώβριο. Το ντόμινο ξεκίνησε με τις μαρτυρίες γυναικών εναντίων του παραγωγού του Hollywood Harvey Weinstein που πυροδότησε το hashtag #metoo, όπου μέσω των προσωπικών μαρτυριών των χρηστών, για πρώτη φορά εκφράστηκε το πραγματικό μέγεθος της σεξουαλικής παρενόχλησης στο εργασιακό περιβάλλον, όπως και το μέγεθος της αποσιώπησής της. Δανειζόμενη τη φράση «Abuse of power comes as no surprise» από τη σειρά Τruisms (1982) της Jenny Holzer, μια ανοιχτή επιστολή που υπογράφηκε την πρώτη μόνο μέρα κυκλοφορίας της από 10.000 επαγγελματίες στον χώρο της τέχνης, περιγράφει την τεράστια υποκρισία η οποία με την προσωπίδα του προοδευτισμού έχει εδραιωθεί σε αμέτρητους θεσμούς. Ο λόγος για τον οποίο θα έβαζα το @notsurprised2018 στο Μουσείο του Μέλλοντος, είναι αφενός γιατί καταδεικνύει με απόλυτο τρόπο την ουσιαστική δυναμική της ψηφιακής συμμετοχής και αφετέρου γιατί ως φαινόμενο κατάφερε έμπρακτα να μεταφέρει στο συλλογικό υποσυνείδητο το αίσθημα της αποστροφής προς την καταπίεση της εξουσίας.

Νάντια Αργυροπούλου, επιμελήτρια τέχνης

Εναν άτλαντα κινούμενης εικόνας και animation

Η ερώτηση έχει πολλές και ασαφείς μεταβλητές: μουσείο, μέλλον, όψεις, επισκέπτες. Απαντώ λοιπόν με μια λέξη η οποία μπορεί να ενσαρκωθεί σε έναν άτλαντα και να εμψυχωθεί με διαφορετικές αποδόσεις της.

Πρόκειται για την αινιγματική λέξη «oddkin», όρο που επινόησε η Ντόνα Χαραγουέι (ριζοσπαστική συγγραφέας και θεωρητικός των επιστημών, της φιλοσοφίας και του φεμινισμού) στο τελευταίο βιβλίο της «Staying with the Trouble. Making kin in the Chthulucene (2016 Duke Univ. Press). Ξεκινώντας από την έννοια του συγγενούς (kin) και τους τρόπους που αυτή έχει «εξημερωθεί», η Χαραγουέι δημιούργησε τη λέξη oddkin (odd= παράξενος) προτείνοντας έτσι συγγένειες/συνάφειες δίπλα και πέραν των ήδη γνωστών (θρησκευτικών, γενετικών, οικογενειακών, εθνικών) και αναπτυσσόμενες μάλιστα ανάμεσα σε όλα τα είδη (ανθρώπινα και μη, οργανικά και όχι). Η ίδια ισχυρίζεται πως διασαλεύεται η τάξη που ορίζουν οι γνωστές σχέσεις ευθύνης και προκύπτει μια νέα, τρομακτική και συναρπαστική εμπλοκή με τον κόσμο. Το αμετάφραστο της λέξης αντιμετωπίσαμε με δέος και εντός της έρευνας «Paratoxic Paradoxes» με την ικανή επιμελήτρια κειμένων Φωτεινή Πίπη. Ετσι προέκυψε ο ελληνικός όρος «συναλλογενές» και άνοιξε πιθανώς ένα άλλο πεδίο στη ζωή του oddkin. Πιστή στην μπενγιαμινική ρήση «Δεν έχω τίποτα να πω, μόνο να δείξω» ( «I have nothing to say only to show») θα έφτιαχνα μια στιγμή του συναλλογενούς με έναν άτλαντα κινούμενης εικόνας και animation. Οπως το δείχνει στο πλάνο της ταινίας «Beasts of the Southern Wild» του Μπεν Τσάιτλιν όπου το κοριτσάκι βάζει ένα πτηνό στο αφτί του για να ακούσει τι γίνεται και τι θα γίνει.

Πάνος Βαλαβάνης, καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Ενα λάπτοπ

Στο μουσείο του μέλλοντος θα έβαζα έναν φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή (laptop), γιατί νομίζω πως, εκπροσωπώντας όλες τις συγγενείς ηλεκτρονικές συσκευές, αυτός αποτελεί το αντιπροσωπευτικότερο και εμβληματικότερο αντικείμενο της εποχής μας. Κι αυτό, γιατί εκφράζει συμπυκνωμένες τις μεγάλες κατακτήσεις της τεχνολογίας όλων των γενεών που γεννήθηκαν μετά το 1950. Ο φορητός ηλεκτρονικός υπολογιστής είναι εξωτερικά ένα απλό αντικείμενο που εύκολα εκτίθεται σε μία προθήκη στο μουσείο του μέλλοντος αλλά συμβολικά αποτελεί την εικόνα μιας από τις μεγάλες κατακτήσεις της εποχής μας, δηλαδή της δυνατότητας να καταχωρηθούν μέσα του για πρώτη φορά όλα τα δεδομένα του ανθρώπινου πολιτισμού, δίνοντάς του έναν χαρακτήρα «κιβωτού μνήμης, εμπειρίας και γνώσης».

