

Θανάσης Νιάρχος: Αν και έχετε ζήσει και συνεχίζετε να ζείτε, κυρία Σκούταρη, μια τρομακτική περιπέτεια, δεν παρατηρεί κανείς στην εν γένει συμπεριφορά σας ούτε καν ίχνη αυτής της περιπέτειάς σας. Είναι κάτι που σας διέκρινε ανέκαθεν ή είναι κάτι που έχει κατακτηθεί;
Αρτεμις Σκούταρη: Δεν υπήρξα ποτέ ασθενής με τον τρόπο που εσείς το εννοείτε. Ετσι γεννήθηκα ή, μάλλον, αρρώστησα όταν ήμουν δύο χρονών. Επομένως, η πολιομυελίτιδα από την οποία πάσχω από την ηλικία αυτή δεν υπήρξε για μένα ποτέ ασθένεια. Είναι ο τρόπος που υπάρχω, που είμαι. Το μόνο σοβαρό πρόβλημα που αντιμετώπισα είναι όταν έσπασα κάποτε το καλό μου πόδι. Η σχέση που έχω με τον γιατρό μου είναι η σχέση που είχα πάντοτε με όλους τους ορθοπεδικούς γιατρούς μου. Ακριβώς όπως η σχέση που έχουν οι άλλες γυναίκες με τον γυναικολόγο τους. Για να πω όμως την αλήθεια, δεν θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου ασθενή.
Θ.Ν. Υπαινιχθήκατε ήδη την ιδιαίτερη σχέση ενός ασθενούς με τον γιατρό του. Αυτή η σχέση, που είναι λογικό να την επιζητεί ο ασθενής, μπορεί να υπάρξει και από την πλευρά του γιατρού; Μπορεί ένας γιατρός να σηκώσει το «βάρος» μιας δουλειάς άκρως συγκινητικής, που όμως τον χρειάζεται απολύτως ψύχραιμο;
Α.Σ. Τον γιατρό σου τον κερδίζεις. Η σχέση μαζί του χτίζεται όπως συμβαίνει ακριβώς με μια φιλία. Ιδιαίτερη φιλία. Βέβαια, δεν μπορεί ποτέ να γίνεις με τον γιατρό σου τόσο φίλος όσο μ’ έναν άλλον, μη γιατρό φίλο σου για έναν και μόνο λόγο: Ο γιατρός σου γίνεται ο άνθρωπός σου, ο ψυχίατρός σου αλλά ταυτόχρονα είναι κι ο εχθρός σου. Σε φέρνει αντιμέτωπο με μια αλήθεια που θα ήθελες να μην την ξέρεις. Ομως, για να υπάρξει η σχέση αυτή δεν χρειάζεται να το προσπαθήσει μόνο ο ασθενής, πρέπει να το θέλει και ο γιατρός. Δεν έχω καταλάβει όμως ποτέ, όταν χωριζόμαστε από τον γιατρό μας, αν συνεχίζουμε να υπάρχουμε στη ζωή του. Και αυτή η ψυχραιμία που δείχνουν πολλές φορές οι γιατροί με κάνει ν’ αμφιβάλλω αν ξυπνάνε ποτέ μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα για να αναρωτηθούν «τι να γίνεται, πονάει, δεν πονάει αυτή την ώρα ο άρρωστος;».
