Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, μπροστά σε δημοσιογράφους ή μπροστά στο κοινό, θυμόταν πάντα τη μέρα που, πηγαίνοντας με την οικογένειά του διακοπές, έστριψε το τιμόνι του αυτοκινήτου, μπήκε σε έναν παράδρομο, άλλαξε κατεύθυνση και γύρισε σπίτι. Εως τότε είχε εκδώσει αρκετά έργα, αλλά είχε έρθει η ώρα να γράψει το βιβλίο που έλαβε τον τίτλο «Εκατό Χρόνια Μοναξιά». Κλεισμένος σε ένα δωμάτιο, ήξερε πως οι οικονομίες του λιγόστευαν, η γυναίκα του δεν είχε τρόπο να πληρώσει τον χασάπη και τον μανάβη, τα φαγώσιμα δεν περίσσευαν για την οικογένεια, φίλοι και γείτονες πρόσφεραν κατά τις δυνάμεις τους. Δεκαοκτώ μήνες πέρασαν έτσι και ο συγγραφέας πήγε στο ταχυδρομείο να στείλει το χειρόγραφο στον εκδότη. Υποχρεώθηκε να το ταχυδρομήσει σε κομμάτια, δεν είχε χρήματα για όλο το πακέτο. Ούτε είχε στον νου του πως πριν από μερικές βδομάδες, τον Μάρτιο του 1967, είχε συμπληρώσει σαράντα χρόνια βίου. Αν ζούσε σήμερα, θα γιόρταζε τα ενενηκοστά γενέθλιά του. Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο «Γκάμπο» για τους οικείους και τους θαυμαστές, εγκατέλειψε ετούτον τον μάταιο κόσμο τον Απρίλιο του 2014.

Μια μυρουδιά ντουλαπιού κουζίνας

Θα γιόρταζε λοιπόν φέτος τα γενέθλιά του και τα πενήντα χρόνια από την πρώτη έκδοση του έργου του, που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1967. Δύσκολο να μετρήσει κανείς πόσες εκδόσεις των «Εκατό Χρόνων» έχουν γίνει στα ισπανικά και στις μικρές και μεγάλες γλώσσες του κόσμου. Η ταπεινή πρώτη έκδοση στην Editorial Sudamericana του Μπουένος Αϊρες, σε φτωχό χαρτί, που διατηρεί σήμερα μια μυρουδιά ντουλαπιού κουζίνας με ξεθυμασμένα μπαχαρικά, εξαντλήθηκε σε λιγότερο από τρεις μήνες. Εως τον Μάρτιο του 1973 είχαν γίνει 32 επανεκδόσεις, μήνα με τον μήνα συχνά. Με την απόσταση των χρόνων, που διευκολύνει την ψυχραιμία μιας συνοπτικής κρίσης για ένα τόσο πετυχημένο έργο, το οποίο βρήκε προδρόμους στις περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής του τέλους του 19ου αιώνα και στο πρώτο ήμισυ του 20ού, για ένα έργο όπου το αποτύπωμα της ισπανικής παρουσίας και επιβολής του λόγου και της τέχνης όρθωσε μνημεία απανθρωπιάς, απελευθερώσεων και καταπιέσεων, υπερηφάνειας και ταπείνωσης, τα «Εκατό Χρόνια Μοναξιά» είναι το αντίδωρο της Κολομβίας, πατρίδας του «Γκάμπο», στη μητέρα των καλών και των κακών, στην Ισπανία. Είναι το αντίδωρο στον «Δον Κιχώτη», καθώς το κουβάρι της οικογένειας Μπουενδία, ριζωμένης στο Μακόντο (σαν εντός βιβλιοθήκης έργων ιπποσύνης), δεν είναι άλλο από ένα διαρκώς διασωζόμενο πρόσωπο που βγαίνει στον κόσμο όπου θα χάσει, επειδή θα έχει κερδίσει. Το συναπάντημα του «Δον Κιχώτη» με τους Μπουενδία είναι πως ενώ ο «Αγέλαστος», ο «Ιππότης της Ελεεινής Μορφής» του Θερβάντες περιπλανιέται πλανόμενος, ένα ανθρωπομάνι ποδοβολάει γύρω του, περιγελώντας τον που πολεμάει ανεμόμυλους. Ο αλλοπαρμένος ιδαλγός από τη Μάντσα μοιάζει να καλπάζει πάνω στους ανθρώπινους ανεμόμυλους του Μακόντο με συνεργούς τους Μπουενδία προς δόξα της ζωής, μονίμως αειπάρθενης, ουδέποτε στερημένης. Ποια η απόδειξη; Το επώνυμο Μπουενδία είναι συντόμευση του χαιρετισμού «Καλή Μέρα» στα ισπανικά!

«Είμαι ο γαλατάς»

