Ανδρέας Εμπειρίκος

Ερωτικό αντίδοτο

Με το ανευλαβές και ριζοσπαστικό ερωτογράφημά του «Ο Μέγας Ανατολικός», ο υπερρεαλιστής ποιητής και ψυχαναλυτής Ανδρέας Εμπειρίκος, θέλησε να προτείνει μια πολλαπλής τάξεως ουτοπία και το μοντέλο ενός ολοκληρωτικά απελευθερωμένου κόσμου. Το οκτάτομο αυτό μυθιστόρημά του, που παρακολουθεί το ηδονικό ταξίδι του ομώνυμου υπερωκεάνιου προς τον Νέο Κόσμο, πρωτοκυκλοφόρησε το 1990, δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, προκαλώντας τεράστια πολεμική γύρω από το ηθικό και το αισθητικό του βάρος. Σήμερα επανεκδίδεται συμπυκνωμένο σε έναν τόμο (Εκδ. Αγρα) που παρακολουθεί την όλη πλοκή του μυθιστορήματος, τις ατελείωτες και τολμηρές λαγνουργίες που αποδίδονται με ωμή γλώσσα, ή τα διακειμενικά παιχνίδια του, αναδεικνύοντας τα εκλεκτότερα αποσπάσματά του. Αρχιτέκτονας αυτού του άθλου είναι ο καθηγητής φιλολογίας και συγγραφέας Γιώργης Γιατρομανωλάκης, επιμελητής και της πρωτότυπης εκδοχής του ο οποίος υπογράφει και μια ενδιαφέρουσα εισαγωγική μελέτη. Στο επίμετρο ένα ημερολογιακό κείμενο του Εμπειρίκου που έγραφε το 1943 «ας αποδείξουμε στους χαύνους οικονομολόγους, στους ομφαλοσκόπους ιδεαλιστές, και στους αρνητικούς επαναστάτες (…) ότι χωρίς την πλήρη και ελευθέρα άσκηση του έρωτα, ζωή πλήρης και πλήρεις άνθρωποι δεν υπάρχουν…».

Ανδρέας Εμπειρίκος, «Ο Μεγας Ανατολικός –

Ανθολόγιο» Εισ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Αγρα

Οδυσσέας Ελύτης

Ο νομπελίστας ποιητής

«Εγώ και η γενιά μου πασχίσαμε να βρούμε το αληθινό πρόσωπο της Ελλάδας. Αυτό ήταν αναγκαίο διότι μέχρι τότε σαν αληθινό της πρόσωπο εμφανιζόταν εκείνο που οι Ευρωπαίοι έβλεπαν σαν Ελλάδα.» Αυτό έλεγε σε συνέντευξή του ο Οδυσσέας Ελύτης το 1975. Τον Νοέμβριο συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την γέννησή του και με αυτήν την αφορμή ολόκληρο το 2011 έγιναν συνέδρια, συναυλίες, εκθέσεις και εκδόσεις για την επανεκτίμηση και την ανάδειξη του έργου και του μηνύματός του. Ενός μηνύματος που αποδεικνύεται με έναν καινούργιο τρόπο δραστικό για τις καινούργιες γενιές. Εκτός από το υποδειγματικό λεύκωμα «Ο ναυτίλος του αιώνα», τον τόμο «Συν τοις άλλοις» με τις συνεντεύξεις του, ή τις εκτιμήσεις των μελετητών του στο «Ο Ελύτης στην Ευρώπη», κυκλοφόρησε και το μυθιστόρημα «Ο ερωτευμένος Ελύτης» που φιλοδοξεί να αναπλάσει την εποχή κατά την οποία εκκολαπτόταν η ποιητική του συνείδηση και ευαισθησία, παίρνοντας ως αφορμή τις νεανικές του περιπέτειες, και πατώντας πάνω σε μια ενδελεχή έρευνα και έναν συνδυασμό ντοκουμέντων.

