Η κρίση δεν είναι έργο της Μεταπολίτευσης. Είναι έργο των κομμάτων της Μεταπολίτευσης. Οι δημοκρατικοί θεσμοί που εισήγαγε το Σύνταγμα του 1975 λειτούργησαν πολύ ομαλά χάρη στη δουλειά και στην ευσυνειδησία πολιτικών, δημοσίων υπαλλήλων, δικαστών, πανεπιστημιακών και φυσικά του εκλογικού σώματος, και η χώρα δεν έζησε συνταγματικές κρίσεις σαν και αυτές που έζησε τη μεταπολεμική περίοδο. Η επιτυχία του Συντάγματος βρίσκει έκφραση και στη δημοφιλία των δύο τελευταίων Προέδρων της Δημοκρατίας, Κ. Στεφανόπουλου και Κ. Παπούλια, δύο πολιτικών που εργάστηκαν με σύνεση και σοβαρότητα στην πολιτική ζωή και σήμερα συμβολίζουν το δημοκρατικό πολίτευμά μας.
Και όμως τα δύο μεγάλα κόμματα είναι χώροι που σε αυτό το σταθερό περιβάλλον ομαλότητας και ευημερίας εξέθρεψαν τη διαφθορά, διέλυσαν την κρατική μηχανή, διασπάθισαν το δημόσιο χρήμα και σήμερα βρίσκονται απαξιωμένα και καταχρεωμένα –χρωστώντας μαζί το απίστευτο ποσό των 230 εκατομμυρίων ευρώ σε δημόσιες και ιδιωτικές τράπεζες που κρατούν το κλειδί της επιβίωσής τους. Τουλάχιστον ας μην τους κατηγορήσουμε ότι έδειξαν διαφορετική ικανότητα στη διαχείριση των προβλημάτων της χώρας από αυτήν που έδειξαν για τη διαχείριση των δικών τους.

Το ευρωπαϊκό μέλλον της χώρας απαιτεί νέα κόμματα που από κοινού θα σπάσουν το απόστημα της διαφθοράς, θα μιλήσουν με αξιοπιστία στους χαμένους της κρίσης και θα εκπροσωπήσουν επαρκώς τη χώρα μας στη διεθνή σκηνή. Μόνον έτσι ο έλληνας ψηφοφόρος θα αποκτήσει πραγματική δυνατότητα να γυρίσει την πλάτη στους υπευθύνους της κρίσης, χωρίς να παραδώσει τα κλειδιά της χώρας σε αλλοπρόσαλλους δημαγωγούς.

Κλειδί για την πολιτική ανανέωση είναι σήμερα η φιλοευρωπαϊκή Κεντροαριστερά ή, όπως προτιμώ να ονομάζω τον χώρο στον οποίον θεωρώ ότι ανήκω, το προοδευτικό Κέντρο. Αυτός είναι ο πλειοψηφικός πολιτικός χώρος που σήμερα δεν εκπροσωπείται ούτε από το ΠαΣοΚ, του οποίου η φθορά είναι και δικαιολογημένη και αμείλικτη, ούτε και από τη ΔΗΜΑΡ, που δεν έχει τα μέσα να αρθρώσει πραγματικό μεταρρυθμιστικό λόγο. Ο χώρος μας είναι κοινοβουλευτικά άστεγος και διασπασμένος σε πλήθος οργανώσεων, κινήσεων, κοινοτήτων και φορέων. Κάποια από αυτά είναι προσωποπαγή και χαλαρά δημιουργήματα παλαιών πολιτικών. Αλλα είναι δημιουργήματα που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο βρίσκονται ανησυχητικά κοντά στο ΠαΣοΚ. Αλλα είναι καλύτερα ή χειρότερα οργανωμένοι φορείς νέων στην πολιτική ανθρώπων που τους ενώνουν ισχυρές πολιτικές πεποιθήσεις και η διάθεση ανατροπής. Ενεργός είναι και ο συναινετικός ρόλος κομμάτων όπως της Δράσης και της Φιλελεύθερης Συμμαχίας, που και τα δύο προτείνουν μια σύνθεση στην οποία δεν θα είναι κυρίαρχα. Σημαντικό ρόλο εδώ, πιστεύω, θα παίξουν και γνωστές προσωπικότητες που εμπνέουν σεβασμό σε όλους.
Πώς θα δουλέψουν μαζί τα διαφορετικά σχήματα και οργανώσεις; Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι ηγεσίες τους πρέπει να βάλουν εγωισμούς στην άκρη και να τα βρουν μεταξύ τους. Πιστεύω ότι αυτό είναι λάθος. Κάτι τέτοιο δεν θα οδηγούσε σε βιώσιμο νέο κόμμα. Η πραγματική ένωση των δυνάμεων αυτών δεν περνά από τη συνεννόηση των ηγεσιών, αλλά από την αναμέτρησή τους.
Είτε ως φορείς εύλογων προσωπικών φιλοδοξιών είτε ως φορείς ιδεολογικών επιδιώξεων, οι ομάδες και οργανώσεις αυτές έχουν το δικό τους ιδιαίτερο και δημιουργικό στίγμα. Το ενωτικό κόμμα πρέπει να είναι ενιαίο και με ισχυρή ηγεσία, χωρίς όμως να εξαφανίσει αυτές τις ιδιαιτερότητες. Πρέπει να τις κάνει να δουλέψουν αρμονικά. Πώς θα γίνει αυτό;