Ο συμβολικός του χαρακτήρας γίνεται ακόμα εντονότερος αν σκεφθούμε ότι διευκόλυνε όσο καμιά άλλη ανθρώπινη εφεύρεση τη δυνατότητα πρόσβασης στη γνώση. Γιατί η δυνατότητα που δίνει στον οποιονδήποτε, ακόμα και σε ένα φτωχό παιδί από ένα ορεινό χωριό, να μπορεί να διαβάσει βιβλία από τη βιβλιοθήκη του Harvard αποτελεί μεγάλη δημοκρατική κατάκτηση της εποχής μας. Ταυτοχρόνως, μας έδωσε τη δυνατότητα να επικοινωνούμε άμεσα, γρήγορα και δημιουργικά με συνανθρώπους μας στα πιο μακρινά μέρη του πλανήτη, δημιουργώντας υπέροχες ψηφιακές παρέες.Ο φορητός ηλεκτρονικός υπολογιστής διηύρυνε τα όρια των επιλογών μας, άρα της ελευθερίας και της δημοκρατίας μας, δηλαδή αξίες που αποτελούν διεκδικήσεις και στόχους της εποχής μας! Κι αυτό είναι άλλος ένας λόγος να συμπεριληφθεί ως χαρακτηριστικό σύμβολό της στο μουσείο του μέλλοντος.

Μαρίνα Λαµπράκη – Πλάκα,διευθύντρια Εθνικής Πινακοθήκης

Το πρώτο ευρώ και το πρόσωπο του Ομπάμα

Στο μουσείο του μέλλοντος θα έχουν ασφαλώς ηγεμονική θέση οι υπολογιστές και τα έξυπνα τηλέφωνα, που άλλαξαν τη ζωή μας, κατήργησαν τις αποστάσεις και τα σύνορα, πολλαπλασίασαν τις επαφές, κάνοντας έτσι πιο διάφανη και πιο σπαρακτική τη μοναξιά μας. Ζούμε στην εποχή της εικόνας και δεν μπορώ να φανταστώ ένα μουσείο όπου δεν θα κυριαρχούσαν οι εικόνες. Με πoιο άλλο τρόπο θα έβρισκαν τη θέση τους στο μουσείο τα πρώτα βήματα των αστροναυτών πάνω στη Σελήνη, οι αποστολές στο Διάστημα, οι συγκλονιστικές ανακαλύψεις για τη γένεση του Σύμπαντος (Βig Βang) ή για το σωματίδιο του Θεού; Οι έρευνες στη βιολογία, η διπλή έλικα του DNA, η κλωνοποίηση του προβάτου Ντόλι; Στο μουσείο του μέλλοντος θα είχε θέση το πρώτο χαρτονόμισμα του ευρώ, αλλά και το γελαστό πρόσωπο του Ομπάμα, του πρώτου έγχρωμου προέδρου των ΗΠΑ, να φωνάζει αμέσως μετά την εκλογή του yes. Στο μουσείο του μέλλοντος θα έβαζα μακέτες από τα πιο ανατρεπτικά αρχιτεκτονικά μνημεία της εποχής μας, όπως το Μουσείο Γκουγκενχάιμ στο Μπιλμπάο του Φρανκ Γκέρι, το Πλανητάριο του Καλατράβα στη Βαλένθια ή ένα από τα υπερβατικά κτίρια της Ζάχα Χαντίντ.

Για τη χώρα μας, τον πολιτισμό των τελευταίων δεκαετιών θα τον εικονογραφούσα με ένα βινύλιο από τα υπέροχα τραγούδια του Θεοδωράκη (το «Αξιον εστί») και του Χατζιδάκι («Ο Μεγάλος ερωτικός») αλλά και του Τσιτσάνη. Για την ποίηση θα έβαζα τα Απαντα του Καβάφη, του Ελύτη και της Κικής Δημουλά. Αν έπρεπε να επιλέξω κάποιες ταινίες, θα διάλεγα την «Ηλέκτρα» και τον «Ζορμπά» του Κακογιάννη, τον «Θίασο» του Αγγελόπουλου, την «Πολίτικη κουζίνα» του Μπουλμέτη και τη «Μικρή Αγγλία» του Βούλγαρη. Ως αρχέτυπες φυσιογνωμίες του ελληνικού καλλιτεχνικού χώρου θεωρώ την Ειρήνη Παπά, τη Μελίνα Μερκούρη και τον Μάνο Κατράκη. Από τον χώρο των εικαστικών τεχνών θα επέλεγα το «Μεγάλο επιτύμβιο» του Μόραλη, έναν από τους Ναύτες του Τσαρούχη, μια από τις τελευταίες θάλασσες του Τέτση, ένα Σινιάλο του Τάκη, ένα βίντεο του Τσόκλη(«Το καμακωμένο ψάρι») και μια εμβληματική εγκατάσταση του Κουνέλλη. Μια μακέτα με το κυκλαδικό κεφάλι από την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 του Δημήτρη Παπαϊωάννου θα μνημόνευε την κορυφαία στιγμή εθνικής υπερηφάνειας και αισιοδοξίας, που κατέληξε δυστυχώς στην κρίση που βιώνουμε σήμερα. Μια κρίση όχι αποκλειστικά ελληνική αλλά παγκόσμια. Η τραγωδία των μεταναστών είναι το σύμβολό της. Ενα σωσίβιο θα έχει περίοπτη θέση στο μουσείο του μέλλοντος για να θυμίζει το ναυάγιο του ανθρωπισμού.