Παναγιώτης Σουκάκος: Η κυρία Σκούταρη είναι από τους τελευταίους αρρώστους με πολιομυελίτιδα, γιατί από τότε που το εμβόλιο βρίσκεται στην καθημερινότητα και στην ιατρική πράξη έχουν πάψει να υπάρχουν τέτοιοι ασθενείς. Σε βαθμό μάλιστα που σε ακαδημαϊκό, πανεπιστημιακό επίπεδο δεν έχουμε να δείχνουμε στους φοιτητές και στους νεαρούς ειδικευόμενους αντίστοιχους ασθενείς. Οταν στην πρώτη κιόλας επίσκεψη της κ. Σκούταρη προσδιόρισα ποιο ήταν το πρόβλημά της (μια πολιομυελίτιδα αρκετά σοβαρής μορφής καθώς ισοδυναμεί με ατελή παραπληγία και εγκατεστημένη παραλυτική σκολίωση), ζύγισα σύμφωνα με την ιπποκράτεια αρχή, που είναι να μη βλάψεις έναν άνθρωπο στην προσπάθειά σου να τον βοηθήσεις, τι θα μπορούσε πια να γίνει. Τα πράγματα όμως δυστυχώς πήραν μια άλλη τροπή. Βαθιά γνώστρια του προβλήματός της η ίδια, ήξερε πολύ καλά ότι καθώς δεν μπορεί να βασίζεται στα κάτω άκρα όφειλε να γυμνάζει τα άνω άκρα. Στην προσπάθειά της αυτή υπέστη ένα πολύ άσχημο διακονδύλιο κάταγμα στο δεξί της γόνατο, στο δεξί της πόδι που ήταν σε καλύτερη κατάσταση σε σχέση με το αριστερό, το οποίο κινεί στηριζόμενη σε πατερίτσες.
Θ.Ν. Οταν κάποιος ζει μια διαρκή περιπέτεια σε σχέση με την υγεία του, γίνεται πιο ευαίσθητος ή πιο σκληρός απέναντι στους ανθρώπους που πάσχουν μόνιμα;
Α.Σ. Υπάρχει μια πολύ ωραία αγγλική λέξη, η λέξη «compassion», συμπόνοια, που την έχουμε κατεξευτελίσει. Ναι, συμπάσχω για τον συνάνθρωπό μου, αλλά δεν είμαι επιεικής. Καταλαβαίνω τι περνάει, αλλά δεν παύω να απαιτώ πολλά πράγματα. Είναι γεγονός ότι οι χρόνιες ασθένειες μας κάνουν πιο σκληρούς αλλά και πιο απαιτητικούς. Ομως, όπως σας είπα πριν, δεν αισθάνομαι ότι είμαι ασθενής. Θεώρησα ότι το χειρότερο πράγμα που μου συνέβη είναι το σπάσιμο που σας είπε ο γιατρός, δεν είναι η πολιομυελίτιδα. Η πολιομυελίτιδα είναι μέρος της ζωής μου. Το σπάσιμο δεν ήταν.
Θ.Ν. Κύριε καθηγητά, σε ποιον βαθμό επανέρχονται στα όνειρά σας ή στους εφιάλτες σας ασθενείς περασμένων χρόνων;
Π.Σ. Πρόκειται για μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ερώτηση, που έχει άμεση σχέση με την πραγματικότητα. Οντως μέσα στους χιλιάδες ασθενείς που ένας γιατρός αντιμετωπίζει σε μια διαδρομή άνω των τριάντα χρόνων – και είναι η διαδρομή αυτή σύνθεση ακαδημαϊκού βίου και ιατρικής πράξης – ξεχωρίζουν ασθενείς που με τη μοναδικότητά τους έχουν αποτυπώσει ένα «στίγμα» στη συνείδηση του γιατρού. Η μοναδικότητα αυτή εκφράζεται ως μια πολυσύνθετη έννοια και παρουσία. Είτε γιατί αφορά σ’ έναν νεαρό ασθενή και συνδέεται με το οικογενειακό του περιβάλλον είτε γιατί έχει σχέση με τη βαρύτητα ενός νοσήματος είτε γιατί έχει να κάνει με την ευτυχή εξέλιξη ενός προβλήματος χάρη σε μια καλά σχεδιασμένη χειρουργική επέμβαση. Επομένως είναι αδύνατον να μη θεωρήσει κανείς την κυρία Σκούταρη ως μια αντίστοιχη περίπτωση, αφού λειτουργεί σαν ένα φυσιολογικό άτομο σε μια κοινωνία διαφορετικότητας, χωρίς όμως η ίδια να αισθάνεται διαφορετική. Με μια μοίρα συνώνυμη με την καταδίκη, κατόρθωσε να την ανατρέψει και να δημιουργήσει ξανά μια ροή ενός όμορφου και ουσιαστικού βίου.
