αρά τις διεθνείς βραβεύσεις και τον ντόρο άλλων ελληνικών ταινιών, η «Μικρά Αγγλία» ήταν μία από τις πιο αναμενόμενες στιγμές της χρονιάς που φεύγει. Λογικό: Η υπογραφή του Παντελή Βούλγαρη θεωρείται σταθερός πόλος έλξης, το μέγεθος της παραγωγής είχε «ακουστεί», ενώ το σενάριο της Ιωάννας Καρυστιάνη βασιζόταν στο ομότιτλο –και πετυχημένο –βιβλίο της. Η «Μικρά Αγγλία» εκδόθηκε το 1997, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, ξεπέρασε τα 100.000 αντίτυπα σε πωλήσεις και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες.

Η δε πρόταση για την κινηματογράφηση της 12ης ταινίας του Παντελή Βούλγαρη έγινε στον σκηνοθέτη από Ανδριώτες που υποστήριξαν την παραγωγή: ολόκληρο το νησί κινητοποιήθηκε! Και μάλλον μπορεί πλέον να καμαρώνει για το σουξέ: στο πρώτο τετραήμερο κυκλοφορίας της στους κινηματογράφους η ταινία του Παντελή Βούλγαρη συγκέντρωσε πανελλαδικά πάνω από 60.000 εισιτήρια, σε πάνω από 100 αίθουσες ανά την επικράτεια. Καμαρώνουν όμως και οι συντελεστές, όπως η πρωταγωνίστρια Σοφία Κόκκαλη η οποία μιλώντας στα «ΝΕΑ» είπε: «Μόνο χαρά νιώθω. Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, είναι μια δουλειά για την οποία κοπιάσαμε πολλοί άνθρωποι, την αγαπήσαμε, την υπερασπιστήκαμε, βάλαμε όλη μας την όρεξη και τώρα ήρθε η ώρα να τη μοιραστούμε με τον κόσμο. Οσο για την επιτυχία της, θεωρώ ότι ακόμη και αν η ταινία παρουσιάζει μια άλλη εποχή, οι ανάγκες, οι επιθυμίες, η καταπίεση και τα όνειρα των ανθρώπων της δεν είναι καθόλου μακρινά απ’ τα δικά μας».

Προερχόμενος από τα στούντιο του Φίνου στα οποία εργάστηκε σκληρά και πρωταγωνιστής του λεγόμενου Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου (η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Το προξενιό της Αννας» παραμένει από τις κορυφαίες στιγμές τόσο του «ρεύματος» όσο και του ίδιου του σκηνοθέτη της), ο Βούλγαρης έδειχνε σχεδόν πάντα να βρίσκεται ανάμεσα σε δύο πόλους, προσπαθώντας άλλες φορές να γεφυρώσει αυτό το χάσμα και άλλες, πάλι, να σταθεί στη μία ή στην άλλη πλευρά. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι το «Happy day» και το «Ψυχή βαθιά» γυρίστηκαν από τον ίδιο άνθρωπο. Θα μου πείτε, αυτά τα δύο φιλμ τα χωρίζουν δεκαετίες και από τις «Νύφες» –με χολιγουντιανή ενίσχυση στην παραγωγή –του 2004 ο σκηνοθέτης είχε δείξει αποφασισμένος να μεγαλώσει όσο γίνεται τον κινηματογραφικό του καμβά (είχε προηγηθεί η κάπως μεγαλεπήβολη προσπάθεια του «Ακροπόλ» με τον Λευτέρη Βογιατζή αλλά και εκείνη η ταινία σήμερα μπορεί να μοιάζει «μικρή»). Στις «Νύφες» βέβαια υπήρχε το όνομα του Μάρτιν Σκορσέζε στην επίβλεψη παραγωγής, αλλά και μια διάχυτη αμηχανία στον χειρισμό ενός ετερόκλητου καστ που περιελάμβανε τον (επιτυχημένο πλέον λόγω της δημοφιλούς αμερικανικής τηλεοπτικής σειράς «Homeland» που έχει πολλούς φίλους και στην Ελλάδα) Ντάμιεν Λιούις, τη Βικτώρια Χριστοδουλίδου, τον Στίβεν Μπέρκοφ και τον Δημήτρη Καταλειφό. Η απόπειρα δε της ταινίας του για τα χρόνια του Εμφυλίου «Ψυχή βαθιά» το 2009 είχε μουδιάσει ακόμη περισσότερο κάποιους θαυμαστές τού τόσο ξεχωριστού του ύφους με τις πολυδιαφημισμένες πολεμικές σεκάνς και την «πολιτική της συμφιλίωσης διά της τέχνης των θυτών και των θυμάτων».

