Μα τι το επικίνδυνο λοιπόν υπάρχει στο γεγονός ότι οι άνθρωποι μιλάνε κι ότι ο λόγος τους καρποφορεί ασταμάτητα; Πού βρίσκεται ο κίνδυνος;

Μισέλ Φουκό, «Η τάξη του λόγου»

Κάποιος σας απευθύνει τον λόγο. Σας λέει κάτι. Κι εσείς τον πιστεύετε. Στη συνέχεια, το αναπαράγετε σε άλλους. Ή, αν δεν πιστεύετε αυτόν, αναγνωρίζετε την αλήθεια σε κάτι που θα σας πει ο επόμενος. Αυτή η κοινότοπη και προφανής διάδραση μεταξύ των ανθρώπων είναι ο συνηθέστερος τρόπος απόκτησης γνώσης. Σχεδόν ποτέ η γνώση για τα πράγματα δεν φθάνει σε μας αδιαμεσολάβητη. Ο γιατρός προσδιορίζει την ασθένεια. Ο φιλόλογος τη γραμματική. Ο φυσικός τη χημική σύσταση του νερού. Και πριν από όλα οι γονείς τούς βασικούς κανόνες λειτουργίας του κόσμου. Η διαμεσολάβηση της γνώσης γίνεται μέσω των λέξεων και του λόγου. Η εξάρτησή μας από τους άλλους είναι ολοκληρωτική. Γι’ αυτό οι ανθρώπινες κοινωνίες έχουν αναπτύξει αυτό που αποκαλούμε επιστημικό καταμερισμό εργασίας: η γνώση συλλέγεται συλλογικά ανά επιστημονικό πεδίο και όλοι, για να μάθουμε τι ισχύει, πρέπει αναπόφευκτα να δείχνουμε εμπιστοσύνη σε τρίτους.

Σε ό,τι αφορά την κοινωνική και πολιτειακή ζωή, ωστόσο, για να μάθουμε τι ισχύει καταφεύγουμε στους θεσμούς. Αυτοί είναι που γεννούν το νόημα των πραγμάτων και υποδεικνύουν τον ορθό τρόπο συμπεριφοράς. Αυτοί είναι που αίρουν το πέπλο της ριζικής αβεβαιότητας στο οποίο βρισκόμαστε και εγκαθιδρύουν μικρές βεβαιότητες από τις οποίες μπορούμε να πιαστούμε και να διαγάγουμε τη ζωή μας. Αυτό κάνουν η Βουλή όταν νομοθετεί, ο αρχηγός κράτους όταν δίνει μια υπόσχεση, το δικαστήριο όταν τελεσιδικεί. Χωρίς τους θεσμούς και τη γενεσιουργό τους νοηματική δύναμη θα ζούσαμε για πάντα σε μια εύθραυστη πραγματικότητα.

Οι θεσμοί όμως, άυλες και αφηρημένες οντότητες, παίρνουν σάρκα και φωνή από τους ανθρώπους που τους στελεχώνουν. Βουλευτές, αρχηγοί κομμάτων, πρόεδροι και μέλη θεσμικών σωμάτων δεν μιλούν εξ ιδίων στις δημόσιες εμφανίσεις τους αλλά στο όνομα του θεσμού που εκπροσωπούν. Γι’ αυτό όταν ο πρωθυπουργός ενός κράτους ανακοινώνει, για παράδειγμα, μια μισθολογική αύξηση μέσα από το Κοινοβούλιο, η δήλωσή του αυτή ενέχει θέση αλήθειας και έχει εφαρμοστική ισχύ, ενώ όταν ο ίδιος την ανακοινώνει στην παρέα του δεν συνιστά απολύτως τίποτα.

