«Καθόμουνα στου Λέντζου και έπινα καφέ / Και βλέπω έναν τύπο μαζί με σένανε/ Και σκύβω το κεφάλι να μη με δεις εσύ / Θολώνει το μυαλό μου και σκίζεται η γη / …/ Τριγύρω κουβεντιάζανε για τα πολιτικά / Και πώς ο Μαύρος σούταρε δοκάρι την μπαλιά / Κι εγώ ο μαύρος τώρα δα βλέπω πως μια στιγμή / Να σβήσει η ζωή μου ήτανε αρκετή / Τ’ Αγίου Βαλεντίνου, αχ πίκρα και καημέ / Καθόμουνα στου Λέντζου και έπινα καφέ».
Οι στίχοι του Μανώλη Ρασούλη συμπυκνώνουν την ιστορία της θρυλικής καφετέριας του Λέντζου, η οποία κατέβασε οριστικά τα ρολά στις 15 Φεβρουαρίου.
Οι φήμες λένε ότι έκλεισε λόγω κρίσης και χρεών. Δεν μπορέσαμε να το διασταυρώσουμε, το σίγουρο πάντως είναι ότι τα μαγαζιά αυτού του τύπου γερνάνε μαζί με τα γκαρσόνια και τους φανατικούς θαμώνες. Και κάποια ημέρα ο κύκλος της ζωής τους κλείνει, αφού εν τω μεταξύ άλλα στέκια, πιο νεανικά, γεννιούνται στη γειτονιά.
Γέννημα θρέμμα Παγκρατιώτης, ο Γιώργος Διακουμέας, πενηντάρης σήμερα, ήταν ένας από τους τελευταίους σταθερούς θαμώνες του Λέντζου βασικά για λόγους συναισθηματικούς: «Εδώ και πολλά χρόνια δεν είχε γίνει καμιά ανακαίνιση στο μαγαζί ώστε να προσελκύσει νεολαία, εμείς οι παλιοί όμως είμαστε όλοι εκεί». Σήμερα υπάρχουν πλέον πολλά στέκια, πριν από μερικές δεκαετίες όμως στο Παγκράτι έπινες καφέ στο ιστορικό «Ελλάς» της πλατείας Πλαστήρα, στο «Σάριβαλ» της Υμηττού δίπλα στο σινεμά Παλάς και βασικά στου Λέντζου.
Η φήμη του πάντως είχε περάσει τα σύνορα της ευρύτερης περιοχής από τις πρώτες κιόλας ημέρες της λειτουργίας του. Στην αρχή ήταν ένα μικρό μαγαζί που έψηνε καφέδες στη χόβολη. Αλλά από το 1964 που μετακόμισε διαγωνίως απέναντι, στην οδό Ευτυχίδου με θέα το Αλσος Παγκρατίου, έγινε ζαχαροπλαστείο πολυτελείας. Οι παλιοί πελάτες ακόμα θυμούνται τη νουγκατίνα, τη σοκολατίνα και τα παγωτά κασάτο και παρφέ, αλλά και το καλύτερο ραβανί της Αθήνας. Πασίγνωστο όμως έγινε το μαγαζί για τον φραπέ, ο οποίος αξιολογήθηκε από τους φραπεδολάτρεις της εποχής ως ο καλύτερος της επικράτειας, τουλάχιστον της επικράτειας του νεσκαφέ. Ηταν πράγματι; Αγνωστο. Αμα σου βγει το όνομα, όμως, σου μένει για πάντα.
Φραπές «µε καπέλο»
Από τις 5 η ώρα το πρωί που άνοιγε μέχρι τις 2-3 τα χαράματα της επομένης φτιαχνόντουσαν εκατοντάδες καφέδες, για τους αστυνομικούς και τους οδηγούς των νοσοκομειακών του ΕΚΑΒ που πέρναγαν πρωί πρωί και αργότερα για τους μαθητές που έκαναν κοπάνα, για τους ερωτευμένους και τους φίλαθλους ανεξαρτήτως ηλικίας. «Την περίοδο της δόξας του δεν έβρισκες καρέκλα να καθήσεις, κάποιοι φανατικοί μάλιστα συνεχίζαμε να καθόμαστε απ’έξω τα βράδια όταν έκλεινε» θυμάται ο Γιώργος Διακουμέας.