Είναι ίσως το δημοσιογραφικό λειτούργημα που δίδαξε στον «Γκάμπο» το μέτρο, την ανάγκη της συγκρατημένης καλλιέπειας, της λεκτικής ορμής εκεί όπου το θέμα το επιτρέπει, το διακριτικό ξεχείλωμα του επιχειρήματος ώστε να «καρφώνεται» στον νου ερεθιστικά. Η μανία του για την πολιτική, κοινωνική και ριζοσπαστική αρθρογραφία, την οποία υπηρέτησε επί δύο τουλάχιστον δεκαετίες επαγγελματικά, του εξασφάλιζε πενιχρό εισόδημα, αλλά τον έφερνε σε επαφή με σπουδαία γεγονότα και μεγάλες προσωπικότητες του καιρού, στις οποίες έμεινε πιστός, όσες παρασπονδίες και αν έβλεπε αργότερα. Η έξοδος από τέτοιο διαρκές σχολείο για να αφοσιωθεί στη συγγραφή, του πρόσφερε την ευκαιρία να απολογείται, λέγοντας περίπου πως ένιωθε δημοσιογράφος και όχι συγγραφέας. Μαρτυρίες επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές. Ενα παράδειγμα έδωσε προ καιρού, στη διάρκεια εκδήλωσης στη Μαδρίτη προς τιμήν του «Γκάμπο» δημοσιογράφου, ένας μάρτυρας, αναφέροντας την τρομάρα ενός γιατρού στις τρεις τη νύχτα, όταν ο «Γκάμπο» του τηλεφώνησε για να πληροφορηθεί σε πόσες ώρες ή μέρες θα πέθαινε ένα παιδί που το είχε δαγκώσει λυσσασμένος σκύλος. «Είμαι ο γαλατάς», πρόσθεσε ο «Γκάμπο», «και θέλω να ελέγξω τι έχω γράψει στο άρθρο μου. Για τον αστυνόμο δεν ξέρω».

Gabriel Garcia Marquez

Εκατό χρόνια μοναξιά

Μτφ: Κλαίτη Σωτηριάδου – Μπαράχας

Εκδ. Λιβάνης, 1983, Σελ. 387

Τιμή: 20 ευρώ

Η «Μαμά Γκράντε» Κάρμεν Μπαλσέλς

Μάντρωνε τα κοκόρια της λογοτεχνίας στην αυλή της

Είναι πιθανό πως η επιτυχία του «Γκάμπο» δεν θα είχε λάβει οικουμενικές διαστάσεις αν δεν τον είχε αναλάβει η Κάρμεν Μπαλσέλς, δημιουργός και κυβερνήτης του λογοτεχνικού πρακτορείου (agencia literaria), που έφερε το όνομά της και διατηρούσε γραφείο στην κεντρική λεωφόρο Διαγονάλ της Βαρκελώνης.

Η «Μαμά Γκράντε» για τον «Γκάμπο» και για αναρίθμητους ισπανόφωνους συγγραφείς, ανάμεσα στους οποίους έξι βραβεία Νομπέλ, είχε μιαν ηφαιστειώδη προσωπικότητα, που υποστήριζε το σωματικό της εκτόπισμα, λίγο πιο φαρδύ από την πολυθρόνα που το άντεχε. Καλοπροαίρετη, γελαζούμενη, κάθε χρόνο στη Μύκονο (τότε που το νησί δεν είχε επισκέπτες), της οποίας θαύμαζε το τοπίο και τη γαλήνη, ήταν το αφεντικό που με το καλάμι του μάντρωνε τα κοκόρια της λογοτεχνίας στην αυλή της και φρόντιζε να κακαρίζουν διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, δοκίμια, παμφλέτια. Οταν είχε όλα αυτά στα χέρια της, αναλάμβανε τον ρόλο του εξεταστή, τα σχολίαζε, μούτρωνε, γκρίνιαζε, τα χάιδευε, τα πρότεινε στους εκδότες και αλίμονο αν εκείνοι δεν τα πρόσεχαν όπως η ίδια είχε ορίσει. Δικαίως της είχε αναγνωριστεί ο ρόλος της μεγάλης «Μαμάς». Οσο για τα δικαιώματα των δημιουργών, η «Μαμά» ήταν Κέρβερος. Δεν απέφευγε τις προκαταβολές εξ ιδίων, όταν εκτιμούσε πως υπήρχε ανάγκη. Οι τοίχοι του γραφείου της ήταν «ταπιτσαρισμένοι» σχεδόν με φωτογραφίες των συγγραφέων της. Η τοποθέτηση μάλιστα φωτογραφίας νέου συγγραφέα ανάμεσα στις παλαιότερες ήταν απόδειξη πως η χορεία των εκλεκτών αυξανόταν.

Γεννημένη το 1930, ίδρυσε το λογοτεχνικό πρακτορείο της το 1956 και δεν έπαψε να το διαφεντεύει ώς τον θάνατό της το 2015. Θα πει κάποιος πως ανήκε ηλικιακά, για πολλούς λογοτέχνες, στη γενιά της λεγόμενης «λογοτεχνικής έκρηξης» στη Λατινική Αμερική την περίοδο από το 1960 ώς τα μέσα του 1980, πράγμα που τη διευκόλυνε στις σχέσεις της με τους συγγραφείς. Παρόλο που οι πολιτικές αποχρώσεις ήταν τότε σημαντικές και εκδηλώνονταν με πολλές αγριάδες, η Κάρμεν, μυαλό ανοιχτό, φιλελεύθερο, δεν τις άφηνε να την ενοχλούν. Την ενοχλούσαν όμως τα μεσημεριανά τηλεφωνήματα, όταν, καθισμένη στο γραφείο της, απολάμβανε το φρούτο της. Τη μέρα που ο «Γκάμπο», ο οποίος ζούσε το 1973 στη Βαρκελώνη, της τηλεφώνησε απορώντας γιατί δεν έβρεχε, ενώ εκείνος κρατούσε ομπρέλα, η «Μαμά» έκλεισε το τηλέφωνο έπειτα από πολλά λεπτά, όταν πρόσεξε πως το φρούτο της είχε αρχίσει να χάνει το χρώμα του και δεν είχε την πρόθεση να το πετάξει. «Θα φροντίσω να βρέξει», φώναξε, «μείνε εκεί που είσαι!».