Ο Μαρκ έκλεινε τα πέντε, εγώ τα δεκατέσσερα. Ο Μαρκ ήταν ένα κατάξανθο Εγγλεζάκι με φακίδες, εγώ ο τυπικός μεσογειακός μελαχρινός. Βρισκόμουν φιλοξενούμενος στο σπίτι του Μαρκ στο Μπρόαντστερς του Κεντ και αποτελούσα τρόπον τινά δυσνόητο αντικείμενο μελέτης για τον μπόμπιρα. Με περιεργαζόταν από το πρωί έως το βράδυ, λες και ήμουν κάποιο κτίριο Μπάουχαους κι έπρεπε να εξασφαλίσει για την εμβριθή παρατήρησή του την καλύτερη οπτική γωνία. Μέρες και νύχτες μελέτης τον όπλισαν εντέλει με κουράγιο ώστε να με ρωτήσει ένα πρωινό: «Πες μου, Πίτερ. Υπάρχουν πολλοί μαύροι άνθρωποι στην Ελλάδα;». «Οχι πολλοί, Μαρκ», απάντησα, «σίγουρα λιγότεροι από όσοι υπάρχουν στην Αγγλία». «Α, μόνο εσύ», συμπέρανε ο Μαρκ. Μια άλλη φορά που για κάποιο λόγο τον είχα εκνευρίσει, ήθελε να με προσβάλει, αλλά δεν ήταν βέβαιος με τι ακριβώς προσβάλλονται οι μαύροι άνθρωποι στην Ελλάδα. «Πες μου, Πίτερ», κατέληξε, «γιατί τα άλογα κούρσας στην Ελλάδα είναι τόσο κοκαλιάρικα;». Η Ελλάδα στα μάτια του Μαρκ ήταν μια χώρα με μαύρους ανθρώπους που ασχολούνται με τα άλογα κούρσας –και με το κρίκετ, αναμφίβολα. Η Ελλάδα ήταν μια Αγγλία που είχε πάρει φως στην εμφάνιση.

Εχω ταξιδέψει σε αρκετές χώρες και μολονότι δεν θα ισχυριζόμουν ότι είμαι κοσμογυρισμένος, όπως η φίλη μου συγγραφέας Λένα Διβάνη, εξακολουθώ να εντυπωσιάζομαι, ευτράπελα συνήθως, από την ιδέα που έχουν σχηματίσει οι ξένοι για τη σύγχρονη Ελλάδα, με την προϋπόθεση φυσικά ότι γνωρίζουν πως υφίσταται σύγχρονη. Εάν ψάξετε, λόγου χάριν, τίτλους στη ξένη βιβλιογραφία γκουγκλάροντας «Ιστορία των Ελλήνων», σας περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη: οι συντριπτικά περισσότεροι θεωρούν ως δεδομένο ότι η ιστορία της Ελλάδας λήγει στους ελληνιστικούς χρόνους. Η οικοδέσποινα στην Αβινιόν, κατά τη διάρκεια μιας μάζωξης με fingerfood για συγγραφείς από τα Βαλκάνια, μου είχε εξομολογηθεί με αληθινή απόγνωση: «Αχ, είστε τόσο τυχεροί εσείς στην Ελλάδα. Εμείς έχουμε αυτόν τον καταθλιπτικό καθολικισμό, ενώ εσείς μια θρησκεία τόσο συναρπαστική, το δωδεκάθεο…». Προς μεγάλη της απογοήτευση την πληροφόρησα πως κι εμείς πάει λίγος καιρός που έχουμε εκχριστιανιστεί.

«Με ποιες χώρες συνορεύει η Ελλάδα;». Ηταν η πρώτη φορά που πατούσα το πόδι μου στις Ηνωμένες Πολιτείες, το φθινόπωρο του 1997, κι έτυχε εκείνες τις μέρες να θέσει αυτό το ερώτημα ένα τοπικό τηλεοπτικό κανάλι στους περαστικούς της Νέας Υόρκης. Οι απαντήσεις ποίκιλαν σε βαθμό ασχετοσύνης (άλλοι τοποθετούσαν την Ελλάδα στη Μέση, άλλοι στην Απω Ανατολή, στην Ανατολή πάντως άπαντες), μα θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν πονηρούλη: «Είναι ερώτηση – παγίδα. Η Ελλάδα δεν συνορεύει με καμία χώρα. Η Ελλάδα είναι νησί». Η ίδια εντύπωση –αν όχι ένα νησί, μια κοινοπολιτεία νησιών –είναι ευρέως διαδεδομένη. Μια ολλανδή φίλη μου δι’ αλληλογραφίας, τα χρόνια προ Διαδικτύου, έμεινε με το στόμα ανοιχτό όταν την συνάντησα στο Αμστερνταμ και της αποκάλυψα πως, όχι, δεν διαθέτει κάθε Νεοέλληνας και από μια βενζινάκατο.

Το 2001, όταν η Ελλάδα ήταν η τιμώμενη χώρα στη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης, το «Spiegel» είχε κυκλοφορήσει με εξώφυλλο την κλασική γιαγιάκα με το τσεμπέρι πάνω στο γαϊδουράκι, ενώ ένας συμπαθέστατος Βερολινέζος, σε μία από τις παράλληλες εκδηλώσεις ανά τη γερμανική επικράτεια, μας ρώτησε αν στην Ελλάδα έχουμε ηλεκτρικό. Είναι αλήθεια πως πολλοί ξένοι ταυτίζουν την Ελλάδα με τον Ζορμπά –όχι τόσο με τον Ζορμπά του Καζαντζάκη, όσο με τον Ζορμπά του Κακογιάννη: τον Αντονι Κουίν να χορεύει συρτάκι… Η ματιά των ξένων είναι διαφορετική από τη δική μας, όχι όμως και λιγότερο επιδερμική.