Οδυσσέας Ελύτης, «Ο ναυτίλος του αιώνα», Ίκαρος

Οδυσσέας Ελύτης, «Συν τοις άλλοις», Υψιλον

«Ο Ελύτης στην Ευρώπη», Ίκαρος

Φίλιππος Φιλίππου, «Ο ερωτευμένος Ελύτης», Ψυχογιός

Στρατής Τσίρκας

Ο κορυφαίος μυθιστοριογράφος

Έγραψε σύμφωνα με την κριτική το πλέον καθαρόαιμο, κοσμοπολίτικο, παρεμβατικό σε πολιτικό επίπεδο και μοντέρνο από λογοτεχνική άποψη, μεταπολεμικό μυθιστόρημα: την τριλογία «Ακυβέρνητες Πολιτείες», που είναι ταυτόχρονα και ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα, ιδίως σήμερα που έχει φρεσκαριστεί τυπογραφικά και έχει εμπλουτιστεί με τις εξαιρετικές ιστορικό – πολιτικές σημειώσεις της Χρύσας Προκοπάκη. Ο Στρατής Τσίρκας ή Γιάννης Χατζηαντρέας, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννιέται στο Κάιρο τπριν από 100 χρόνια και μοιραία επηρεάζεται από την καβαφική κληρονομιά («το καινούργιο θέλει πολλή αυτοσυγκέντρωση, θέλει καβαφισμό, σκάψιμο προς τα μέσα»). Η μυθιστορηματική τριλογία του «Λέσχη», «Αριάγνη» και «Νυχτερίδα» διαδραματίζεται στην Ιερουσαλήμ, το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια αντίστοιχα, εστιάζοντας στη δεκαετία του ’40, στο αριστερό κίνημα της Μέσης Ανατολής, στα παιχνίδια της διεθνούς διπλωματίας για την μεταπολεμική μοιρασιά των σφαιρών επιρροής, και στην πολεμική γύρω από την αποσταλινοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, παραπέμποντας στην μεγάλη ευρωπαϊκή κουλτούρα. Ο Τσίρκας έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα αλλά και μελέτες όπως λ. χ. «Ο πολιτικός Καβάφης».

Στρατής Τσίρκας, «Ακυβέρνητες Πολιτείες», Κέδρος

Διδώ Σωτηρίου

Η επιστροφή

Η Διδώ Σωτηρίου πέθανε το 2004, σαράντα δύο χρόνια μετά την έκδοση του μυθιστορήματος «Τα ματωμένα χώματα» που την έκανε διάσημη. Σήμερα όμως επιστρέφει στο προσκήνιο καθώς κυκλοφορούν τα «Παιδιά του Σπάρτακου»: το πολυπρόσωπο ανέκδοτο και ανολοκλήρωτο μυθιστόρημα που έγραφε από το 1961 έως το 1991 με θέμα την αντιστασιακή και συνδικαλιστική δράση αγωνιστών που, κι αν νικήθηκαν, ξέρουν πως «δεν πήγαν χαμένοι οι αγώνες μας». Αυτή είναι η καταληκτήρια φράση τούτου του έργου, το οποίο «συνομιλεί» με τα μυθιστορήματά της «Εντολή» (1976) και «Κατεδαφιζόμεθα» (1982). Μάλιστα η πορεία των κεντρικών πρωταγωνιστών του παραπέμπει στην περιπέτεια της αδελφής της Ελλης Παππά με τον Νίκο Μπελογιάννη που εκτελέστηκε το 1951. Εμπνευσμένο από τις αριστερές θρακιώτισσες κρατούμενες των φυλακών Αβέρωφ, και την εξέγερση του θρακιώτη δούλου Σπάρτακου, το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στο Σουφλί του Μεσοπολέμου και στην Αθήνα του ΄50, και γοητεύει τον αναγνώστη με την πινακοθήκη των χαρακτήρων του που βρίσκονται αντιμέτωποι με τον εαυτό τους. Η εισαγωγή της καθηγήτριας Ερης Σταυροπούλου είναι πολύτιμη καθώς το τοποθετεί στο ιστορικό και λογοτεχνικό του πλαίσιο.

Διδώ Σωτηρίου, «Τα παιδιά του Σπάρτακου», Κέδρος

Μένης Κουμανταρέας

Το πρώτο μυθιστόρημα

Η έκπληξη έρχεται φέτος από τον 80χρονο Μένη Κουμανταρέα. Ο συγγραφέας της μισής μας ζωής και βάλε, μετά τον γύρο του θριάμβου με την «Κυρία Κούλα», την «Βιοτεχνία Υαλικών», τον «Ωραίο λοχαγό», «Τα μηχανάκια», τα «Σεραφείμ και Χερουβείμ», τη «Φανέλα με το εννιά», τη «Συμμορία της άρπας» και τόσων άλλων, ανοίγει για μας τις πίσω του σελίδες και δίνει στη δημοσιότητα την πρώτη του λογοτεχνική απόπειρα που έμενε μέχρι σήμερα ανέκδοτη. Ο Μένης Κουμανταρέας έγραψε τις «Αλεπούδες του Γκόσπορτ» σε ηλικία μόλις δεκαεπτά χρονών επηρεασμένος από μια σύντομη παραμονή του στην Αγγλία. Στο μυθιστόρημα που ολοκληρώνει τη μέχρι τώρα σχέση μας με την εμβληματική πεζογραφία του, μια παρέα εφήβων από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες ζουν την ερωτική τους αφύπνιση παράλληλα με τις πρώτες μεταπολεμικές ελπίδες της Ευρώπης.

