Ενα βιβλίο της Σοφίας Νικολαΐδου δεν μπορείς να το προσπεράσεις αδιάφορα. Σου τραβούν την προσοχή τα σημαντικά ζητήματα που φαίνεται να θέτει και το νεανικά σφριγηλό, καρφωτό, γεμάτο λέξεις-δυναμίτες και μετωνυμίες σαν κεραυνούς ύφος της –ύφος σοφιστικέ και ψαγμένης τσαούσας, που ίσως και να σε παρασύρει πότε πότε να νομίζεις πως διαβάζεις περισσότερα απ’ όσα θέλει να πει. Ενα σχεδόν πάγιο μοτίβο της είναι η νοσηρότητα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, που το γνωρίζει εκ των ένδον, αλλά είναι η μόνη συγγραφέας-εκπαιδευτικός μας που μπορεί να μιλήσει γι’ αυτό το θέμα χωρίς το καταθλιπτικά βαρύγδουπο και στυφό ύφος άλλων. Μια εξίσου προσφιλής μυθοπλαστική τακτική της είναι να δημιουργεί γενεαλογικές συνδέσεις και να κάνει αντιπαραβολές ανάμεσα στο παρόν και το ιστορικό παρελθόν της χώρας.

Τα ξαναβρίσκουμε όλα αυτά στο καινούργιο μυθιστόρημά της. Οπως ξαναβρίσκουμε μερικούς από τους χαρακτήρες του προηγούμενού της, του εξαιρετικού «Απόψε δεν έχουμε φίλους» (2010). Με πρώτο και καλύτερο τον Μαρίνο Σουκιούρογλου, τον χαρισματικό, αντισυμβατικό, ασυμβίβαστο, από την άλλη όμως στεγνό και αρνησίχαρο φιλόλογο, που έπειτα από σύγκρουση με τον καθηγητή του κι επόπτη της διδακτορικής διατριβής του αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την πανεπιστημιακή καριέρα, για να γίνει δάσκαλος στη Μέση Εκπαίδευση. Εδώ, ο Σουκιούρογλου αναθέτει σ’ έναν μαθητή του, τον Μηνά Γεωργίου, ένα παιδί προικισμένο, αλλά ακαλούπωτο («απροσάρμοστο»), που έχει αποφασίσει να μη δώσει εξετάσεις για το πανεπιστήμιο, να εκπονήσει μια εργασία για την υπόθεση Πολκ («υπόθεση Τάλας» στο μυθιστόρημα, όπου είναι παραλλαγμένα τα ονόματα των πραγματικών προσώπων), αφού μελετήσει τις διαθέσιμες πηγές και αξιολογήσει τις διάφορες εκδοχές.

Επιλογή προκλητική, τόσο για τον νεαρό Μηνά όσο και για εμάς τους αναγνώστες. Πόσο μπορεί να κεντρίσει το ενδιαφέρον ενός σημερινού δεκαοκτάρη μια σκοτεινή δολοφονία στα παρασκήνια του Εμφυλίου, που το νήμα της χάνεται μέσα στις κανιβαλικές ίντριγκες της εποχής; Ε, η Νικολαΐδου ενθουσιάζεται με τέτοιες προκλήσεις. Μήπως και στο «Απόψε δεν έχουμε φίλους» ο Σουκιούρογλου δεν είχε επιφορτιστεί από τον δικό του καθηγητή, τον Αστερίου, ν’ ασχοληθεί με το γεμάτο αγκάθια και ανοιχτές εκκρεμότητες ζήτημα του δωσιλογισμού στη Θεσσαλονίκη;

Γύρω από αυτή την κεντρική σύλληψη η Νικολαΐδου οργανώνει μια διελκυστίνδα ανάμεσα στο τώρα και το τότε, δίνοντας τον λόγο από τη μια στον Μηνά, που μιλάει για τον εαυτό του και τον περίγυρό του, από την άλλη σε διάφορα πρόσωπα που ενεπλάκησαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην «υπόθεση Τάλας», ενώ η ίδια η συγγραφέας υποδύεται ενδιάμεσα κάτι σαν τον ρόλο του χορού σε αρχαία τραγωδία, επιγράφοντας τις σχετικές ενότητες «Οι άλλοι κρίνουν». Σ’ αυτή την τριμερή δομή, το προβληματικό στοιχείο είναι οι δίκην μαρτυρίας πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις των χαρακτήρων που έζησαν άμεσα τη συγκεκριμένη ιστορία. Οχι μόνον επειδή το τέχνασμα αυτό έχει χρησιμοποιηθεί μέχρις αηδίας στην ελληνική λογοτεχνία, όχι μόνον επειδή οι γυναικείες, ειδικά, «μαρτυρίες» αποκτούν συχνά χαρακτήρα οικοκυρικής πολυλογίας, αλλά προπαντός επειδή, στην οικονομία του μυθιστορήματος, η οπτική τους φαίνεται να επιβάλλεται στην έρευνα του νεαρού Μηνά, ακυρώνοντας έτσι την ένταση που θα περίμενε κανείς ανάμεσα στους, εκ των πραγμάτων, διαφορετικούς τρόπους υποδοχής αυτής της ιστορίας από ανθρώπους που τους χωρίζουν δύο γενιές κι έχουν πολύ διαφορετικές πολιτισμικές προσλαμβάνουσες.