Φοίβη Γιαννίση, αρχιτέκτονας – ποιήτρια

Ενα καφενείο, μια ταβέρνα, ένα τσιπουράδικο

Τι είναι ένα μουσείο παρά ένας χώρος όπου φυλάσσεται το πολύτιμο και το ευάλωτο; Για το μουσείο του μέλλοντος από την πρόσφατη περίοδο διαλέγω τη χαρά που είναι πάντα στο όριο να χαθεί και που έζησα σε τρία εστιατόρια (αν και η λέξη αυτή είναι λίγη για να τα περιγράψει). Δεν θέλω να δηλώσω τα ονόματά τους γιατί σήμερα αυτό αποτελεί και το τέλος τους, αφού τους μεταβάλλει σε αγοραίους. Μία πόλη με λιμάνι και δύο νησιά είναι οι τόποι που οι ναοί τους σήμερα είναι οι συγκεκριμένοι χώροι. Η εμπειρία του τόπου εκεί είναι τελετουργική και είναι μεταμορφωτική. Η γεωγραφία και ο καιρός τρώγονται και εν-σωματώνονται εν είδει μετάληψης διά της κατανάλωσης εδεσμάτων και ποτών παρασκευασμένων με ύλη που προέρχεται από την εγγύς γη, θάλασσα ή στεριά, συχνά με παραγωγούς τους εστιάτορες. Η συσσωρευμένη γνώση αιώνων περιέχεται στα πιάτα. Με συγκινεί η ομορφιά που δίνεται μέσα στο ελάχιστο και το φτωχό, η επικοινωνία με τους ιδιοκτήτες, ο σπαρταριστός τους λόγος και τα πρόσωπά τους. Το φαγητό και το ποτό πλέκονται μαζί με το γέλιο και την κουβέντα σε μία εντεινόμενη ευφορία, η συναισθησία και το μοίρασμα εντείνουν τους δεσμούς της φιλίας και η γλώσσα γίνεται τραγούδι. Για το μουσείο, το ιερό των Μουσών, διαλέγω, όπως τα τζιτζίκια, τη μουσική.

Σταύρος Διοσκουρίδης

Την ελληνική γλώσσα

Δεν χρειάζεται και πολύ χώρο, απλά έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή και λίγο χώρο στο σκληρό του δίσκο για να τοποθετηθεί η ελληνική γλώσσα. Ολα τα λεξικά μαζεμένα, κάποια σημαντικά κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, τον Παπαδιαμάντη, δημοτικά τραγούδια, τους ποιητές της γενιάς του ’30, τα διηγήματα του Δημήτρη Χατζή, το «Τρίτο στεφάνι» του Ταχτσή, τους στίχους του Βίρβου και του Γκάτσου. Από εκεί το πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης θα έφτιαχνε τυχαίες φράσεις για να βλέπουν οι επισκέπτες που θα έχουν αφήσει πίσω τους τη δική τους για μια παγκόσμια γλώσσα, που δεν θα μας κάνει πια ιδιαίτερους αλλά σίγουρα πιο συνεννοήσιμους.

Παναγιώτης Μένεγος

Ενα κλασικό στυλό Bic

Μπαίνω στον πειρασμό να βάλω στο μουσείο του μέλλοντος ένα χαρτονόμισμα, γιατί οι μέρες της αφθονίας τους είναι μετρημένες με την πλήρη επικράτηση του ηλεκτρονικού χρήματος –αλλά ας μη βάλουμε τα λεφτά και στα μουσεία. Σκέφτομαι ότι στη μουσική η έννοια του άλμπουμ είναι ήδη περιττή για τους νεότερους millennials που στριμάρουν αποσπασματικά (κι ενδιαφέρονται ίσως περισσότερο για το ποιος έχει κουράρει τη λίστα του Spotify που ακούνε παρά για την καλλιτεχνική υπογραφή), αλλά ακόμα και σε 50 χρόνια το βινύλιο θα παραμένει σέξι και φετίχ, και κάποιοι θα ανοίγουν τα ηλεκτρονικά τους πορτοφόλια για να αγοράζουν LPs.

Από τη άλλη, θα έχει συμβεί σε όλους σας αυτά τα χρόνια της ψηφιακής επέλασης να χρειάστηκε να γράψετε κάτι με ένα μολύβι ή ένα στυλό. Κάτι μεγαλύτερο από έναν αριθμό τηλεφώνου, ένα μικρό κείμενο. Δεν είναι εύκολο. Μπορεί να σε φέρει σχεδόν στα όρια της κρίσης πανικού, ο εγκέφαλος έχει σχεδόν ξεχάσει να δίνει την εντολή, ο γραφικός χαρακτήρας αγνώριστος από την αχρησία. Σε μερικές δεκαετίες νομίζω δεν θα γράφουμε καθόλου, αμφιβάλλω αν θα πληκτρολογούμε καν. Στο μουσείο του μέλλοντος θα έβαζα, λοιπόν, ένα κλασικό στυλό Bic. Κάπως πρέπει να εξηγούνται τα μουντζουρωμένα με μελάνι δάχτυλα στις σχολικές φωτογραφίες.

Οι Στ. Διοσκουρίδης και Π. Μένεγος είναι συνιδρυτές του popaganda.gr και παρουσιάζουν την εκπομπή «Λατέρνατιβ» στον Εν λευκώ 87.7. Πιστεύουν ότι το ραδιόφωνο δεν θα γίνει ποτέ μουσειακό είδος γιατί δεν θα πάψουμε ποτέ να θέλουμε παρέα…