Μένης Κουμανταρέας «Οι αλεπούδες του Γκόσπορτ», Κέδρος

Αλέξης Πανσέληνος

Η σύγκρουση των γενεών

Ηταν 39 χρονών και εργαζόταν ως δικηγόρος όταν εμφανίστηκε στα γράμματα το 1982, με τη συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες με σκύλους», οι οποίοι αποκάλυπταν τις λειψές ανθρώπινες σχέσεις. Και σήμερα, ύστερα από πέντε μυθιστορήματα, δύο συλλογές διηγημάτων, μια συλλογή δοκιμίων και μια αυτοβιογραφική κατάθεση για τη λογοτεχνική του διαμόρφωση, ο Αλέξης Πανσέληνος έχει καθιερωθεί ως συγγραφέας που καταγράφει τις αδυσώπητες συνθήκες της ελληνικής κοινωνίας, τις λεπτομέρειες της σύγχρονης πραγματικότητας και τα ηθικά και ψυχολογικά διλήμματα που θέτει η σημερινή εποχή. Στο καινούργιο του μυθιστόρημα «Σκοτεινές επιγραφές» (Εκδ. Μεταίχμιο) ξεκινά από έναν θρήνο για τους έρωτες, τα όνειρα, τα νιάτα, τα ταλέντα που έχασε η γενιά του, και καταλήγει να τους αντιδιαστέλλει με τη γενιά των σημερινών εφήβων. Ο κεντρικός του ήρωας εκφράζει την ελληνική κοινωνία που βολεύτηκε σε μια επίπλαστη οικονομική άνεση και δεν τόλμησε να κάνει τις αποφασιστικές κινήσεις που θα διαμόρφωναν μια πορεία που να της ταιριάζει. «Το αίσθημα της απώλειας», σημειώνει ο Πανσέληνος, «είναι μια άσκηση αυτογνωσίας».

Αλέξης Πανσέληνος, «Σκοτεινές επιγραφές», Μεταίχμιο

Τάκης Θεοδωρόπουλος

Οταν ο Θεός είναι looser

Αρθρογράφος με μεγάλη απήχηση και λογοτέχνης με έντονη άποψη ο Τάκης Θεοδωρόπουλος δεν ήταν δυνατόν να μη δώσει στην κρίση την απάντηση που της αρμόζει. Στο νέο του μυθιστόρημα «Η επιδημία. Οι Θεοί ανάμεσά μας» (Εκδ. Πατάκης) καλεί έναν άγνωστο θεό να επιληφθεί της καταστάσεως. Εναν θεό μέτριο, κακομοίρη, looser και τρισάθλιο που δεν κατεβαίνει από τον Ολυμπο αλλά έρχεται από μια Υποσαχάρια Αφρικανική περιοχή όπου ζούσε εξόριστος για δημόσιες ατασθαλίες. Ο λαός δεν τον περιμένει με κεριά και τυμπανοκρουσίες γιατί απλούστατα καταφθάνει εδώ σαν ιδιώτης με σκοπό να συναντήσει ένα διαδικτυακό του φλερτ! Στο ίδιο πανηγύρι παρευρίσκονται και χαιρετίζουν τα τρία κακά της μοίρας μας: κακοτεχνίες και αρπαχτές, δημόσια έργα και ευρωπαικό χρήμα σε μια χώρα, μακριά από μας, με ολυμπιακό παρελθόν και αβέβαιο μέλλον.

Τάκης Θεοδωρόπουλος, «Η επιδημία.

Οι Θεοί ανάμεσά μας», Πατάκης

Σωτήρης Δημητρίου

Ξεκαρδιστική μινιατούρα

Η συγγραφική του ευφυΐα και η αδιάκοπη εμπλοκή του σε μικρόκοσμους που δεν τους πιάνει το μάτι σου γλίτωσαν το Σωτήρη Δημητρίου από την ασάλευτη ετικέτα του λογοτεχνικού φαινομένου. Από το πρώτο του αριστούργημα «Ν’ ακούω καλά το όνομά σου» πέρασε στη περιοχή των ανομολόγητων παθών με τη συλλογή «Η φλέβα του λαιμού», άφησε το ηπειρώτικο ιδίωμα για μια δημιουργική μεικτή καθαρεύουσα που έχει τα αρχικά του και με διαρκείς επανεμφανίσεις έδωσε στα ελληνικά γράμματα ένα μυθιστόρημα αναφοράς «Τα οπωροφόρα της Αθήνας» που δεν έχει κλείσει ακόμη τους λογαριασμούς του με τη λογοτεχνική ανάλυση. Στη φετινή ξεκαρδιστική μινιατούρα «Η σιωπή του ξερόχορτου» (Εκδ. Πατάκης) επιστρέφει στην ουτοπική του πρόταση για τη Δημοκρατία των Ασκοπων «πειράζοντας» την ανεμελιά της με πανάρχαιους ιούς όπως η κουλτούρα του φθόνου και η ακατανίκητη γοητεία του απαγορευμένου.

