Η εικόνα είναι μαρκέ, που λένε. Σκαρφαλωμένη σε πανύψηλα τακούνια, μόνη στην ορχήστρα της Επιδαύρου, παραμιλάει. Κι έπειτα, δοκιμάζοντας μια ευαίσθητη ισορροπία, σέρνει τα τακούνια ώς το κοίλον και ανεβαίνει αργά προς το άνω διάζωμα («Πέρσες» του Εθνικού, κατά Ντίμιτερ Γκότσεφ, 2009).
Η Αμαλία Μουτούση (που και απόψε ερμηνεύει στην Επίδαυρο Ιφιγένεια «στη Χώρα των Ταύρων», στην παράσταση του ΚΘΒΕ και του Θωμά Μοσχόπουλου) τους τραβάει τους αφορισμούς και τις μεγαλοστομίες: «η σταρ των αντιστάρ», «η σημαντικότερη ηθοποιός της γενιάς της», «η ηθοποιός που είπε “όχι” στα εύκολα», «το μεγάλο ταλέντο». Οσο επιτηδευμένα ή επιτυχημένα παίζει τον ρόλο μιας ζωής «χαμηλού προφίλ», μπροστά και πίσω από τα φώτα. Αλλωστε, όπως και άλλες ηθοποιοί της γενιάς της –περίεργο, αλλά συμβαίνει μόνο σε πλάσματα της σκηνής γένους θηλυκού, στα χρόνια μας –έχει καταφέρει, ανεξαρτήτως ουσίας, ανεξαρτήτως μανιέρας, να αναδυθεί σε τοτέμ του εγχώριου θεάτρου. Και τα τοτέμ μένουν ανέγγιχτα.
Ετσι και η ίδια. Σέρνει πάνω σε πανύψηλα τακούνια μύθο προσωπικό και θεατρικό. Και κανείς δεν τολμά να πατήσει την –σερνάμενη –ουρά του νυφικού από τον γάμο της με τον έξυπνα παιγμένο ρόλο της αντιστάρ, με (συχνά προκατασκευασμένες) προδιαγραφές και εχέγγυα σταρ. Οπως εκείνη δεν πάτησε την ουρά του χιτώνα της Κλυταιμνήστρας – Μελίνας Μερκούρη, που κρατούσε ως μέλος του Χορού στην «Ορέστεια» κατά Κάρολο Κουν, στον πρώτο πρώτο ρόλο της.
Αλλωστε έχει συνδέσει τη ζωή της με ονόματα που έσυραν δικό τους μύθο: Νόνικα Γαληνέα (η μητέρα της), Λευτέρης Βογιατζής (ο μέντοράς της και στον ύστατο μολιερικό «Αμφιτρύωνά» του στην Επίδαυρο), Αλέκος Αλεξανδράκης (ο πατριός της), Κάρολος Κουν (ο δάσκαλός της στη σχολή), Μιχαήλ Μαρμαρινός (ο πρώην συνεργάτης και σύζυγός της –πριν από τον δημοσιογράφο Μάκη Μηλάτο τού Στο Κόκκινο FM), Νίκος Μουτούσης (ο νευρολόγος πατέρας της), Ντορέτα Καραϊωσηφόγλου (η αριστοκράτισσα γιαγιά της, σύζυγος και του εφοπλιστή και τραπεζίτη Στρατή Ανδρεάδη), Πέτρος Γαληνέας (ο παππούς της, διευθυντής των Μύλων Αγίου Γεωργίου) και, και… Κουβαλάει όμως και τον μύθο του απλού κοριτσιού από τη «γειτονίτσα» Κολωνάκι, όπου γεννήθηκε το 1961, και από το μαιευτήριο Αλεξάνδρα κατέληξε σε θαλασσί δωμάτιο, με θαλασσί ρουχαλάκια, διότι οι γονείς της περίμεναν αγόρι. Του κοριτσιού με την αλογοουρά που πότιζε τα γεράνια στο γωνιακό μπαλκόνι τής οδού Καρνεάδου και ονειρευόταν να γίνει ακροβάτισσα, ισορροπίστρια ή ιππέας. Και αναδιπλώθηκε σε δεκάδες ρόλους, εισέπραξε αμέτρητα χειροκροτήματα, είδε το όνομά της στη λίστα Λαγκάρντ και, τελευταία, έφτασε να συμμετέχει στο Διοικητικό Συμβούλιο του Εθνικού Θεάτρου.