Ολα αυτά όμως ξεχνιούνται παρακολουθώντας τη «Μικρά Αγγλία» και το κοινό δείχνει να συμφωνεί. Ξανά το τερέν είναι ιστορικό. «Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να χτίσεις και να ωριμάσεις με προσοχή έναν χαρακτήρα μέσα στη διάρκεια των σχεδόν 20 χρόνων –βήμα βήμα φτιάξαμε κάτι ολοκληρωμένο και ελπίζω συνεπές», υπογραμμίζει η πρωταγωνίστρια Σοφία Κόκκαλη. Ξανά το μέγεθος της παραγωγής είναι δυσθεώρητο για εγχώριο φιλμ. «Νομίζω πως η αγάπη που όλοι βάλαμε στη δημιουργία της ταινίας περνά και στον κόσμο, αν και δεν είμαι ο πλέον αρμόδιος να μιλήσω», λέει ο νέος πρωταγωνιστής Ανδρέας Κωνσταντίνου. «Αλλά είναι η αλήθεια πως όλοι βουτήξαμε στο σύμπαν της ταινίας, κι εγώ και οι συμπρωταγωνίστριές μου, αλλά και ολόκληρο το συνεργείο. Πραγματικά ζούσαμε και αναπνέαμε γι’ αυτό το φιλμ και κάθε ένας που εργάστηκε σε αυτό, το έκανε με πολύ μεράκι. Είναι επίσης και μια ελληνική ταινία μεγάλου μεγέθους που μπορείς να εκτιμήσεις στο σύνολό της, πράγμα, φοβάμαι, κάπως σπάνιο σήμερα».

Το πιο σημαντικό στοιχείο ίσως σε σχέση με τις άλλες «μεγάλες» ταινίες του σκηνοθέτη είναι ότι εδώ οι ρυθμοί λειτουργούν διαφορετικά. Κουβαλούν όλη εκείνη τη γνώριμη μελαγχολία που έκαναν τις ταινίες τού Βούλγαρη τόσο ξεχωριστές. Είναι η μελαγχολία «κράχτης» εμπορικός; Οταν είναι ειλικρινής, ναι, μπορεί και να είναι.

Δεν είναι τυχαίο ότι και το μπεστ σέλερ της Ιωάννας Καρυστιάνη αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το γυναικείο κοινό, που είναι και πιο ένθερμος υποστηρικτής, από στόμα σε στόμα, της «Μικράς Αγγλίας» στη μεγάλη οθόνη. Είναι και το στόρι που γοητεύει περισσότερο γυναίκες: η 20χρονη Ορσα (Πηνελόπη Τσιλίκα) είναι μυστικά ερωτευμένη με τον υποπλοίαρχο Σπύρο Μαλταμπέ (Ανδρέας Κωνσταντίνου). Η μικρότερη αδελφή της Μόσχα (Σοφία Κόκκαλη) θέλει να αποδράσει από τη μοίρα των γυναικών του νησιού –της Ανδρου –να παντρεύονται ναυτικούς που λείπουν ή θαλασσοπνίγονται. Η μητέρα τους Μίνα (Αννέζα Παπαδοπούλου), σύζυγος καπετάνιου, παρακάμπτοντας τα αισθήματα των κοριτσιών τις παντρεύει με γνώμονα το συμφέρον. Την Ορσα με τον πλοιοκτήτη Νίκο Βατοκούζη (Μάξιμος Μουμούρης) και τη Μόσχα με τον καπετάνιο πλέον Σπύρο, ναρκοθετώντας το σπιτικό της οικογένειας.