«Το ότι ένας ασθενής πάσχει από καρκίνο δεν σημαίνει και ότι πρέπει να φάει μια σφαίρα στο κεφάλι. Αυτό θα πρέπει να το καταλάβει η Ευρωπαϊκή Ενωση σε σχέση με την Ελλάδα…». Ακούγοντας αυτά τα λόγια στο τηλέφωνο, σκέφτεται κανείς πως το κίνημα των Νέων Φιλοσόφων μπορεί να γέρασε, ο Πασκάλ Μπρικνέρ όμως, εξέχον μέλος τους κάποτε, καλά κρατεί. Στα 64 του διατηρεί το σπινθηροβόλο πνεύμα, την αιχμηρή γλώσσα και την κριτική ματιά του στη σημερινή πραγματικότητα, και με αυτές τις αποσκευές έρχεται στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου. Στο μεταξύ μίλησε στα «ΝΕΑ» για τα μεγάλα ζητήματα των ημερών και φυσικά για τον έρωτα, «που πρέπει με κάθε τίμημα να διατηρήσει την αμφισημία του».

Μοιάζει οξύμωρο, αλλά ο προτεστάντης Μπρικνέρ πέρασε όλα του τα μαθητικά χρόνια σε ένα περιβάλλον θρησκευτικό με δασκάλους ιησουίτες σε ένα από τα λεγόμενα «ελεύθερα» γαλλικά σχολεία. «Δεν είμαι πιστός», λέει σήμερα, «και έχω καταγγείλει τις παρεκκλίσεις του καθολικισμού σχολιάζοντας τις δυτικές κοινωνίες λ.χ. στον «Πειρασμό της αθωότητας» ή στην «Τυραννία της μεταμέλειας» (Εκδ. Αστάρτη), δεν μου αρέσει όμως ο διάχυτος αντικληρικαλισμός που βλέπω. Στο κάτω κάτω, οι δημοκρατικές αξίες της συμπόνιας, της ισότητας, της δικαιοσύνης είναι θεμελιώδεις στη διδασκαλία του Ευαγγελίου…».

Γι’ αυτά και για άλλα παρόμοια ο γάλλος διανοούμενος μοιάζει συχνά αντιφατικός. Δεν δίστασε να υποστηρίξει την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ το 2003 και τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία μεταξύ 1992-1999, ενώ καταδίκασε τα βασανιστήρια στο Αμπου Γκράιμπ και στο Γκουαντάναμο. Ειδικεύθηκε επιστημονικά στα προβλήματα του Τρίτου Κόσμου, στάθηκε δίπλα στους «παρίες» το 1985 με το μυθιστόρημά του «Γενέθλια γη» (Λιβάνης), προβάλλει όμως ενστάσεις στα οικολογικά προτάγματα που φρενάρουν τις αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις. Υποστήριξε τον Σαρκοζί το 2007 στον β’ γύρο των προεδρικών εκλογών και σήμερα στηρίζει τον Ολάντ. Καταδίκασε την επιρροή που ασκούσε ο μαρξισμός στην ιντελιγκέντσια κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 και σήμερα ζητά μια «έξυπνη Αριστερά», που «να κατεβεί προς την εργατική τάξη και τους μετανάστες».

Τα σχολιάζει αυτά στα παρεμβατικά δοκίμιά του και είναι από τους λίγους συγγραφείς που καλλιεργεί αυτό το είδος παράλληλα και εξίσου συστηματικά με τη λογοτεχνία. Εγινε δημοφιλής το 1981 με το μυθιστόρημα «Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα», που έγινε ταινία από τον Ρομάν Πολάνσκι, και δύο χρόνια αργότερα γράφει το δοκίμιο «Ο λυγμός του λευκού ανθρώπου» για την υποκρισία των «πολιτισμένων» φιλάνθρωπων απέναντι στους «βαρβάρους». Συνολικά έγραψε εννέα μυθιστορήματα με τελευταίο τον «Μικρό μου σύζυγο» (2007) και έπειτα αφοσιώθηκε στα κείμενα πολεμικής. Αλλά τώρα, επιστρέφει ξανά στο μυθιστόρημα με το «Σπίτι των αγγέλων» που θα κυκλοφορήσει σε δύο μήνες (Εκδ. Grasset). Θέμα του οι άστεγοι του Παρισιού. Ή, όπως το θέτει ο ίδιος, «εκείνοι που απορρίφθηκαν από τον καπιταλισμό». Είναι ένα μυθιστόρημα που αποτυπώνει τις αγωνίες τους, εστιάζοντας στο κέντρο της σημερινής Γαλλίας, η οποία κατά τον συγγραφέα βρίσκεται σε δεινή θέση –κάτι που ανατρέπει, λέει, την ισορροπία δυνάμεων στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

«Εάν η ΕΕ καταρρεύσει οικονομικά, θα καταρρεύσει και βιολογικά», τονίζει στα «ΝΕΑ». «Και τότε θα βιώσουμε τη μεγαλύτερη καταστροφή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και αυτό παρότι στην ουσία της η Ευρώπη θα παραμένει μια εύπορη ήπειρος…». Κατά τον Μπρικνέρ, λοιπόν, η κατάσταση είναι «εξαιρετικά κρίσιμη καθώς διακυβεύεται όχι απλώς μια οικονομική χρεοκοπία της Ευρωπαϊκής Ενωσης αλλά μια χρεοκοπία και φιλοσοφική και πολιτική». Η ΕΕ, όπως λέει στα «ΝΕΑ», του θυμίζει τα σπίτια που είδε στην Ασία να τα ροκανίζουν από μέσα οι τερμίτες. «Είναι ένας γίγαντας με πήλινα πόδια». Με ανάλογες εικόνες εκτυλίσσεται και η συνέντευξή του.