Δηµήτρης Λιγνάδης, ηθοποιός – σκηνοθέτης

Ενα περίπτερο και smartphones

Στο μουσείο του μέλλοντος θα έβαζα ένα περίπτερο επειδή είναι ένα περίεργο πράγμα: είναι ένα συρρικνωμένο πολυκατάστημα. Κι αυτό θα ήθελα να μείνει στο μουσείο γιατί δεν ξέρω για πόσο θα υπάρχει στο μέλλον. Κάτι άλλο που θα έβαζα θα ήταν και τα smartphones με την έννοια ότι θα ήθελα να μείνει στο μουσείο μια φωτογραφία μιας ολόκληρης παρέας που είναι σκυμμένη πάνω από smartphone. Αυτό που δεν έχουμε δει, το πρόσωπο της νέας γενιάς, είτε στρίβει τσιγάρο είτε είναι πάνω απ’ το smart phone, θα ήθελα με μια τέτοια φωτογραφία ή ένα βίντεο να μείνει στο μέλλον. Είναι εδώ και μια δεκαετία που όλοι κάθονται δίπλα δίπλα και είναι σκυμμένοι πάνω απ’ αυτό. Μπορεί να έχουν μπροστά τους ακόμα και τη θάλασσα, αλλά την παρατήρησαν ελάχιστα, την φωτογράφησαν και την έχουν μπροστά τους και την κοιτάνε μέσα από το κινητό.

Δηµήτρης Μπούρας, διευθυντής της δισκογραφικής Inner Ear

Το παραμύθι του Αρίφ από το Πακιστάν

«Κανονικά θα έπρεπε να διαλέξω κάτι σχετικό με το αντικείμενό μου, έναν δίσκο δηλαδή, και αν το έκανα αυτός θα ήταν η «Ηλιοθεραπεία» του The Boy. Μια και είχαμε την τύχη να το κυκλοφορήσουμε μέσω της Inner Ear, δεν θα ήταν ηθικά σωστό να αναφερθώ σε αυτό, οπότε θα ασχοληθώ με κάτι που αρχικά φαντάζει αρκετά μακρινό, αλλά η πορεία του συγγραφέα για χρόνια σε μουσικά έντυπα και ραδιόφωνα το κάνει ταυτόχρονα και αρκετά κοντινό. Ο λόγος για το παιδικό βιβλίο «Το κουτί» του Κωνσταντίνου Πατσαρού, το οποίο μάλιστα κατάφερε να κερδίσει και το αντίστοιχο Κρατικό Βραβείο το 2015. Ο ήρωας της ιστορίας είναι ο μικρός Αρίφ, μαθητής της έκτης δημοτικού, ο μπαμπάς του οποίου είναι από το Πακιστάν και η μαμά του από την Ελλάδα. Ο Αρίφ, μέσω μιας εξαιρετικής αφήγησης η οποία ξεγλιστράει με άνεση από κάθε ρηχό κλισέ, καταφέρνει να μας δείξει πως το διαφορετικό δεν είναι απαραίτητα και κακό. Σε μια κοινωνία που βουτάει όλο και πιο πολύ στο μίσος, το «Κουτί» θα έπρεπε να υπήρχε σε όλα τα δημοτικά σχολεία της χώρας και σίγουρα στο μουσείο του μέλλοντος.

Νίκος Πορτοκάλογλου,ερμηνευτής – συνθέτης

Μολύβι, τετράδιο κι ένα βιβλίο

Θα έβαζα ένα μολύβι, ένα τετράδιο κι ένα βιβλίο. Γιατί πιστεύω πως η εποχή θα χαρακτηριστεί, μεταξύ πολλών άλλων και σαν «το τέλος του πολιτισμού του χαρτιού». Το τέλος της γραφής όπως την ξέραμε, με χαρτί και μολύβι και των χάρτινων βιβλίων. Ηδη μεγαλώνει μια γενιά που δεν χρησιμοποιεί κανένα από τα τρία: γράφει μόνο στο κινητό, στο τάμπλετ ή τον υπολογιστή και όταν διαβάζει το κάνει επίσης με ηλεκτρονικά μέσα. Οταν πρόκειται για αναζήτηση γνώσης ή ενημέρωσης χρησιμοποιεί βεβαίως το Διαδίκτυο. Και όταν πρόκειται για ψυχαγωγία, προτιμά τη λογοτεχνία σε μορφή τηλεοπτικής σειράς ή κινηματογραφικής ταινίας. Τέλος, για αυτούς που επιμένουν στο διάβασμα, υπάρχει το e-book. Ηδη ακούς από πολλούς επαγγελματίες πως το γραφείο τους είναι paperless. Παρ’ όλο που έχω μεγαλώσει στην εποχή του χαρτιού, του μολυβιού και του βιβλίου και ξέρω πως θα διατηρήσω την ερωτική μου σχέση μαζί τους μέχρι το τέλος της ζωής μου, βρίσκω στα νέα μέσα άπειρα πλεονεκτήματα: ασύγκριτα μεγαλύτερες δυνατότητες επεξεργασίας κειμένου, αποθήκευσης, αρχειοθέτησης και επικοινωνίας. Το κείμενο αυτό σε άλλη εποχή θα χρειαζόταν μέρες για να φτάσει ταχυδρομικώς στην εφημερίδα. Γράφτηκε στο τηλέφωνό μου και έφτασε αμέσως στον προορισμό του με ένα κλικ. Και βέβαια μην ξεχνάμε το τεράστιο οικονομικό όφελος λόγω οικονομίας στο χαρτί. Το μόνο μειονέκτημα του νέου ηλεκτρονικού πολιτισμού είναι πως καταρρέει με μια (παρατεταμένη) διακοπή ρεύματος. Οπως και να έχει, είτε συμφωνούμε είτε όχι, νομίζω πως το μολύβι, το χαρτί και το βιβλίο έχουν ήδη κερδίσει τη θέση τους στο μουσείο του μέλλοντος. Μήνυμα εστάλη…».