Σωτήρης Δημητρίου, «Η σιωπή του ξερόχορτου», Πατάκης

Γιώργος Συμπάρδης

Κρατά τις γυναίκες στην τσίτα

Το 1987 δημοσίευσε τη νουβέλα «Μέντιουμ». Εντεκα χρόνια αργότερα εμφανίστηκε με το μυθιστόρημα «Ο άχρηστος Δημήτρης» και μετά μας ξέχασε για δεκατρία ολόκληρα χρόνια. Η σχέση του Γιώργου Συμπάρδη με την εκδοτική ρουτίνα μοιάζει πολύ με το χούι του ήρωά του στο φετινό του μυθιστόρημα «Υπόσχεση γάμου» (Εκδ. Μεταίχμιο). Την ερωτεύεται αλλά δεν πέφτει και στα πατώματα, την αραβωνιάζεται αλλά δεν φοράει το δαχτυλίδι της, την παντρεύεται και την ξεπαντρεύεται αναλόγως με τα κέφια του. Η ιστορία που εκτυλίσσεται στα νότια προάστια με μοιραίο άντρα έναν μυστήριο τύπο που κρατάει στην τσίτα τέσσερις γυναίκες, εξηγεί κάπως τον εν διαστάσει υμέναιό του με τις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων. Κοντολογίς εμφανίζεται όποτε του κάνει όρεξη. Αφήνει επί τόπου ένα λογοτεχνικό διαμάντι και εξαφανίζεται. Σας προειδοποιώ, μην το περάσετε για μονόπετρο. Ο γάμος με τη διαρκή έκθεση σκοτώνει τον έρωτα για τη λογοτεχνία.

Γιώργος Συμπάρδης, «Υπόσχεση γάμου», Μεταίχμιο

Κοσμάς Χαρπαντίδης

Οδηγός επιβίωσης στην κρίση

Μόνιμος κάτοικος Καβάλας ο Κοσμάς Χαρπαντίδης συνεχίζει να φρεσκάρει τα ελληνικά γράμματα με τον αέρα και τη μαγεία του τόπου του. Μαζί με τον Τσιαμπούση, τον Σφυρίδη, τον Σκαμπαρδώνη, τον Καλούτσα και άλλους βορειοελαδίτες πεζογράφους ανήκει στην άτυπη πλην δυναμική ομάδα που τορπίλισε την εκδοτική Αθήνα. Οι συλλογές του έχουν εντοπιότητα, διάλογο με την ιστορία και το λεγόμενο κοινωνικό περιθώριο ενώ η υπερβατική γλώσσα του απαιτεί από τον αναγνώστη τόσα όσα του δίνει, δηλαδή τα πάντα. Η τελευταία συλλογή του «Κρυφές αντοχές» (Εκδ. Μεταίχμιο) είναι ένας ιδιότυπος οδηγός επιβίωσης για την εποχή της πιο βαθιάς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Πού θα μετατεθεί το σύνορο μεταξύ ημών και των άλλων; Τι σημασία έχει να είσαι ωφέλιμος και «πλούσιος» στον καιρό της απόλυτης πενίας;

Κοσμάς Χαρπαντίδης, «Κρυφές αντοχές», Μεταίχμιο

Γιάννης Βαρβέρης

Κριτικός και ποιητής παραδοξολόγος

Ο πρώιμος θάνατός του φέτος τον Μάιο συγκλόνισε τον λογοτεχνικό και θεατρικό κόσμο και έδωσε την ευκαιρία στο λεγόμενο πλατύ κοινό να ενδιαφερθεί για το σκοτεινό ποιητικό του σύμπαν. Δεν ξέρω αν ο Γιάννης Βαρβέρης απολαμβάνει από εκεί που βρίσκεται την τόση μεταθανάτια συνάφεια. Αιχμηρός, παραδοξολόγος, έξω καρδιά αλλά και θεόκλειστος σαν χαρακτήρας, κινήθηκε σε πολλές περιοχές της τέχνης, με ιδιαίτερη εμμονή στη θεατρική κριτική, τη μετάφραση και βέβαια την ποίηση. Μάχιμος μέχρι το τέλος παρα τα χρόνια προβλήματα υγείας, ο εστέτ του λόγου αλλά και λάτρης του καραμπινάτου λαϊκού πάλκου άφησε πίσω του την ποιητική συλλογή «Βαθέος γήρατος» (Εκδ. Κέδρος) σαν τελευταίο χαιρετισμό σε όσους αγάπησαν το έργο του και επωφελήθηκαν από αυτό. Τον ευχαριστούμε.

