Είναι ίσως το πιο γενναίο μυθιστόρημα του 2012. Το «No time like the present» (σε πρόχειρη μετάφραση «Καμιά εποχή σαν την σημερινή») της Ναντίν Γκόρντιμερ. Στα 89 της, αυτή η συγγραφέας που ζει μόνη στις παρυφές του Γιοχάνεσμπουργκ, σε μια παλιά αποικιακή έπαυλη γεμάτη αφρικανικές μάσκες, βάζει το δάχτυλό της βαθιά μέσα στη ματωμένη πληγή της Νότιας Αφρικής που αγωνίστηκε να μεταμορφώσει. Η αγγλοσαξονική κριτική σύσσωμη υποκλίνεται στη μαχητικότητά της και σημειώνει ότι το βιβλίο της είναι γραμμένο σαν αρχαιοελληνικό δράμα. Με χαρακτήρες, πλοκή και διλήμματα που λειτουργούν αρχετυπικά.

Σε ολόκληρο τον συγγραφικό της βίο η Ναντίν Γκόρντιμερ, με τις ιστορίες της και με την στάση της, υποστήριζε τους αγώνες των μαύρων και κατήγγελλε τον φυλετικό ρατσισμό, βάζοντας κι εκείνη δίπλα στον Νέλσον Μαντέλα και στους «μαχητές της ελευθερίας» τα θεμέλια για να γεννηθεί το «έθνος του ουράνιου τόξου». Αυτό έγινε το 1994 όταν το Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο (ANC), το κόμμα του Μαντέλα, ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας τραβώντας μια κόκκινη γραμμή στο καθεστώς του απαρτχάιντ, το πιο σκληρό καθεστώς φυλετικών διακρίσεων που υπήρξε ποτέ. Ο νοτιοαφρικανός ηγέτης είχε αποφυλακιστεί μόλις το 1990 και η συγγραφέας – φίλη και οπαδός του είχε τιμηθεί με το Νομπέλ το 1991. Σήμερα, δεκαοκτώ χρόνια ύστερα από την ιστορική εκείνη πολιτική και ηθική νίκη, η Γκόρντιμερ καταγγέλλει τη διάχυση της πολιτικής διαφθοράς στους παλιούς αγωνιστές της κοινωνικής δικαιοσύνης, τον μετασχηματισμό του φυλετικού προβλήματος σε ταξικό, την επιστροφή της ξενοφοβίας, και κάνει έναν απολογισμό – καταπέλτη της μετά το απαρτχάιντ Νότιας Αφρικής, προφητεύοντας θα έλεγε κανείς τα αιματηρά επεισόδια της περασμένης εβδομάδας με τους νεκρούς απεργούς στα ορυχεία λευκόχρυσου.

Κεντρικοί χαρακτήρες στο βιβλίο είναι η Τζαμπού και ο Στιβ, ένα μεικτό ζευγάρι αλλοτινών Μαχητών της Ελευθερίας – δικηγόρος πλέον εκείνη και χημικός εκείνος, ο οποίος κάποτε έφτιαχνε εκρηκτικά εναντίον του ρατσιστικού καθεστώτος και τώρα ακολουθεί ακαδημαϊκή καριέρα. Η καινούργια καθημερινότητα τούς σπρώχνει αναπόφευκτα προς έναν μπουρζουάδικο τρόπο ζωής και οι ηθικές επιλογές τους δεν είναι πια τόσο απλές και αυτονόητες όσο στα χρόνια του Αγώνα. Αραγε θα συμβάλουν οικονομικά μαζί με όλη τη γειτονιά στην πρόσληψη ενός σεκιουριτά μαύρου, ο οποίος όμως στο παρελθόν είχε συνεργαστεί με τον στρατό του απαρτχάιντ, άρα είχε προδώσει τη φυλή του; Πώς θα κρατήσουν ζωντανές τις αξίες της κοινωνικής ευθύνης και της ανεκτικότητας; Σε ποιο σχολείο θα στείλουν την κόρη τους; Θα υποκύψουν ή όχι στις σειρήνες που τους καλούν να εργαστούν στο εξωτερικό με καλύτερες συνθήκες; Αυτός ο γάμος και οι δύσκολες καθημερινές αποφάσεις που έχουν ένα ευρύτερο πολιτικό ή συμβολικό νόημα είναι το πρίσμα μέσα από το οποίο η συγγραφέας εξετάζει τη χώρα της. Η Τζαμπού για παράδειγμα, που χρωστά τις σπουδές της στον σοφό πατέρα της, έναν πρεσβύτερο της φυλής Ζουλού, θα συγκρουστεί για πρώτη φορά με την οικογένειά της. Διότι εκείνος θα συνεχίσει να υποστηρίζει τον αμφιλεγόμενο πρόεδρο Τζέικομπ Ζούμα, ο οποίος ενέχεται σε μεγάλα σκάνδαλα, από απάτες μέχρι βιασμούς. Αλλά δεν είναι μονάχα αυτός, το πρόβλημα, λέει η Γκόρντιμερ. Είναι και η δωροδοκία υψηλόβαθμων στελεχών του κόμματος του Μαντέλα, επίσης η αδυναμία της κυβέρνησης να θεραπεύσει τη μαζική φτώχεια αλλά και να στερηθεί τα αποθέματά της σε… Μερσεντές, είναι το κήρυγμα μίσους του Τζούλιους Μαλέμα, ηγέτη της νεολαίας, και η ξενοφοβική αντιμετώπιση των προσφύγων από τη Ζιμπάμπουε, είναι η εγκληματική υγειονομική πολιτική για το AIDS (που μετρά ήδη έξι εκατ. θύματα στη Ν. Αφρική) με τον υπουργό να επιμένει ότι μπορεί να το καταπολεμήσει με σκορδοθεραπεία, είναι ακόμη η σεξιστική διάσταση του λευκού νοτιοαφρικανικού ρατσισμού κ.ο.κ.

Το «ουράνιο τόξο» τρεμοπαίζει, λοιπόν, και θολώνει. Γι’ αυτό, στο τέλος του βιβλίου, ακούγεται ειρωνικά η κραυγή «Ουμπούντου» – το κάλεσμα για «ανθρωπιά» που αντηχούσε στα χρόνια του Αγώνα. Ο Στιβ παρ’ όλα αυτά θα απορρίψει την πρόταση να εργαστεί στο εξωτερικό. Αυτή είναι και η θέση της Γκόρντιμερ, που πιστεύει ότι οι όποιες αλλαγές πρέπει να γίνουν από μέσα «διότι η δημοκρατία μας είναι πολύ νεαρή ακόμη».