Αλεξάνδρα Αϊδίνη, ηθοποιός

Ενα αφαιρετικό ανθρωπάκι του Αϊδίνη

Ενα έργο του πατέρα μου, αυτό είναι που θα επιθυμούσα τελικά να καταθέσω στο μεγάλο του μέλλοντος μουσείο. Ναι, ίσως τρυφερά μεροληπτώντας για να διασώσω εκείνον που τον νιώθω να κατοικεί μέσα στα πονήματά του. Τριγυρνάει, περήφανος αρχιτέκτονας, μέσα στις μητροπόλεις του που ενσωματώνουν σε ένα εγχώριο σήμερα, αρμονικά, όλους τους τόπους, τις εποχές και τους ρυθμούς που έχουν υπάρξει σε Ανατολή και Δύση ανά τους αιώνες. Είναι ένα από τα μικροσκοπικά αφαιρετικά ανθρωπάκια του από σινική μελάνη, που χορεύει ξέφρενο μέσα σε ένα πολυπληθές πάρτι όπου όλοι οι παρόντες είναι ίδιοι μέσα στη διαφορετικότητά τους και που συνυπάρχοντας απαρτίζουν το σώμα ενός μεγαλύτερου ανθρώπου-ήρωα. Είναι το νοητό νερό που κυλάει στους μεταλλικούς του χρωματιστούς κάκτους –ανθεκτικά πολύτιμα φυτά μες στις ερήμους. Ενα από τα έργα του λοιπόν, δύσκολο να διαλέξω ποιο. Για να έχει και εκείνος μέσα από αυτό ένα παράθυρο στο μέλλον που θα τον κοιτάζει, με την ελπίδα ότι και τότε ακόμα η τέχνη θα έχει τη δύναμη και το χιούμορ να σώσει τον κόσμο.

Κωστής Βελώνης, εικαστικός – αρχιτέκτονας

Ενα έργο από δεκάδες άλλα έργα

Το μουσείο μπορεί να γίνει αντιληπτό ως ένας χώρος που δεν επικυρώνει απλώς την ανάγκη να μαζέψει τ’ αντικείμενα για να τα θαυμάσουμε, αλλά για να διερωτηθούμε για μια διαδικασία αποθαυμασμού της μάγευσης του πολύτιμου. Τι θα συνέβαινε αν βλέπαμε τη σχέση μουσείου και ευρήματος να αντιστρεφόταν, αν εγκαταλείπαμε το μουσείο και επιστρέφαμε στο τόπο από όπου προήλθαν τα έργα; Αυτή εξάλλου δεν είναι η σημερινή αντίληψη της αρχαιολογίας; Οτι επανατοποθετούμε τα αντικείμενα εκεί όπου τα έχουμε βρει αφού πρώτα έχουμε σκανάρει ό,τι υπάρχει και είναι διαθέσιμο κάτω από τα επιφανειακά γερά θεμέλια της νεωτερικής χειραφέτησης;

Ομως η αποστροφή από το μουσείο και η κατάληξη στην ανασκαφή ποια αλλαγή θα επέφερε στην ταξινόμηση των εκθεμάτων;

Περιοριζόμενος στις εικαστικές τέχνες και στην ανάδειξη της σχέσης της αναπαραστατικής γλυπτικής και ζωγραφικής με το ανθρώπινο σώμα, θα μου άρεσε να εισέλθω σ’ ένα μουσείο όπου υπάρχει ένα μεγαλόσωμο γυμνό «χτισμένο» από δεκάδες άλλα έργα στη διάρκεια της έκθεσης ως μόνιμης συλλογής.

Ο σχεδιασμός της κατασκευής θα παρέπεμπε εννοιολογικά στο cadavre exquis (εξαίσιο πτώμα), το αγαπημένο παιχνίδι των σουρεαλιστών. Αυτό το μουσείο θα ερμήνευε λοιπόν το σώμα ως θραύσμα, ως ένα ακρωτηριασμένο μέλος που είναι ταυτόχρονα αυτόνομο ως έργο αλλά και μέρος μιας ευρύτερης πλοκής εκθεμάτων που συνοψίζονται σ’ ένα τεράστιο πολιτισμικό πτώμα.

Η επαναφορά του θραύσματος ως στοιχείου ανασύνθεσης ενός εικαστικού άτλαντα, με την έννοια του χτισίματος των έργων για την κατασκευή π.χ. του γυναικείου σώματος, θα έκανε ορατές τις ηδονικές εκφορές της καπιταλιστικής παραγωγής, μετατρέποντας την «ανάδυση της Αφροδίτης» σε μια μετανεωτερική «καταραμένη Αφροδίτη».

Κάλλια Παπαδάκη,συγγραφέας

Την «Γκόλφω» του Νίκου Καραθάνου

Στο μουσείο του μέλλοντος, σε ένα σκοτεινό δωμάτιο με τρεις πάγκους για τους επισκέπτες, θα έδειχνα σε επαναλαμβανόμενη προβολή με προτζέκτορα ένα απόσπασμα από τη θεατρική παράσταση «Γκόλφω» του Νίκου Καραθάνου. Θα εστίαζα στο πρόσωπο της Λυδίας Φωτοπούλου, στο «είν’ η αγάπη», εκεί που το κείμενο του Περεσιάδη συνδιαλέγεται με τους στίχους της Κιτσοπούλου, ο σπαρακτικός λόγος με τη λιτή μουσική σύνθεση, το έμμετρο κείμενο με το ορμητικό συναίσθημα, το παρελθόν με το κάθε παρόν.