Θ.Ν. Κυρία Σκούταρη, όταν σας πρωτογνώρισα θεώρησα ότι κάποιο ατύχημα που σας είχε πρόσφατα συμβεί σας υποχρέωσε να κρατάτε προσωρινά πατερίτσες. Ως παιδί τουλάχιστον δεν δημιουργήθηκε μέσα σας γι’ αυτήν τη διαφορετικότητα μια αγωνία, ένα παράπονο, κάτι τέλος πάντων που να χρειαστεί να το πολεμήσετε; Το ρωτώ σε σας γιατί θα μου ήταν αδύνατον να το ρωτήσω σ’ ένα δικό μου παιδί με προβλήματα στην όρασή του καθώς δεν διαμαρτυρήθηκε ή δεν παραπονέθηκε ποτέ, ακόμη και στην ηλικία των έξι και των εφτά χρονών.
Α.Σ. Εμείς που έχουμε αρρωστήσει από μικροί, που το πρόβλημά μας έχει μια μονιμότητα, στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε το «αλλιώς». Αν μου ζητούσατε να κάνω πέντε ευχές και να ήσασταν σε θέση να μου τις πραγματοποιήσετε, δεν είμαι σίγουρη ότι ανάμεσα σ’ αυτές θα ήταν το να μην κρατώ πατερίτσες. Εχω άλλες προτεραιότητες. Λυπάμαι όμως τους ανθρώπους που αρρωσταίνουν σε μεγάλη ηλικία. Δεν ξέρουν να το διαχειριστούν. Για μας όμως δεν είναι τίποτε το ιδιαίτερο. Είναι σαν να με ρωτάτε γιατί δεν έγινα πιο ψηλή. Ε, λοιπόν, δεν έγινα. Μην το σπουδαιολογείτε τόσο. Είναι επειδή δεν γνωρίζετε τι σημαίνει να ζεις με το πρόβλημα. Βεβαίως ήταν δύσκολα στα μικρά χρόνια, ακόμη πιο δύσκολα στην εφηβεία, τότε που θέλεις να αρέσεις, να βγαίνεις έξω, αλλά εντάξει, τα βρίσκεις με τον εαυτό σου, δεν είναι τόσο τρομερό. Οι αναποδιές που προκύπτουν είναι η δυσκολία, οι παράπλευρες απώλειες.
Θ.Ν. Αναποδιές, δυσκολίες, απώλειες, τι ακριβώς εννοείτε;
Α.Σ. Η μάνα μου ήταν δασκάλα, ο πατέρας μου έφτιαχνε τα ελληνικά επίκαιρα στον κινηματογράφο. Οι οικονομικές δυνατότητες ήταν πολύ περιορισμένες, ούτε καν μικροαστοί δεν ήμασταν. Ενα ανάπηρο παιδί στην οικογένεια είναι μια οικονομική αιμορραγία τρομερή. Οταν εγώ μεγάλωνα, τη δεκαετία του ’60, το να πας στο εξωτερικό δεν ήταν υπόθεση παίξε – γέλασε. Μιλάμε για μια εποχή που ράβανε φουστάνια για να μπούνε στο αεροπλάνο. Αιματηρές οικονομίες για να πάμε και για να γυρίσουμε. Γίνανε τα χίλια δυο. Ναι, δανειστήκαμε, ναι, χρεωθήκαμε, αλλά τα κάναμε. Μεταξύ μας, όμως, την υγειά μας τη βρήκαμε στην Ελλάδα. Δεν το λέω αστεία. Βέβαια έκανα μια εγχείρηση στο Παρίσι. Αλλά οι γιατροί μου ήταν πάντα εδώ. Γιατί είναι η σχέση που είναι πιο σημαντική. Την επανορθωτική επέμβαση την έκανες, πάει, τελείωσε. Αλλά τον γιατρό που με βλέπει κάθε μέρα αυτόν χρειάζομαι. Δεν χρειάζομαι κάθε μέρα εγχειρήσεις.