Γιάννης Βαρβέρης, «Βαθέος γήρατος», Κέδρος

Νίκος Παναγιωτόπουλος

Οι «μετά το Πολυτεχνείο»

Πενηντάρης σήμερα, επιτυχημένος ως πεζογράφος («Το γονίδιο της αμφιβολίας», «Αγιογραφία», κ. ά.) και συστηματικός σεναριογράφος («Οι απόντες» του Ν. Γραμματικού «Ωρες κοινής ησυχίας» της Κ. Ευαγγελάκου κ. ά.), ο Νίκος Παναγιωτόπουλος έγραψε ένα μυθιστόρημα για τη γενιά του που αναπτύσσεται σαν αστυνομική ιστορία και διαβάζεται σαν αλληγορία για την τριακονταετία της ευημερίας 1979-2009. Τα «Παιδιά του Κάιν» (Εκδ. Μεταίχμιο) παραπέμπουν στη γενιά που διαδέχθηκε την «ηρωική» γενιά του Πολυτεχνείου, σταδιοδρομώντας και πλουτίζοντας την εποχή της «Αλλαγής» και του «Εκσυγχρονισμού». Ο Παναγιωτόπουλος δεν ενδιαφέρεται όμως για την πολιτική όσο για τη νοοτροπία που διαμορφώθηκε εκείνη την εποχή. Κι όπως λέει, θέλησε να σχολιάσει «το έλλειμμα στην κοινωνική συνείδηση, στις ηθικές αρχές, στην αιδώ, στην αισθητική κ. ο. κ. το οποίο διογκώθηκε το ’90». Τα μορφωμένα, φτασμένα και μπερδεμένα σήμερα «παιδιά του Κάιν» συνέβαλαν σ’ αυτήν την κατάσταση και δεν κατάφεραν να αφομοιώσουν τους Αβελ που είχαν διαφορετικά κριτήρια για την επιτυχία και για το νόημα της ζωής. Πώς όμως είναι δυνατόν να εγκαταλείψει κανείς τόσο εύκολα τα όνειρά του;

Νίκος Παναγιωτόπουλος, «Τα παιδιά του Κάιν», Μεταίχμιο

Μιχάλης Μοδινός

Στον ωκεανό της απληστίας

Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός, Ιδρυτής και εκδότης της «Νέας Οικολογίας» κοσμογυρισμένος ερευνητής διεθνών οργανισμών, ο Mιχάλης Mοδινός τα τελευταία χρόνια έχει ξανοιχτεί στη μεγάλη θάλασσα της λογοτεχνίας και ομολογουμένως αρμενίζει περίφημα. Τα βιβλία του «Χρυσή Ακτή», 2005, «Ο Μεγάλος Αμπάι», 2007 και «Επιστροφή», 2009 αγαπήθηκαν από το κοινό και την κριτική. Η «Σχεδία» Εκδ. Καστανιώτη, μυθιστόρημα του 2011 κάνει ένα επικίνδυνο ταξίδι στις ξέρες του Διαφωτισμού με πλεούμενο τον πασίγνωστο πίνακα του Τεοντόρ Ζερικό. Το πλήρωμα και οι επιβάτες της φρεγάτας «Μέδουσα» λίγο μετά τη λήξη των ναπολεόντειων πολέμων, θα φουντάρουν στον ωκεανό της απληστίας παρασύροντας στον πάτο τους υψηλόφρονες στόχους της νέας Ευρώπης.