… Αγάπη είναι ν’ αγαπάς όποια πληγή σου ανοίγει,

Αγάπη είναι η μοναξιά που πρέπει στον καθένα,

Αγάπη είναι να κοιτάς την πόρτα ολοένα,

Αγάπη είναι να μιλάς στα φύλλα και στα δέντρα…

Mikaël Hautchamp,σύµβουλος Συνεργασίας και Μορφωτικής Δράσης της γαλλικής πρεσβείας στην Ελλάδα, διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών

Το «Ελληνικό καλοκαίρι» του Ζακ Λακαριέρ

Αν θα έπρεπε να φανταστούμε κάτι που θα περιλάμβανε στο κοντινό μέλλον ένα μουσείο αφιερωμένο στην Ελλάδα του σήμερα και στην Ελλάδα του πρόσφατου παρελθόντος, πιστεύω ότι αυτό θα ήταν τα ίχνη που άφησαν οι ευρωπαίοι και ιδιαίτερα οι γάλλοι συγγραφείς, που είχαν τέτοιο πάθος με αυτή τη χώρα ώστε αφιέρωσαν τη ζωή τους σ’ αυτήν. Θα βλέπαμε στο μουσείο αυτό τον Σατομπριάν που με το βιβλίο του «Διαδρομή από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ», αγκαλιάζει μια προεπαναστατική Ελλάδα, φτωχή και συγχρόνως μεγαλειώδη. Τον Βίκτωρα Ουγκώ να υπερασπίζεται τους μαχητές μιας ελευθερίας που οι Ελληνες επινόησαν και σκέφτηκαν 25 αιώνες νωρίτερα. Τον Ζακ Λακαριέρ που αφιέρωσε ένα βιβλίο στην αγάπη του γι’ αυτή τη χώρα, το «Ελληνικό καλοκαίρι», με το οποίο επινόησε μια ελεύθερη μορφή ταξιδιωτικής διήγησης και που δέθηκε τόσο με την ελληνική γη ώστε ζήτησε οι στάχτες του να διασκορπιστούν σ’ αυτήν. Ο αριθμός των χωρών που ενέπνευσαν τέτοια αγάπη είναι πολύ μικρός (Ελλάδα, Γαλλία, Ιταλία και μερικές άλλες). Το μουσείο αυτό θα έπρεπε να τις συμπεριλάβει και αυτές.

Κωνσταντίνος Ρήγος,διευθυντής Μπαλέτου ΕθνικήςΛυρικής Σκηνής

Ρόζεφελντ, Πολούνιν, Μπαρίσνικοφ

Θα έστελνα τρία έργα τα οποία περιέχουν στοιχεία υψηλής τέχνης, χιούμορ, ειρωνείας, αρτιότητας με την ελπίδα να τα ανακαλύψουν και να επηρεαστούν με τη σειρά τους οι έφηβοι της μελλοντικής εποχής:

1. «Manifesto» του Julian Rosefeldt. Πρόκειται κατά τη γνώμη μου για ένα έργο έμπνευσης, χιούμορ και ειρωνείας σε σχέση με την ιστορία της τέχνης και ταυτόχρονα μια εξαιρετική στιγμή της Κέιτ Μπλάνσετ. Η έμπνευση και το νόημα του έργου θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι συνοψίζονται στη φράση «nothing is original», αλλά την ίδια στιγμή αυτά που εισπράττει ο θεατής των πολλαπλών αυτών αυτόνομων προβολών που συνδέονται ηχητικά αλλά και εννοιολογικά είναι πολύ περισσότερα.

2. Σεργκέι Πολούνιν, «Take me to Church» by Hozier, σε σκηνοθεσία του Ντέιβιντ Λασαπέλ, χορογραφία Τζέιντ Χέιλ – Κριστόφι

Μια εξπρεσιονιστική ερμηνεία από τον σπουδαίο χορευτή, από τη μία, μέσα σε έναν εμβληματικό χώρο που παραπέμπει σε εκκλησία και, από την άλλη, μια μινιμαλιστική κινηματογράφηση καρφωμένη κυριολεκτικά πάνω στο σώμα του χορευτή από τον εικαστικό φωτογράφο David LaChapelle, η δουλειά του οποίου απέχει πολύ σε στυλ από το τελικό αποτέλεσμα αυτού του βίντεο. Παρότι χορογραφικά δεν υπάρχει τεράστιο ενδιαφέρον, η ερμηνεία και η σωματικότητα του χορευτή μετατρέπουν το αποτέλεσμα απευθείας σε έργο υψηλών προδιαγραφών.

3. «Λευκές νύχτες», Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ

Το βίντεο του Πολούνιν με πάει πίσω στη συγκλονιστική επίσης ερμηνεία του Μπαρίσνικοφ (χορογραφία) στην ταινία του Taylori Hackford «Λευκές νύχτες». Η τεχνική του δεξιότητα, η ερμηνεία, το πάθος και η ομορφιά δίνουν στο επίσης μοναδικής ατμόσφαιρας τραγούδι του Vladimir Vysotsky («Koni Priveredlivye») ακόμη μεγαλύτερη δύναμη. Το τραγούδι μιλάει για εκείνα τα άλογα που δεν υπακούν, οπότε οι συνειρμοί και στις δύο περιπτώσεις είναι καθαροί. Θεωρώ πως η τεχνική αρτιότητα των χορευτών αυτών ξεπερνά τις όποιες χορογραφίες και τα όποια έργα. Η δύναμη του ανθρώπινου σώματος, η τεχνική, η προσήλωση και η στόχευση του χορευτή είναι πάνω από όλα.

