Μία από τις πιο πρωτότυπες, γευστικές και έξυπνες δημιουργίες που έχω δοκιμάσει τα τελευταία χρόνια είναι η μαύρη ζύμη για πίτσα με στάχτη λαχανικών. Δημιουργία ενός πολύ ταλαντούχου μαγείρου, του Νίκου Σωτηρόπουλου. Η δοκιμή έγινε στο πλαίσιο παρουσίασης του preview menu για το εστιατόριο Nolita Corfu (Γκύλφορδ 71, παλιά πόλη της Κέρκυρας, τηλ. 26610-42810). Πέρα από το γευστικό, αφράτο και τραγανό συνάμα ζυμάρι, η πίτσα που είχε φλοίδες μαύρης τρούφας, μοτσαρέλα μπουφάλα, ρόκα και παρμεζάνα ήταν ένα όνειρο. Είναι ίσως η καλύτερη αρχή που θα μπορούσε να γίνει για το ιταλοκερκυραϊκό μενού που ακολούθησε.

Το ταρτάρ τόνου με πικάντικη κρέμα, πίκλες από αχλάδι και ζελέ λάιμ ερχόταν με τις άψογες γευστικές του ισορροπίες, την παλ γεύση και τις υγρές υφές του να ξεπλύνει και να υγράνει τον ουρανίσκο. Και δεν είναι το μόνο φίνο και γευστικό πιάτο που έχει δημιουργήσει ο Γιάννης Λιόκας, υπεύθυνος σεφ των εστιατορίων Nolita. Δοκίμασα μία φανταστική καρμπονάρα με σιουφιχτά, άψογα δεμένη σάλτσα και τραγανό νούμπουλο Κέρκυρας. Από πάνω είχε ένα αβγό τραγανό απ’ έξω (παναρισμένο και τηγανισμένο) με μελάτο κρόκο, ο οποίος χυνόταν στο πιάτο και δημιουργούσε την απόλυτη γευστική εμπειρία.

Η αματριτσιάνα (σάλτσα ντομάτα, καπνιστή παντσέτα, λευκό κρεμμύδι και πεπεροντσίνο) με πάστα κοχύλι και κρέμα από πεκορίνο ρομάνο ήταν ακόμη ένα πιάτο που με έφερε σε δίλημμα για το ποιο είναι το καλύτερο. Γενικά ο Γιάννης Λιόκας έχει εξαιρετικά υψηλό επίπεδο και κάνει σταθερά επαγγελματικά βήματα ανόδου ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με την πάστα. Από τις κερκυραϊκές συνταγές επιχείρησε και κατάφερε εν μέρει πολύ καλά να επανεφεύρει με δημιουργικό τρόπο το σοφρίτο και το μπουρδέτο.
Και το μενού κορυφώθηκε με τα γλυκά του αγαπημένου μου Διονύση Αλέρτα και μία τιραμισού με τουίλ φιστικί και παγωτό εσπρέσο που με έκανε ευτυχισμένο. Σέρβις άψογο. Τιμές από 40 έως 60 ευρώ.

Αυτά που ήταν για κλάματα, αλλά καταλήξαμε να γελάμε λόγω χαλαρής διάθεσης, ήταν τα πιάτα που δοκίμασα στο εστιατόριο Κουκούµαβλος στη Σαντορίνη (2286.023-807, Φηρά). Ειλικρινά, ήταν σαν παρωδία fine dining κουζίνας, η οποία είχε αποδράσει μέσα από βιντεοκασέτα του 1980, όπου οι πρωταγωνιστές χλεύαζαν νεογκουρμέ πιάτα με αταίριαστα υλικά.

Το πιο βασικό σε όλα τα πιάτα ήταν ότι τα υλικά όχι απλώς δεν είχαν ούτε κατά προσέγγιση τις σωστές ισορροπίες, αλλά δεν ήταν καν δεμένα μεταξύ τους. Ερριμμένα ατάκτως, το καθένα με τη γεύση του. Σαν να είχες παραγγείλει από διαφορετικά εστιατόρια. Το πιο αστείο από όλα ήταν τα noodles (mee pok flat, για την ακρίβεια) με κοκορέτσι, γάλα καρύδας, φράουλες, μαχλέπι, κάσιους και μους μαστίχας. Το κοκορέτσι καταπληκτικό. Τραγανό εντεράκι, ζουμερά εντόσθια, άψογο μαρινάρισμα. Τα noodles τα έβαζες στο στόμα και ήταν σαν να μασούσες μια λιπαρή λάσπη. Οι φράουλες, η μαστίχα και το μαχλέπι (από όπου παίρνει και το τσουρέκι το άρωμά του) θα μπορούσαν να είναι ένα τρίτο πιάτο. Ασύνδετο τελείως.

Δοκίμασα καταπληκτική φάβα Σαντορίνης, στην οποία όμως είχαν προστεθεί κομμάτια φράουλας και άλλα φρούτα του δάσους με απόλυτη αποτυχία. Από τα κυρίως, ο σολομός (Σολωμός τον έγραφε στο μενού, όπως ο Διονύσιος…) ήταν εξαιρετικά σωστά ψημένος αλλά του έλειπαν τα συνοδευτικά. Ενα εστιατόρια που δεν θα περάσω ξανά ούτε απ’ έξω. Τιμές 50 – 80 ευρώ το άτομο.