Ο Λέντζος, λοιπόν, έγινε πιο διάσημος για τον φραπέ του ακόμα και από τον εφευρέτη του εθνικού μας ροφήματος. Ο Δημήτρης Βακόνδιος τον εφηύρε το 1957, ο Λέντζος όμως θα έκανε τη διαφορά δημιουργώντας ταυτόχρονα τον μύθο του μαγαζιού του. Ο δικός του φραπές ήταν ένας παγωμένος πολύ δυνατός καφές με πλούσια γεύση που θύμιζε τιραμισού. Ο αφρός του ήταν τόσο πυκνός που κοβόταν με το μαχαίρι. Αλλοι έλεγαν ότι τον έφτιαχνε με μπέικινγκ πάουντερ και κρέμα γάλακτος και άλλοι με μαρέγκα. Πολλά ειπώθηκαν για τη μυστική συνταγή του, την οποία όμως ο Χρήστος Λέντζος –αν και ρωτήθηκε πολλές φορές –ουδέποτε αποκάλυψε. Εχει πει όμως ότι τον έφτιαχνε μόνο με ζάχαρη και καφέ και ότι το μυστικό του κρυβόταν στο χτύπημα και στη δοσολογία την οποία πέτυχε ύστερα από πολλά πειράματα.
Μάλιστα, όταν σε άλλες καφετέριες η χονδρική συσκευασία των 2,5 κιλών επαρκεί μέχρι και για 1.200 δόσεις, ο Λέντζος με την ίδια ποσότητα έφτιαχνε λιγότερους από 400 καφέδες. Σκέτο δεν σέρβιρε ποτέ, γιατί ο αφρός θέλει ζάχαρη για να γίνει. Ετοίμαζε από πριν ένα γλυκό μείγμα έριχνε μια ποσότητα στο μπλέντερ μαζί με νερό και στον μέτριο –που λεγόταν «με καπέλο» –πρόσθετε μια κουταλιά καφέ από πάνω για να μειώσει τη γλύκα.
Το 1982 ο φραπές του Λέντζου έγινε στίχος του Ρασούλη, ο Χρήστος Νικολόπουλος έγραψε τη μουσική και ο Δημήτρης Κοντογιάννης τραγούδησε το τραγούδι: «Ο Λέντζος ήταν το στέκι μας. Κάθε απόγευμα συναντιόμασταν εκεί γιατί μας βόλευε η θέση του. Οι πελάτες ήταν διαφόρων ηλικιών και μιλούσαν για ποδόσφαιρο και πολιτικά. Ο Μανώλης έμενε τότε στο Μετς κι ερχόταν ανελλιπώς. Ενα βράδυ, του Αγίου Βαλεντίνου, του συνέβη αυτό ακριβώς που περιγράφει και έγραψε το τραγούδι», σχολιάζει ο γνωστός λαϊκός ερμηνευτής, ο οποίος εδώ και 35 χρόνια ζει στο Παγκράτι.
Στου Λέντζου εξάλλου διαδραματίζεται και το διήγημα «Στη δίνη του καύσωνος» από τις «Νέες αθηναϊκές ιστορίες» του Χρήστου Βακαλόπουλου που κυκλοφόρησε το 1989 από τις εκδόσεις Πατάκη. Μπορεί λοιπόν η καφετέρια να μην υπάρχει πια, θα ζει όμως στη γευστική μνήμη των πελατών της και για πάντα στις σελίδες της λογοτεχνίας και της λαϊκής μας μουσικής.