Θ.Ν. Κύριε καθηγητά, είπε η κυρία Σκούταρη, ενώ είχαμε κλειστό το κασετόφωνο, πόσο αλλάζει συχνά τη ζωή ενός ανθρώπου ένα τυχαίο περιστατικό.
Π.Σ. Μου φέρνει στο μυαλό την περίπτωση μιας νεαρής κοπέλας η οποία, έπειτα από μια βουτιά σ’ ένα ποτάμι που δεν είχε υπολογίσει το βάθος του, έπαθε μια βαρύτατη κάκωση στο αυχενικό τμήμα της σπονδυλικής στήλης με αποτέλεσμα να γίνει τετραπληγική. Παρά τις τρομερές επεμβάσεις στις οποίες υπεβλήθη, έμεινε τετραπληγική για το υπόλοιπο της ζωής της. Η κοπέλα αυτή λίγο μετά το τρομερό της ατύχημα, όταν συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να κουνήσει τα πόδια της, παρά μόνο τα χέρια της – αλλά ελάχιστα -, μου είπε με μια δύναμη ψυχής βαθιά εντυπωσιακή: «Κατάλαβα αμέσως ότι μπαίνω σε μια καινούργια ζωή». Επιστράτευσε μέσα σε δευτερόλεπτα μια αυτογνωσία εν ονόματι της οποίας καθόρισε τους καινούργιους όρους του παιχνιδιού τους σχετικούς με τη μετέπειτα ζωή της.
Α.Σ. Μια και μιλάτε για όρους του παιχνιδιού, πάντοτε ήθελα να ρωτήσω, όταν εξηγείτε στους ασθενείς σας ή στους οικείους τους εσείς οι γιατροί για το τι συμβαίνει, τα ωραιοποιείτε τα πράγματα ή εμείς οι ασθενείς καταλαβαίνουμε λιγότερα σε σχέση με όσα μας λέτε;
Π.Σ. Σε καμιά περίπτωση δεν ωραιοποιούμε τα πράγματα γιατί αυτό θα οδηγούσε σε ένα ψέμα που κάποια στιγμή θα αποκαλυπτόταν. Από την άλλη δεν θέλουμε να βυθίσουμε κανέναν σ’ ένα πέλαγος απελπισίας ως προς το τι συμβαίνει, αφού σε τελευταία ανάλυση οι δυνατότητες είναι πάρα πολλές και κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις μπορούν να παρουσιαστούν εκπλήξεις.
Α.Σ. Φοβάμαι μήπως γίνει μελό η συζήτηση, αλλά θυμάμαι ένα άλλο περιστατικό που μου είχε κάνει βαθιά εντύπωση. Ηταν ο γιατρός στα Γιάννενα και για κάποιον λόγο έπρεπε να μιλήσω μαζί του. Με πήρε ύστερα από δώδεκα ώρες και μου λέει: «Μόλις τελείωσα. Ηταν ένα παιδί τετραπληγικό που το δέναμε με ιμάντες πάνω στο αναπηρικό καρότσι γιατί δεν μπορούσε να στηρίξει τον κορμό του κι έπεφτε. Με εγκεφαλική ταυτόχρονα παράλυση το παιδί, που σημαίνει βαριά καθυστερημένο».