Mιχάλης Mοδινός, «Σχεδία», Καστανιώτης

Νίκος Κουνενής

Σάτιρα πολιτική

Ο Νίκος Κουνενής ακολουθεί τα ίχνη μιας σημαντικής παράδοσης του 19ου αιώνα, της σάτιρας, που όμως στην εποχή μας δεν είχε συνεχιστές. Συγγραφείς όπως ο Ροΐδης ή και ο Λασκαράτος δεν υπάρχουν στις μέρες μας και ο Κουνενής, που έχει το χάρισμα της σάτιρας, αγαθό εν ανεπάρκεια στη σημερινή μας λογοτεχνία, αποφάσισε να αφοσιωθεί στον δύσκολο αυτό – και ώς τώρα μοναχικό – δρόμο. Εκπαιδευτικός στο επάγγελμα, άρχισε να δημοσιεύει μετά τα 45 και η κριτική αμέσως τον πρόσεξε. Σατιρίζει τα πάντα: από την τηλεόραση και τις τηλεπερσόνες («Ο μύθος του Ηρακλή Σπίλου») μέχρι την Εκκλησία («Ω του θαύματος!»), τα ψευτοθαύματα και την υποκρισία της, που κρύβει όχι και τόσο επιμελώς τάσεις φιλοχρηματίας. Στο έκτο του βιβλίο, με τίτλο «Περί δημοκρατίας», κάνει μια «σάτιρα ηθών και θεσμών», θέλοντας να αναδείξει το πόσο ψευδεπίγραφη, κατά τη γνώμη τη δική του αλλά και αρκετών άλλων, είναι η δημοκρατία των καιρών μας. Στο στόχαστρό του μπαίνουν ιδίως τα εκλογικά συστήματα που θεωρούν κάποιες ψήφους πιο ίσες από τις άλλες, έχοντας «ειδικούς συντελεστές βαρύτητας».

Νίκος Κουνενής, «Περί δημοκρατίας», Μεταίχμιο

Ζυράννα Ζατέλη

Ενα gothic σύμπαν

Το 1984 τάραξε τα νερά με τη συλλογή διηγημάτων «Η περσινή αρραβωνιαστικιά». Το πρώτο της μυθιστόρημα «Και με το φως του λύκου επανέρχονται» ξεκαθάρισε το λογοτεχνικό της στίγμα και με τα δύο πρώτα μέρη της τριλογίας «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους» άφησε ανοιχτούς λογαριασμούς με το κοινό της. Το gothic σύμπαν της Ζυράννας Ζατέλη όμως δεν λατρεύεται μόνον στην Ελλάδα όπου έχει τιμηθεί με όλα σχεδόν τα λογοτεχνικά βραβεία. Τα βιβλία της κάνουν αξιόλογη καριέρα στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ολλανδία, τη Σερβία και τη Λιθουανία. Οι ιστορίες που απαρτίζουν την «Ηδονή στον κρόταφο» (Εκδ. Καστανιώτη) είναι μια ακόμη συναρπαστική παρέλαση λαλίστατων φαντασμάτων, σκοτεινών αλλά και οικείων στους φανατικούς του ζατελικού κόσμου.

Ζυράννα Ζατέλη, «Ηδονή στον κρόταφο», Καστανιώτης

Ιωάννα Καρυστιάνη

Επικεντρωμένη στην επαρχία

Οι χρονιάρες μέρες των Χριστουγέννων, που δεν μπορούν πια να είναι γκλαμουράτες, καθώς αντανακλούν το βαρύ κλίμα της κρίσης, γίνονται ο συνδετικός κρίκος στα εννέα καινούργια διηγήματα της Ιωάννας Καρυστιάνη που κάνει ένα σκληρό σχόλιο στην επικαιρότητα χωρίς να χρησιμοποιεί τη γλώσσα της πολιτικής καταγγελίας. Ο «Καιρός σκεπτικός» (Εκδ. Καστανιώτης) είναι το έβδομο βιβλίο της 59χρονης σήμερα συγγραφέως που ξεκίνησε την επαγγελματική καριέρα της ως γελοιογράφος και μπήκε στα γράμματα το 1995 με τους μονολόγους της «Κυρίας Κατάκη» (εκδ. Καστανιώτης). Στις φετινές ιστορίες της η Καρυστιάνη εστιάζει στις ανθρώπινες μονάδες που συναπαρτίζουν τη γενιά της Μεταπολίτευσης, διυλίζοντας την καθημερινότητά τους. Αυτήν που περιφρονούν οι σημερινοί πολιτικοί όταν εξαγγέλλουν τα μέτρα λιτότητας. Επικεντρωμένη στην επαρχία, παρακολουθεί τους ανθρώπους της βιοπάλης (και λίγο τους βολεμένους κουλτουριάρηδες που υποτίθεται πως τους νοιάζονται). Φωτίζει την αλήθεια της ζωής τους που την άφησαν να αδειάσει από ανθρώπινη ζεστασιά, καθώς κυνηγούσαν το ιδιωτικό τους όραμα ολοκλήρωσης αλλά ανιχνεύει και τις προσπάθειές τους να ξεμουχλιάσουν την καρδιά τους.