Γιάννης Χαριτίδης,σκηνοθέτης

Μια σκηνή του Σταύρου Τσιώλη

Η σκηνή που διαλέγω να κρατήσω είναι από την ταινία του Σταύρου Τσιώλη «Ας περιμένουν οι γυναίκες». Ο Γιάννης Ζουγανέλης (Πάνος) χτυπημένος από έρωτα έπειτα από μια τυχαία συνάντηση με μία κοπέλα στη Βόλβη ακούει τα εξ αμάξης από τον μπατζανάκη του (Μπακιρτζής) πριν καταλήξει στη λίμνη προσπαθώντας να πνιγεί. Η σκηνή που ξεκινάει με δυο αξέχαστα αντικριστά λατεράλ, αποκρυσταλλώνει στο περπάτημα των δυο φίλων στην καλοκαιρινή ελληνική φύση όλη τη νεοελληνική πραγματικότητα. Η ανεμελιά, το καλοκαίρι, οι χαλαροί ρυθμοί, δεμένα πάντα με μια εσωτερική ένταση, μπολιάζουν καθετί στη σκηνή. Με πολύ καθαρά μέσα που τελικά υποστηρίζουν πόσο καλά ξέρει τους ήρωές του ο σκηνοθέτης, και χρησιμοποιώντας την κοφτερή του πένα, ο Τσιώλης στήνει το τελευταίο ίσως κεφάλαιο-παράσταση του βιοπαλαιστή Καραγκιόζη. Με τη δική του χαρακτηριστική υπογραφή. Ντελιριακοί και σουρεαλιστικοί-ρεαλιστικοί οι διάλογοι, βγαλμένοι πάντα από τη ζωή, κάνουν τη σκηνή (αλλά και την ταινία) σπαρταριστή και προσωπικά αγαπημένη μου. Νιώθω τόσο κοντά με τους χαρακτήρες του, καθότι είναι πραγματικά αυθεντικοί, τόσο καθημερινοί αλλά και μοναδικά ξεχωριστοί, γελοίοι και αγαπησιάρηδες που χαράχτηκαν στη μνήμη μου για πάντα.

Juliane Stegner,

διευθύντρια πολιτιστικών προγραµµάτων του Goethe-Institut Athen και των Ινστιτούτων Goethe της Νοτιοανατολικής Ευρώπης

Την επιγραφή «Δωρίζεται»

Κατηφορίζοντας από την Κανάρη καθημερινά την Ακαδημίας προς την Ομόνοια, βλέπει κανείς να εκτυλίσσεται παραστατικά σε βάθος μηνών, σε βάθος ετών, η κοινωνικοοικονομική κρίση στην Αθήνα. Καταστήματα που μέχρι χθες εμπορεύονταν ανδρικά ρούχα έχουν κλείσει και οι χώροι διατίθενται πλέον προς ενοικίαση. Κάποια στιγμή εξαφανίζεται και η χαρακτηριστική κιτρινοκόκκινη ταμπέλα «Ενοικιάζεται». Οι βιτρίνες είναι πλέον βαμμένες με γκραφίτι και καλυμμένες από πολλές αφίσες για δρώμενα στην πόλη. Μοτοσικλέτες σταθμεύουν πλέον στα πεζοδρόμια μπροστά από τα καταστήματα, άστεγοι βρίσκουν καταφύγιο στις πάλαι ποτέ εισόδους τους. Αργότερα εμφανίζεται μια ακόμη κιτρινοκόκκινη ταμπέλα: «Πωλείται». Ο ιδιοκτήτης θα αδυνατεί μάλλον να πληρώνει πλέον φόρους για το μέρος. Μια ημέρα εξαφανίζονται κι αυτές οι ταμπέλες. Στη βιτρίνα γράφει πλέον «Δωρίζεται». Μια καλλιτεχνική παρέμβαση που προειδοποιεί σιωπηρά και εμφατικά για την εξαθλίωση. Μια τέτοια ταμπέλα «Δωρίζεται» κρέμεται πλέον στη βιβλιοθήκη μου. Ως σύμβολο της κρίσης στην Αθήνα κι ως ένας νέος, υπερθετικός βαθμός του «ενοικιάζεται –πωλείται».

Συραγώ Τσιάρα, ιστορικός τέχνης, διευθύντρια του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης

Τη «Στρέλλα» του Πάνου Κούτρα

Τη «Στρέλλα» του Πάνου Κούτρα θα έβλεπα μέσα σ’ ένα μουσείο για την Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία. Δεν είναι ξεκάθαρα πολιτική ταινία, δεν αναφέρεται στην οικονομική ή την προσφυγική κρίση, όμως θα τη διάλεγα γιατί αποτυπώνει με ρηξικέλευθο τρόπο βαθύτερες και πιο δομικές αλλαγές που κυοφορούνται στις νοοτροπίες και τις κοινωνικές συμβάσεις. Μέσα από την περιπέτεια αναγνώρισης και συμφιλίωσης της νεαρής τρανς με τον πρόσφατα αποφυλακισμένο πατέρα της επιχειρείται μια εναλλακτική θέαση των οικογενειακών δεσμών. Η ταινία θέτει ζωτικά ερωτήματα, όπως ποια είναι τα όρια της κατανόησης και της αποδοχής, πόσο αντέχουμε να τα θέτουμε σε δοκιμασία και να επιβιώνουμε μετά τη ρήξη με τον εαυτό μας και τους γύρω μας. Αφού εξαντλεί όλα τα πιθανά σενάρια, κλείνει με την ελπίδα ότι είναι εφικτή η συμφιλίωση και η συνέχιση της ζωής με νέες προϋποθέσεις αμοιβαίας αποδοχής σε μια ατμόσφαιρα οικογενειακής θαλπωρής διαφορετικού τύπου: η ηρωίδα γιορτάζει τα Χριστούγεννα μαζί με φίλους και τον πατέρα της στο σπίτι τους. Οι δυο τους έχουν πλέον αποδεχτεί τη νέα πραγματικότητα μετά το ερωτικό τους σμίξιμο και την τραγική αποκάλυψη της σχέσης που τους συνδέει. Το τέλος φαντάζει ως μία ανακουφιστική διέξοδος, μία αισιόδοξη επανεκκίνηση των οικογενειακών δεσμών, μια ουτοπική αλλά όχι ανέφικτη συμβίωση.