Π.Σ. Οταν δεν έχεις τίποτε στη ζωή, το λίγο είναι πάρα πολύ. Το τετραπληγικό αυτό παιδί με τη βαριά παραλυτική σκολίωση είχε χάσει το μοναδικό πράγμα που του είχε απομείνει στη ζωή, την ισορροπία στην καθιστή θέση. Κανείς γιατρός δεν θα μπορούσε να δώσει κίνηση στα πόδια του. Στο πλαίσιο όμως του εφικτού, μια πολύωρη επέμβαση θα μπορούσε να «ξαναστήσει» το παιδί και να του δώσει κάτι που το ήθελαν πολύ το ίδιο και η οικογένειά του, να ισορροπεί δηλαδή ενώ κάθεται. Μπορεί τώρα να κινείται με το τροχήλατο αμαξίδιό του χωρίς να ζει την τραγική κατάσταση, αν και καθισμένο, να μην μπορεί να ισορροπήσει και να πέφτει. Επρεπε όμως να βλέπατε το χαμόγελο που έδωσε στη μητέρα του όταν τελείωσε η επέμβαση κι ένιωσε ότι μπορεί να κάθεται χωρίς να πέφτει.
Θ.Ν. Κυρία Σκούταρη, για να ελαφρύνουμε λίγο την ατμόσφαιρα, υπάρχει κάποιο περιστατικό – δεν είναι βλασφημία – που να σας διασκεδάζει σε σχέση με την περιπέτειά σας;
Α.Σ. Η μάνα μου, της οποίας θέλω να πιστεύω ότι έχω υιοθετήσει μέρος της προσωπικότητάς της, είχε πάει, όταν ήμουν μικρή, στον τότε διευθυντή της Ολυμπιακής, τον Παρασκευά Ιωαννίδη, και του είπε ευθαρσώς: «Δουλεύω ως δασκάλα, αυτά είναι τα οικονομικά μας, το παιδί πρέπει να πηγαίνει δύο φορές τον χρόνο στο εξωτερικό. Δεν έχω να δώσω μαζεμένα τα χρήματα, θα σας δίνω 50 δρχ. τον μήνα». «Για όνομα του Θεού», της είπε ο Ιωαννίδης, «η Ολυμπιακή θα σας τα κάνει δώρο τα ταξίδια». Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε: «Από πού κι ώς πού να μας τα κάνει δώρο η Ολυμπιακή; Εμείς είμαστε νοικοκυραίοι και θα τα πληρώνουμε μόνοι μας». Παρά τρίχα να μην ξαναπάμε ταξίδι.
Θ.Ν. Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, κύριε καθηγητά, το πιο ενθαρρυντικό στοιχείο σε σχέση με την πανθομολογούμενη εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης;
Π.Σ. Το γεγονός ότι η επιστήμη και η ιατρική γνώση στους καιρούς μας μεταβάλλονται σχεδόν κάθε δυόμισι χρόνια σε ποσοστιαίο μέγεθος 100%. Ο,τι ξέραμε πριν από δυόμισι χρόνια έχει αλλάξει, κατά συνέπεια οφείλουμε να μεταδώσουμε τη νέα πληροφορία και τη νέα γνώση. Με αυτή την έννοια θα πρέπει οι γιατροί να εντάσσουμε τον εαυτό μας σ’ ό,τι ονομάζουμε «συνεχιζόμενη εκπαίδευση». Παρόμοια με την τοποθέτηση αυτή των γιατρών σε προσωπικό επίπεδο θα πρέπει να είναι και η τοποθέτηση της Πολιτείας.
Θ.Ν. Το «διά ταύτα», κυρία Σκούταρη;
Α.Σ. Ισως αυτή να είναι και η διαφορά ανάμεσα στους γιατρούς και τους ασθενείς. Οι γιατροί έχουν οράματα, οι ασθενείς έχουν την πραγματικότητα. Ο γιατρός βλέπει το δάσος, εγώ βλέπω το χαντάκι μπροστά μου. Τελικά εμάς τους ασθενείς «αν μας αντέξει το σκοινί, θα φανεί στο χειροκρότημα». Σκέφτομαι ωστόσο – και πιστεύω ότι είναι κάτι που το σκεφτόμαστε όλοι μας – πως έχουμε καταφέρει ένα «τσακ» παραπάνω σε σχέση με τους υπόλοιπους, τους υγιείς. Αρα είμαστε a priori οι αγαπημένοι του Θεού. Τίποτε άλλο.