Ιωάννα Καρυστιάνη, «Καιρός σκεπτικός», Καστανιώτης

Ερση Σωτηροπούλου

Ολα είναι ζωή. Κι αυτά κι εκείνα

Από την εποχή που ταρακούνησε τη σεμνοτυφία της ελληνικής πεζογραφίας με τη «Φάρσα» μέχρι σήμερα η Ερση Σωτηροπούλου αναθρέφει ένα δικό της αναγνωστικό κοινό με συνέπεια και συνέχεια στην ίδια πάντα σκοτεινή πλευρά της ζωής: στην ποιητική διαχείριση των θεατών και αθέατων συμπτώσεων που την απαρτίζουν. Αυτή τη χρονιά τα διηγήματά της προτείνουν το εξωφρενικό «Να νιώθεις μπλε, να ντύνεσαι κόκκινα» (Εκδ. Πατάκη) αποκρυσταλώνοντας το στυλ της και τελειοποιώντας την παγίδα που χρόνια τώρα στήνει στους αναγνώστες της. Ανθρωποι με θολό περίγραμμα, πλοκή που κάνει του κεφαλιού της, εραστές εργαστηρίου, ποιήτριες της συμφοράς, δράματα που μοιάζουν με κωμωδίες και κωμωδίες που είναι σκέτο δράμα. Ολα είναι ζωή. Κι αυτά κι εκείνα.

Ερση Σωτηροπούλου, «Να νιώθεις μπλε,

να ντύνεσαι κόκκινα», Πατάκη

Σώτη Τριανταφύλλου

Το χρονικό μιας νιότης στην Αθήνα

Η Σώτη Τριανταφύλλου μπήκε σαν σίφουνας στον κόσμο του μυθιστορήματος με το «Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης», με την ευθύτητα, την επαναστατικότητά της, τις σπουδές στη Γαλλία και τις ΗΠΑ και την πολυγλωσσία της, με τον επαγγελματισμό της. Τα μυθιστορήματά της μετακινούνται εύκολα από την Αθήνα σε μια επαρχία της βαθιάς Αμερικής, κινούνται με άνεση στις πολιτείες του κόσμου, όπως και η ίδια μοιράζει σήμερα τον χρόνο της στο τρίγωνο Αθήνα – Παρίσι – Νέα Υόρκη. Γράφει πολύ, κάνει μεταφράσεις, προλόγους, γράφει εκτός από μυθιστορήματα και δοκίμια, και διατηρεί, παρά τα χρόνια και την αλλαγή των εποχών, την ίδια φρεσκάδα και τον δυναμισμό που την έκαναν να αποκτήσει φανατικούς φίλους, που κατακλύζουν τις αίθουσες όπου παρουσιάζει τα βιβλία της. Μεγαλωμένη σε οικογένεια κομμουνιστών αλλά με παραδοσιακά ήθη, επιστρέφει τελευταία στα χρόνια της πρώτης νιότης, προσπαθώντας να καταγράψει τις συγκρούσεις, οικογενειακές και πολιτικές, μιας δεκαετίας – του ’70 – που τη σημάδεψε. Το νέο της βιβλίο, «Για την αγάπη της γεωμετρίας», είναι ακριβώς αυτό: «το χρονικό μιας νιότης στην Αθήνα, μέσα στη στενοκεφαλιά, την προκατάληψη, τον φανατισμό, την καθαρή βλακεία…».

Σώτη Τριανταφύλλου, «Για την αγάπη

της γεωμετρίας», Πατάκης

Αθηνά Κακούρη

Ζωή χωρίς υπολογιστές

Δημοσίευσε το πρώτο της αστυνομικό διήγημα στα 31 της το 1959 και το 1974 κυκλοφόρησε το πρώτο της αστυνομικό μυθιστόρημα «Κυνηγός φαντασμάτων». Εγινε γνωστή στο ευρύτερο κοινό από τις αστυνομικές ιστορίες που δημοσίευε στον «Ταχυδρόμο» αλλά εδώ και μια δεκαπενταετία έχει στραφεί στο ιστορικό μυθιστόρημα εστιάζοντας το ενδιαφέρον της στην Πάτρα. Το καινούργιο της μυθιστόρημα «Πασαδόροι και βαστάζοι» είναι σπονδυλωτό και διερευνά την αλλοτρίωση του νέου ανθρώπου, του εξαρτημένου από την τεχνολογία. Πρωταγωνιστεί μια ετερόκλητη παρέα που υιοθετεί ξεχασμένες ή παράξενες συμπεριφορές και συνήθειες όταν έπειτα από μια πολυήμερη απεργία κόβεται το ρεύμα.