Τι συμβαίνει όμως όταν οι άνθρωποι εκείνοι που εκπροσωπούν τους θεσμούς δεν παίρνουν τον ρόλο τους στα σοβαρά και επιδίδονται σε λαθεμένες δηλώσεις και αντιφατικές συμπεριφορές; Σε πιο παλιές και ώριμες δημοκρατίες από την ελληνική οι λόγοι των δημόσιων και πολιτικών προσώπων ελέγχονται με μεγάλη αυστηρότητα και διαψεύδονται ή επαληθεύονται πρωτίστως από τους δημοσιογράφους και εν συνεχεία από τους πολίτες. Το λάθος, η κακή συμπεριφορά, η αντίφαση, ο εμπαιγμός και γενικότερα ό,τι δεν εγκαθιδρύει βεβαιότητα, παρά διαιωνίζει την αβεβαιότητα, πληρώνονται ακριβά τόσο εκλογικά όσο και ηθικά.

Στην Ελλάδα αντίθετα, οι λόγοι και οι λέξεις δεν αναγνωρίζονται να έχουν ούτε αληθή ούτε δεσμευτική ισχύ. Γι’ αυτό, όταν μια βουλευτής της αξιωματικής αντιπολίτευσης υπόσχεται από το βήμα της Βουλής ότι το κόμμα της θα απαγορεύσει τις απολύσεις στον ιδιωτικό τομέα, κανείς δεν αντιδρά και δεν την εγκαλεί στην τάξη. Γι’ αυτό όταν ετέρα βουλευτής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, λουσμένη σε λεκτικά δημοκρατικά φετίχ, κατονομάζει ανθρώπους ως επίορκους, κατηγορεί την Αστυνομία ότι διαπράττει εσχάτη προδοσία (sic) και ζητά να επέμβει εισαγγελέας, όλοι γελούν και περιορίζονται σε ένα περιπαικτικό, υποτιμητικό σχόλιο για την ψυχική και κοινωνική της συγκρότηση. Γι’ αυτό όταν ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ζητά να πάρει τον λόγο στη Βουλή μετά τον Πρωθυπουργό στη συζήτηση για την πρόταση μομφής κανείς δεν τον κατηγορεί ότι δεν παίρνει στα σοβαρά τη δημοκρατική διαδικασία που ο ίδιος επικαλέστηκε, παρά η στάση του αντιμετωπίζεται σαν άκακος θεατρινισμός. Γι’ αυτό, τέλος, ο Πρωθυπουργός δεν δίνει την πρέπουσα σοβαρότητα στην εξαγγελία παροχής δωρεάν ασύρματου Ιντερνετ, παρά την ανακοινώνει ως απάντηση σε μια άσχετη ερώτηση που του γίνεται κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής συνέντευξης. Και μπορεί ο δημοσιογράφος να του υπενθυμίζει προς στιγμήν τη θεσμική βαρύτητα του λόγου του («πρέπει να το κάνετε τώρα που το είπατε»), αλλά η γενικότερη τάση στη συζήτηση που ακολούθησε ήταν να μην πάρει κανείς τη δήλωση του Πρωθυπουργού ιδιαιτέρως στα σοβαρά.

Η γνωστική αυτονομία που επιδεικνύουν οι πολίτες απέναντι στον αλλοπρόσαλλο λόγο των θεσμών και η άρνηση να τους δείξουν εμπιστοσύνη είναι καλές και χρήσιμες στον βαθμό που υποδηλώνουν ότι η «κοινή λογική» μπορεί ακόμα να αναγνωρίσει το γελοίο. Επειδή όμως οι δημοκρατίες και οι κοινωνίες χτίζονται μόνο πάνω σε βεβαιότητες, οφείλουμε να απαιτήσουμε την κυριολεξία που μας αντιστοιχεί. Ποτέ δεν την είχαμε μεγαλύτερη ανάγκη.

Η Χαριτίνη Καρακωστάκη είναι πολιτικός επιστήμων, υπ. διδάκτωρ Κοινωνιολογίας στο EHESS (Paris)