Αυτή η απίσχνανση της αφήγησης αναπληρώνεται, ώς έναν βαθμό, από τη διάσταση που προκύπτει ανάμεσα στον Σουκιούρογλου και τον μαθητή του, όταν ο τελευταίος παρουσιάζει τελικά την εργασία του. Ο Σουκιούρογλου περιμένει μια ξεκάθαρη ερμηνεία, θέλει τη μία και μοναδική αλήθεια, ενώ ο Μηνάς υποστηρίζει ότι η περιγραφή των δεδομένων είναι και αυτή μια ερμηνεία, εννοώντας ότι στην προκειμένη περίπτωση αλληλοσυγκρουόμενες αλήθειες και σκοπιμότητες οδήγησαν στη θυσία ενός αθώου, του δημοσιογράφου Στακτόπουλου (εδώ «Γκρη»). Αντί, δηλαδή, γι’ απόδοση δικαιοσύνης είχαμε ετερονομία, μια σειρά ενεργειών που έφεραν, ως «παράπλευρη απώλεια», ένα ορισμένο αποτέλεσμα στοχεύοντας σε άλλα.

Το συμπέρασμα αυτό μοιάζει να είναι ένα πλάγιο σχόλιο για όσα συμβαίνουν σήμερα στην Ελλάδα, καθώς μάλιστα το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται με υπόκρουση την παρούσα κρίση, που στις σελίδες του έχει ήδη αρχίσει. Αυτή δεν είναι όμως η μόνη πλευρά του που αντιστοιχίζει το χθες με το σήμερα. Ασχέτως κρίσης, ή μάλλον ως συναίτιο της κρίσης, η δικαιοσύνη παρέμενε και παραμένει γενικά στα αζήτητα για το ελληνικό σύστημα, φαίνεται να μας λέει η Νικολαΐδου. Αρχίζοντας από την εγκύκλια παιδεία, που καταπνίγει την ανεξάρτητη σκέψη, αποβάλλει τους άξιους, ανάγει τη γνώση σε πειθήνια παπαγαλία, την επιστημονική ανέλιξη σε ζήτημα συναλλαγών και υποταγής στην «αυθεντία» του ακαδημαϊκού κατεστημένου, και φτάνοντας στη γενικευμένη διαφθορά, στον αγχώδη κομφορμισμό (π.χ. της μητέρας του Μηνά, που θέλει την άνευ όρων απόκτηση του «χαρτιού» από τον γιο της) και στη μιζέρια των παραιτημένων συνειδήσεων (όπως του Ντινόπουλου, συνήγορου του Γκρη, αλλά και του πατέρα του Μηνά, μεγαλοδημοσιογράφου και αριστερού μόνο στα λόγια).

Αναρωτιέμαι, παρ’ όλα αυτά, αν σωστά διακρίνω κάποια αμηχανία ή αμφιταλάντευση της συγγραφέως μπροστά στο θέμα της. Από τη μια η ηθική και το αίτημα για καθολική δικαιοσύνη, από την άλλη μια υπερπληθώρα ανισοβαρών προσωπικών αληθειών, που δεν οδηγείται σε σύνθεση, σου αφήνει την αίσθηση μεταμοντέρνου σχετικισμού και μοιάζει να παραλύει την έρευνα του Μηνά. Ο οποίος Μηνάς αλλάζει στάση στην πορεία της εργασίας του, αποφασίζει τελικά να δώσει Πανελλαδικές και κλείνει ειρήνη, διά της οδού του έρωτα, με τον θηλυκό αντίποδά του και αντίπαλό του στο σχολείο, τη σπασίκλα, «στοχοπροσηλωμένη» Εβελίνα, εγγονή του Ντινόπουλου. Συμφιλίωση των αντιθέτων, υποταγή κι ενσωμάτωση του Μηνά στο σύστημα, παραδοχή από αυτόν ότι η μάθηση είναι σημαντικότερη από το περιεχόμενό της ή μήπως υπαινιγμός ότι ο έρωτας και η δύναμη που δίνει αποτελούν τη μόνη ελπίδα σ’ ένα κλίμα απόλυτης παρακμής;

Η συμπάθεια της Νικολαΐδου, και ίσως αυτό είναι ένα κλειδί για το μυθιστόρημα, φαίνεται να κλίνει προς τη μορφή της γιαγιάς του Μηνά, της Ευθαλίας (νεανικής, κρυφής αγάπης του Ντινόπουλου), μιας φιλολόγου «της παλιάς σχολής», θεληματικής αλλά και στωικής, ανοιχτόμυαλης αλλά και με σταθερές αρχές, η οποία θα έλεγε κανείς ότι ενσαρκώνει τη σοφία του κοινού νου.

Αν πάντως αυτή η σοφία, και μαζί της το μήνυμα του μυθιστορήματος, εξαντλούνται σ’ εκείνο στο οποίο παραπέμπει ο τίτλος του, δηλαδή στην παροιμία «Χορεύουν οι ελέφαντες, την πληρώνουν τα μυρμήγκια», εγώ τουλάχιστον θα περίμενα κάτι περισσότερο.