Μιχαήλ Μαρµαρινός, σκηνοθέτης

Ολόκληρο το θέατρο της Επιδαύρου

Το εν λόγω μουσείο του μέλλοντος, κατ’ αρχάς, θα ήτο καλό να κατασκευασθεί από Ιάπωνα, να ανεγερθεί στον χώρο του Ελληνικού –κατά προτίμηση στην αμμουδιά –και ανεξάρτητα από το περιεχόμενο του (εκθέματα), οφείλει να έχει ολόκληρο τον τεράστιο νότιο τοίχο του από γυαλί. Να μπορεί έτσι να αφήνει το βλέμμα μας, όποτε αυτό κουράζεται πια να κοιτάζει, απέραντα διαρκώς ανοιχτό προς τη θάλασσα. Το εν λόγω μουσείο, εκτός του απαραίτητου κυλικείου –το οποίο θα έχει να προσφέρει μόνο παγωμένες μπίρες και νερό –θα το διαχειρίζεται αυτοπροσώπως γνωστός επιχειρηματίας που απορρίφθηκε ως υποψήφιος καναλάρχης από το ΣτΕ αλλά πέτυχε στον συγκεκριμένο αδιάβλητο διαγωνισμό του Δημοσίου, και όπου ο ίδιος θα λειτουργεί ως το βασικό έκθεμα αυτής της «καντίνας» (όλα τα στάδια του αδιάβλητου διαγωνισμού θα εκτίθενται, εννοείται, σε άλλη αίθουσα του μουσείου).

Το εν λόγω μουσείο, εκτός από κυλικείο και τουαλέτες, περιλαμβάνει δυο Κύριες Αίθουσες (ποια απ τις δυο προηγείται ή ποια ακολουθεί, είναι ζήτημα στα χέρια του ιάπωνα αρχιτέκτονα):

Α. Αίθουσα εκθεμάτων με τίτλο Οσα δεν θέλω να θυμάμαι.

Β. Αίθουσα εκθεμάτων με τίτλο Οι αγάπες μου.

Ακολουθεί –ημιτελής φυσικά –λίστα εκθεμάτων, ανεξαρτήτως αιθούσης καταχωρήσεως:

* Ολόκληρο το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου (ως μνημείο ελπίδας και προσδοκιών του καλοκαιριού).

* Τέσσερις ιδιαίτερα επιλεγμένες παραστάσεις αρχαίου δράματος που μας τάραξαν.

* Ολες οι σιωπηλές σκέψεις, οι ελπίδες, τα όνειρα, οι προσδοκίες των εκδρομέων που τους διέτρεχαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους προς το ωραίο Κοίλον (σε αυτές οφείλουν να περιλαμβάνονται σκέψεις, ελπίδες, όνειρα ή προσδοκίες για ταπεινότερα από την τέχνη θέματα αξίας, όπως πού θα φάμε, πού θα κάνουμε κανένα μπάνιο παιδιά, ποιον θα συναντήσουν, αν θα ερωτευθούν, κ.λπ. και τα οποία θεωρώ ότι συναποτελούν το κυριότερο «καύσιμο» για την τυχόν υπερβατική εμπειρία της βραδινής παράστασης).

* Τα δέκα χρόνια του Ελληνικού Φεστιβάλ υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Λούκου.

* Ολες ανεξαιρέτως οι παραστάσεις αυτών των δέκα χρόνων.

* Ολοι ανεξαιρέτως οι θεατές όλων αυτών των παραστάσεων με τη χαρά τους, ιδίως κατά την ώρα προσέλευσης (αν είναι δύσκολο να παρευρίσκονται, τότε μια φωτογραφία τους. Μια και μιλάμε όμως για μουσείο του μέλλοντος, όπου η «φαντασία στην εξουσία», ελπίζω να έχει γίνει πια και τεχνολογία, τέτοιες λεπτομέρειες εξακτινισμένης παρουσίας των ανθρώπων θα έχουν επιλυθεί).

* Το σακάκι με τα κόκκινα σιρίτια του Γιάνη Βαρουφάκη.

* «Πεθαίνω σαν χώρα»: ολόκληρο το κείμενο του Δ. Δημητριάδη.

* Το καλύτερό μου ποίημα (πρόκειται για επιλογή ενός και μόνο ποιήματος, από τους ίδιους τους ποιητές, άσημους ή γνωστούς, που γράφτηκε μέσα στην περίοδο 2010 – σήμερα).

* Ολα τα ποιήματα που έτυχε να γραφτούν από το 2010 μέχρι σήμερα.

* Φωτογραφία από εσωτερικό σπιτιού της Nέας Ορλεάνης, όταν πια αποσύρθηκαν τα νερά μετά τις πλημμύρες του μεγάλου τυφώνα (κάτω).

* Τα «Τέσσερα κουαρτέτα» του Ελιοτ.

Τέλος, ένα δάνειο από άλλο μουσείο:

Η Φεύγουσα Κόρη από το Αρχαιολογικό Μουσείο Ελευσίνας