Η αφίσα έχει κόκκινο φόντο και παριστάνει ένα ανεστραμμένο τρίγωνο με κύκλους όπου έχουν τοποθετηθεί οι φωτογραφίες δέκα ανδρών, αξύριστων, αχτένιστων, βασανισμένων. Στην κορυφή του, κάτω κάτω, ο αρμένιος δημοσιογράφος και ποιητής Μισάκ Μανουσιάν, ο επονομαζόμενος Ζορζ, ο οποίος για τέσσερις μήνες (Αύγουστος – Νοέμβριος 1943) υπήρξε ηγετική μορφή της ένοπλης γαλλικής Αντίστασης. Ηταν ο στρατιωτικός υπεύθυνος των ξένων μαχητών του γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος – Εβραίων προλετάριων στην πλειονότητά τους και παλαίμαχων του Ισπανικού Εμφυλίου – οι οποίοι εντάχθηκαν σε ξεχωριστή οργάνωση παρτιζάνων (FTP-MOI) και εκτέλεσαν τα πιο ριψοκίνδυνα σαμποτάζ – ανατινάξεις, βομβιστικές επιθέσεις, εκτροχιασμούς τρένων – εναντίον των γερμανών κατακτητών και των γάλλων συνεργατών τους στο Παρίσι ή τα περίχωρά του. Στην αφίσα υπάρχουν και φωτογραφίες από πεσμένα βαγόνια, οπλισμό και πτώματα, και οι «δέκα» παρουσιάζονται ως ο «Στρατός του Εγκλήματος».

Η ναζιστική προπαγάνδα θέλησε μέσω της Ομάδας Μανουσιάν να δυσφημήσει τη γαλλική Αντίσταση. Γι’ αυτό και τους φωτογράφισε πριν από την εκτέλεσή τους τον Φεβρουάριο του 1944, και τους παρουσίασε ως αποκρουστικούς αιμοδιψείς απάτριδες, ποντάροντας στα ρατσιστικά και φοβικά αντανακλαστικά της γαλλικής κοινωνίας απέναντι στους «ξένους τρομοκράτες».

Ομως τελικά η περίφημη «Κόκκινη αφίσα» που τοιχοκολλήθηκε παντού, είχε το αντίθετο αποτέλεσμα. Η απαθής και υποταγμένη κοινή γνώμη, που είχε αρχίσει να μεταστρέφεται μετά τις μαζικές εκτοπίσεις, αντιμετώπισε τους «Δέκα» ως μάρτυρες. Παρ’ όλα αυτά, η ιστορία τους, επισκιάστηκε από εκείνην των καθαρόαιμων γάλλων «ηρώων της Αντίστασης» όπως ο Ζαν Μουλέν, ο Γκι Μοκέ κ.ά. Τα ονόματά της Ομάδας Μανουσιάν και η αυτοθυσία τους ξεχάστηκαν. Ακόμη και εκείνα των νεότερων μαχητών, όπως ο ούγγρος μαθητής λυκείου Τομά Ελέκ, ο επονομαζόμενος Τόμι: ο πιο παράτολμος, ο περισσότερο απείθαρχος, ο λιγότερο φτωχός και… ο πιο «άριος» απ’ όλους.

Σε αυτόν εστίασε ο γάλλος Αλέν Μπλοτιέρ και έγραψε ένα εξαίρετο δείγμα του λογοτεχνικού είδους faction: τον «Τόμι» (εκδ. Πόλις, μτφ. Αγγελική Τσέλιου) που συνδυάζει την ενδελεχή έρευνα των πραγματικών δεδομένων (facts) με τη μυθοπλασία (fiction). Ενα μυθιστόρημα που κινείται σε πολλά επίπεδα, υποδειγματικό για το πώς ένα ιστορικό πρόσωπο από το φορτισμένο παρελθόν μπορεί να απασχολήσει ένα νεότερο και ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.

Ο 58χρονος σήμερα συγγραφέας χρησιμοποιεί ένα εύρημα που του επιτρέπει να ανοίξει έναν διάλογο ανάμεσα στο τότε και στο τώρα: την ταινία που θέλει δήθεν να γυρίσει ο αφηγητής για τον Τόμι. Στήνει λοιπόν μια παράλληλη αφήγηση και με αφορμή τον σημερινό νεαρό ερασιτέχνη πρωταγωνιστή ο οποίος καταλαμβάνεται από την προσωπικότητα του αλλοτινού ήρωα, αναστοχάζεται ζητήματα όπως η αφύπνιση της αντιρατσιστικής συνείδησης ή η ψυχολογία του ένοπλου αγωνιστή. Και εντέλει αντιδιαστέλλει τη νεολαία που εμπλέκεται στην υπόθεση της υπεράσπισης των δημοκρατικών ελευθεριών, και εκείνη που ζει μια παθητική, ανερμάτιστη, ανυποψίαστη και κενή ζωή.

Ο Τόμι παράτησε το ελιτίστικο γαλλικό σχολείο Λουί Λε Γκραν στα 16 του για να δοθεί στον αγώνα για την ελευθερία. Ηταν ένας όμορφος ξανθός νέος με λεπτά χαρακτηριστικά κι αριστοκρατικό αέρα ( ο δεύτερος πάνω πάνω στην αφίσα) που αγαπούσε τη λογοτεχνία. Κι όμως έβαλε βόμβα στο γερμανικό βιβλιοπωλείο των δωσιλόγων «Αριστερή όχθη», και υπήρξε ο αρχιτέκτονας επτά αιματηρών εκτροχιασμών που κλόνισαν το ηθικό των Ναζί. Μαζί με τους υπόλοιπους της αφίσας και άλλους 12 Μετανάστες Εργάτες (MOI) των Ελεύθερων Σκοπευτών – Παρτιζάνων (FTP), βασανίστηκε φρικτά από τη γαλλική Ασφάλεια και εκτελέστηκε χωρίς να περάσει από δίκη, λίγο πριν από τη συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία και τη γερμανική ήττα.