Η λύση για το προοδευτικό Κέντρο είναι να στηθεί ένα πραγματικό μικρό Κοινοβούλιο. Στο ιδρυτικό αυτό Κοινοβούλιο θα εκπροσωπηθούν όλες οι διαφορετικές απόψεις και θα τεθούν κάτω από την εξαντλητική βάσανο της δημόσιας κριτικής. Οποιος θέλει να δοκιμαστεί ως πρόεδρος του νέου κόμματος θα προταθεί εκεί, θα αγωνιστεί δημοσίως να μας πείσει για τις σωστές ιδέες του, το κατάλληλο του χαρακτήρα του, το πειστικό του βιογραφικού του. Θα ακούσει όμως και την αντίθετη άποψη των πιθανών επικριτών του. Το σώμα αυτό τελικά θα επιλέξει το όνομα, τον αρχηγό, το καταστατικό και τις κεντρικές θέσεις του νέου κόμματος. Η διαδικασία αυτή θα δέσει τις κινήσεις χωρίς να τις συνθλίψει.

Ομάδες και προσωπικότητες πρέπει να συμφωνήσουν μόνο σε δύο πράγματα: στη σύνθεση του σώματος, αλλά και στις διαδικασίες με τις οποίες θα ληφθούν οι αποφάσεις του. Η σύνθεση πρέπει να είναι γενικά αντιπροσωπευτική, αλλά δεν μπορεί να βασίζεται σε εκλογή. Δεν υπάρχει ακόμη εκλογικό σώμα, δηλαδή τα μέλη που θα εκλέξουν τα όργανα. Αρα η σύνθεση του ιδρυτικού σώματος θα πρέπει να βασιστεί στην επιλογή ικανού αριθμού ανεξάρτητων και αυτεξούσιων προσώπων, που οι ομάδες κατ’ αρχήν εμπιστεύονται. Τα πρόσωπα αυτά θα είναι κατά μία έννοια πληρεξούσιοι του χώρου μας, όχι ακριβώς αντιπρόσωποι. Αφού κλείσουν τη σύνθεση και τη διαδικασία, τότε ομάδες και προσωπικότητες θα μπορούσαν να ξεκινήσουν έναν κανονικό προεκλογικό αγώνα για να πείσουν τους ιδρυτικούς συνέδρους για την ορθότητα των ιδεών τους.
Για να μην απογοητευτούν οι όποιοι χαμένοι της διαδικασίας, το βουλευτικό αυτό σώμα θα πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει μέσα στη δομή του νέου κόμματος. Πολύ καλύτερα από τις «συνιστώσες», μια εσωτερική Βουλή θα διατηρήσει στη δημοσιότητα τις ιδιαιτερότητες των ομάδων και θα βοηθήσει τις ζυμώσεις για νέες ιδέες και προτάσεις. Με τον τρόπο αυτόν θα εξασφαλίσει τη διαρκή λογοδοσία της ηγεσίας, αλλά και τη φρεσκάδα των ιδεών του.
Δεν είναι εύκολο να φτάσουμε στο ιδρυτικό αυτό συνέδριο. Αλλά αν οι προοδευτικές δυνάμεις θέλουν να παίξουν ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας, θα πρέπει να δώσουν ένα θαυμάσιο παράδειγμα συλλογικής και ανιδιοτελούς οργάνωσης.
Το νέο κόμμα θα το φτιάξει η εμπιστοσύνη, όχι η ομοφωνία. Για να πετύχουν οι διαφορετικές κινήσεις και οργανώσεις πρέπει να αναμετρηθούν με δημοκρατικό και ήπιο τρόπο μεταξύ τους. Δεν πρέπει να ξεχάσουν τις ξεχωριστές τους απόψεις, αλλά πρέπει να κερδίσουν ο ένας την πολιτική φιλία του άλλου διεξάγoντας από κοινού έναν δίκαιο αγώνα.

* Ο Π. Ελευθεριάδης διδάσκει Φιλοσοφία του Δικαίου και Συνταγματικό Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης