Η αθεράπευτη αγάπη των Βρετανών για τα ελληνικά νησιά, η λογοτεχνική τους νησομανία, εκδηλώνεται με ακόμη ένα αγγλικό μυθιστόρημα, το «Sκios» του Μάικλ Φρέιν, που μόλις κυκλοφόρησε με φόντο δράσης ένα μικρό φανταστικό ελληνικό νησί, και μπήκε στη λίστα των δώδεκα υποψηφίων για το μεγάλο βρετανικό βραβείο Μπούκερ.

Η λέξη Islomania δηλώνει τη φανατική αγάπη για τα νησιά. Ο ορισμός αποτυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Λόρενς Ντάρελ στο βιβλίο του «Στοχασμοί για μια Αφροδίτη» και στη «Σπηλιά του Πρόσπερου», αλλά η νησιωτική λατρεία έχει βαθιά προϊστορία που φτάνει στην «Ατλαντίδα» του Πλάτωνα, στη Δήλο, στην Αιολία, στην ακροβόρεια Θούλη των μύθων, στην «Ουτοπία» του Τόμας Μουρ.

«Νησομανείς» υπήρξαν πολλοί αγγλόφωνοι συγγραφείς. Ο Χέρμαν Μέλβιλ με το βιβλίο του «Typee» πρώτος έγραψε μια ιστορία βαλμένη στον Ειρηνικό. Ακολούθησαν ο Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, ο Ιούλιος Βερν, ο Αλντους Χάξλεϊ, ο Τζακ Λόντον, ο Τζόζεφ Κόνραντ. Η επιστημονική φαντασία αξιοποίησε στο έπακρο τα νησιά, προσδίδοντάς τους δυστοπικές και φανταστικές διαστάσεις, καθιστώντας τα μεταφορικούς τόπους της κοινωνίας, της εξορίας, της αποξένωσης, της απόδρασης. Ο «Χαμένος κόσμος» του Αρθουρ Κόναν Ντόιλ εντόπισε μια φανταστική νησιωτική επικράτεια, ενώ ο Ροβινσών Κρούσος του Ντάνιελ Ντεφόε γίνεται ο πιο αναγνωρίσιμος ναυαγός της αγγλικής λογοτεχνίας, αναδεικνύοντας το νησί ως τόπο δοκιμασίας.

Κανείς δεν φεύγει αλώβητος από ένα νησί. Ο Γουίλιαμ Γκόλντινγκ στο κλασικό βρετανικό μυθιστόρημα «Ο άρχοντας των μυγών» έδειξε ότι ακόμη και σε μια παιδική παρέα το περιβάλλον ενός αποξενωμένου νησιού απελευθερώνει κρυμμένα ανακλαστικά βίαιης συμπεριφοράς.

Πουθενά όμως στον κόσμο δεν υπάρχει τέτοια τάση ελληνικής νησομανίας όσο στη Βρετανία. Θες που είναι ένα τεράστιο νησί με απωθημένο ηπείρου, θες που αναζητά τη δική του νησιωτική υπόσταση, οι αναζητήσεις των Βρετανών ήταν και λογοτεχνικές και πραγματικές; Οι αποικιοκρατικές επεκτάσεις έφεραν ταξίδια, μυήσεις, νέους κόσμους. Τα νησιά ήταν μια σκάλα, ένα ενδιάμεσο λιμάνι, που εξέφραζε την επιθυμία του άγνωστου.

Στο μυθιστόρημα του Φρέιν θα βρει κανείς μια βίλα με το όνομα «Εμπεδοκλής» (!) σκαρφαλωμένη σε ένα λόφο, και αυτό είναι το κλείσιμο ματιού του συγγραφέα προς τους αναγνώστες του. Διότι το «Sκios» αρχίζει ως κωμωδία ατέλειωτων παρεξηγήσεων, όπου μπερδεύονται δυο βαλίτσες, δυο βρετανικά διαβατήρια, δυο έλληνες ταξιτζήδες που ακούνε στα ονόματα Σταύρος και Σπύρος, ένας διανοούμενος, ένας απατεώνας, ένα ίδρυμα πολιτισμού, μια πλούσια χήρα με ελαφρό παρελθόν κ.ά. Αλλά τελικά σαρκάζει τους εγωκεντρικούς δημόσιους διανοούμενους, τους συγγραφείς που κυνηγούν υποτροφίες για να γράψουν το λογοτεχνικό έργο τους, τους πάμπλουτους, πομπώδεις και ουσιαστικά ακαλλιέργητους χορηγούς πολιτιστικών δραστηριοτήτων κ.ο.κ. Είναι μια φάρσα της παλαιάς σχολής, η οποία εξελίσσεται σε ανελέητη σάτιρα των κρατικοδίαιτων αργόμισθων κουλτουριάρηδων και καταγγέλλει τον οπορτουνισμό στην κουλτούρα!