οτι η κυβέρνηση είχε αρχίσει να φαλτσάρει προσπαθώντας να δημιουργήσει –προεκλογικό –σκηνικό εξόδου από την κρίση ήταν χωριό που φαινόταν… Οτι δεν διδάχθηκε από το φιάσκο φαίνεται από την ευκολία και την πονηρία της επιχείρησης «ρίξτε τα όλα στον Τσίπρα» –λες και ο Τσίπρας παίρνει τις αποφάσεις ή διαβεβαίωνε ότι η Ελλάδα είναι πλέον σε θέση να δανείζεται. Αλλά αυτή είναι η μία πλευρά του γκραν γκινιόλ των ημερών.

Η άλλη αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ. Εκεί από το ένα αφτί μπήκαν –αν μπήκαν –και από το άλλο βγήκαν όσα συνέβησαν την τελευταία εβδομάδα. Νομίζουν ότι αυτός που υπέστη βλάβη είναι η κυβέρνηση και όχι η χώρα –με ευθύνη της κυβέρνησης φυσικά. Αυτό δεν είναι καλό σημάδι και για κόμμα που ενδέχεται να κυβερνήσει σε μερικούς μήνες.

Και όμως, οι δηλώσεις της κομπανίας Λαγκάρντ – Σόιμπλε (με κοινό παρονομαστή ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της χρηματοδοτικά), η εκτίναξη των σπρεντ που τις επικύρωσαν και οι ποικίλες διεθνείς αναλύσεις για «την επιπολαιότητα» της Αθήνας είναι ευκαιρία περαιτέρω ωρίμασης για τον Αλέξη Τσίπα. Αν μη τι άλλο, τον διευκολύνουν να επιβάλει και εσωκομματικά την πολιτική που θα τον καταστήσει αξιόπιστο συνομιλητή στον διεθνή χώρο –αν έλθει η ώρα του.

Εχει κάθε λόγο να αισθάνεται ότι βρίσκεται στο κατώφλι της εξουσίας, παρατηρώντας τα δημοσκοπικά ευρήματα και τη βενιζέλεια κυβερνητική νευρικότητα. Αλλά βρίσκεται αλλού, αν θεωρεί ότι εφόσον πάρει την κυβέρνηση δεν θα έχει τα ίδια ακριβώς προβλήματα σε ό,τι αφορά τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, τις σχέσεις με τους δανειστές – εταίρους και, πρωτίστως, με την πλοήγηση στο αφρισμένο πέλαγος της παγκοσμιοποιημένης χρηματοοικονομικής πραγματικότητας. Ενδέχεται μάλιστα να τα βρει μπροστά του προτού καν αναλάβει την κυβέρνηση –αν δεν τα βρίσκει ήδη.

Ο μόνος τρόπος να μη στραπατσαριστεί, ρίχνοντας και τη χώρα στα βράχια, είναι να διδαχθεί από το πάθημα Σαμαρά, όχι να το πανηγυρίζει. Με άλλα λόγια, να κατανοήσει τη φράση του Τ.Σ. Ελιοτ: «Δεν είναι φρόνιμο να παραβαίνεις κανόνες ώσπου να μάθεις πώς να τους τηρείς».