Το κορίτσι με την αλογοουρά, με την αυστηρή σταρ μάνα, η οποία ήθελε «να ζοριζόμαστε για να μη γίνουμε κακομαθημένα και οκνηρά πλουσιοκόριτσα» (εννοώντας την αδελφή της, επίσης ηθοποιό και με τηλεοπτικές εμπειρίες, Αριέττα Μουτούση και τη δίδυμη της τελευταίας Αλεξία), η Αμαλία που ένιωσε για πρώτη φορά τον Θεό, στα εννιά της, κοιτώντας το φεγγάρι από τη βίλα τής οικογένειας στο Καβούρι, έχει πια την πολυτέλεια να μιλάει ακόμη και για αποτυχίες που «όταν επαναπαύομαι, έρχονται όλες καταπάνω μου». Να μισεί τη βιασύνη. Να θεωρεί τον καθρέφτη την «καλύτερη άσκηση για το βλέμμα». Να πιστεύει ότι «ηθοποιός είναι να ξεπερνάς κάθε μέρα τη δειλία σου».
Οσο κι αν πολλοί ή η ίδια θέλουν να πιστεύουν ότι δεν πάτησε στις δάφνες της σταρ μάνας για να ανελιχθεί, με τη Νόνικα Γαληνέα πρωτοσυνέπραξε στο θέατρο Κάππα, το 1983, στη «Βεντάλια της λαίδης Γουίντερμιρ» του Οσκαρ Ουάιλντ για να μοιραστεί το ίδιο καμαρίνι: «Εκείνη με έβαφε, με χτένιζε. Εγώ δεν ήξερα ούτε τα υποτυπώδη». Δεκαπέντε χρόνια μετά και αφού η Αντζελα Μπρούσκου την είχε συστήσει στο Ριάλτο στον Μιχαήλ Μαρμαρινό, στη δική του «Ηλέκτρα» συνέπραξαν στην Επίδαυρο (Αύγουστος 1998). Οπως τον Ιούνιο του 2003 βρέθηκαν μαζί στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Γιάννη Κόκκου, να παίζουν στα αγγλικά τα μονόπρακτα «Η πιο δυνατή» του Αύγουστου Στρίντμπεργκ και «Αυτό που δεν ειπώθηκε» του Τενεσί Ουίλιαμς.
Με τον Μαρμαρινό, στη δεκαετία του ’90, ύστερα από μια ελάχιστη στάση στο σίριαλ της ΕΡΤ «Υπόληψη», έπαιξε με τα όρια και τους κώδικες του σώματός της, χειροκροτήθηκε, γοήτευσε, κρίθηκε και μεγεθύνθηκε σε διαστάσεις τοτέμ της σκηνής. Προτού, ώς το 2004, ανάμεσα σε ρόλους και αποθεώσεις, γίνει σημαντικός μοχλός μιας καλλιτεχνικής παρέας που πρωτοστάτησε και στις τελετές των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, τον Γιώργο Κουμεντάκη κ.ά.
Και καθώς από την Οφηλία στον σαιξπηρικό «Αμλετ» περνούσε –μόλις το 2014 –στη Γερτρούδη, ωριμάζοντας χειροκροτούμενη, ως τοτέμ της σκηνής, σάρωνε λίγους κινηματογραφικούς και πολλούς θεατρικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους, όπως η «Μήδεια» (σε σκηνοθεσία Αντώνη Αντύπα, στην Επίδαυρο, το 2011) ώς το ορμητικό για τα ελληνικά θεατρικά πράγματα «Καθαροί πια» της Σάρα Κέιν, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή. Την ώρα που ξεπετιόταν ως μοντέλο «που θέλει να γίνει πρωταγωνίστρια» και η 23χρονη σήμερα ανιψιά της –από την Αλεξία –Νόνικα Τσαπέλα.
Η Αμαλία Μουτούση, με προσοχή περισσή, εξασκεί τη δημόσια ταπεινοφροσύνη. «Από τα πιο σπουδαία πράγματα που έχω καταφέρει είναι μερικά βήματα προόδου σε σχέση με τον εαυτό μου» έχει δηλώσει. Με την ίδια ανεπιτήδευτη, ενώπιον του κοινού «της», απλότητα με την οποία θα εξέφερε έναν επιδαύριο κομμό ή την αιχμή ότι βαρβαρότητα είναι «ένα τζιπ με σκούρα τζάμια παρκαρισμένο στη ράμπα των αναπήρων». Πάντα με εντυπωσιακή ισορροπία πάνω σε πανύψηλα τακούνια.

Είπε

Βλέπω τους Nεοέλληνες σαν μια βάρβαρη φυλή (χρησιμοποιώντας τη λέξη με την αρχαιοελληνική έννοια, όπου βάρβαρος είναι ο μη της παιδείας των Ελλήνων μετέχων)

Είπαν γι’ αυτήν

Ποια θα ήταν η πιο δυστυχισμένη στιγμή μου; Αν, ο μη γένοιτο, η Αμαλία δεν ήταν καλή

ΝΟΝΙΚΑ ΓΑΛΗΝΕΑ στο «ΒΗΜΑ»

Vidcast: Face2Face