Αθηνά Κακούρη «Πασαδόροι και βαστάζοι», ΚαστανιώτηΣ

Ευγενία Φακίνου

Διάλογος με τους Λατινοαμερικάνους

Είναι αξιοθαύμαστο πώς καταφέρνει η Ευγενία Φακίνου να συγκρατεί το λεγόμενο γυναικείο αναγνωστικό κοινό από την έλξη του Ζαλόγγου με τα συναισθηματολογικά μπεστ σέλερ. Και μόνον γι’ αυτό αποτελεί μια κατηγορία από μόνη της. Είναι αλήθεια ότι με την «Τυφλόμυγα» και το «Εβδομο ρούχο» ακύρωσε τα επιχειρήματα όσων κοίταζαν με μισό μάτι τη γυναικεία γραφή και έδωσε κύρος στην ίδια υπόθεση καταθέτοντας τακτικά κι από ένα καινούργιο μυθιστόρημα. Στο φετινό της λογοτεχνικό πείραμα «Το τραίνο των νεφών» (Εκδ. Καστανιώτη) συνομιλεί με σαράντα βιβλία δεκαέξι λατινοαμερικάνων συγγραφέων μεταφέροντας τον μαγικό ρεαλισμό τους στο ξερικό ελληνικό πεζογραφικό τοπίο.

Ευγενία Φακίνου, «Το τραίνο των νεφών», Καστανιώτης

Μάρα Μεϊμαρίδη

Μάγισσες φέρτε βότανα από την Τροία

Οι «Μάγισσες της Σμύρνης» διαβάστηκε από τη μισή Ελλάδα. Πούλησαν περίπου 350.000 αντίτυπα. Η συγγραφέας του βιβλίου, η Μάρα Μεϊμαρίδη, πέτυχε διάνα με έναν συνδυασμό μαγείας και «χαμένων πατρίδων» που έκανε τους βιβλιοπώλες να παραμιλούν. Εκτοτε, δεν έμεινε άπραγη. Κάποιος που τελείωσε Φιλοσοφική, γράφτηκε σε σχολή ξεναγών, έκανε μεταπτυχιακό Αρχαιολογίας στη Σορβόννη και μετά έκατσε ξανά στα φοιτητικά έδρανα για να σπουδάσει Αστροφυσική και Κοσμολογία, δύσκολα κάθεται στα αυγά του. Κάπως αναπάντεχα, άνοιξε γραφείο ως «σύμβουλος σχέσεων» και πωλούσε και προϊόντα όπως βότανα, φίλτρα μαγισσών, βγαλμένα από το βιβλίο. Το κατάστημα λέγεται, μάλιστα, «Μάγισσες της Σμύρνης Shop». Σήμερα, σχεδόν δέκα χρόνια μετά τις «Μάγισσες», η Μάρα Μεϊμαρίδη κυκλοφορεί νέο μυθιστόρημα, που τη φέρνει πιο κοντά στα πρώτα της ενδιαφέροντα, όταν δούλευε σε ανασκαφές. Τώρα, έπλασε με τη φαντασία της την αναγέννηση της Ντάσταρ, θεάς της αρχαίας Τροίας, που ήθελε να ξαναζήσει το χαμένο έρωτά της. Ξαναγεννιέται ως βρέφος με χρυσά μαλλιά και βιολετιά μάτια, μέσα από τα οποία, η συγγραφέας αφηγείται την ιστορία της Τρωάδος μια ιστορία τριών χιλιάδων χρόνων.

Μάρα Μεϊμαρίδη, «Ντάσταρ», Καστανιώτης

Λένα Μαντά

Πλέκει, κεντάει, μαγειρεύει, γράφει

Τα μυθιστορήματά της, οκτώ τον αριθμό, έχουν αιχμαλωτίσει χιλιάδες γυναίκες – έχει στο ενεργητικό της πάνω από 850.000 πουλημένα αντίτυπα. Επαγγελματίας όσο δεν παίρνει, η Λένα Μαντά γράφει κάθε πρωί περίπου ένα εξάωρο. Στήνεται μπροστά στον υπολογιστή με διπλό καφέ και τσιγάρα. Και με ένα κομπολόι που τη βοηθά να σκέφτεται. Και με ένα τραγούδι στο οποίο «κολλάει» για κάποιον καιρό… Το συνδέει, βλέπετε, με το μυθιστόρημα που γράφει. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα παραμένει πιστή στο καθιερωμένο πλέον ραντεβού της με τις αναγνώστριες, κάθε Μάιο. Η πιο μεγάλη της επιτυχία είναι ώς τώρα το «Σπίτι δίπλα στο ποτάμι» (Εκδ. Ψυχογιός) που έχει ξεπεράσει τα 200.000 αντίτυπα. Το πιο πρόσφατο είναι το «Τελευταίο χειροκρότημα». Στον ελεύθερο χρόνο της, της αρέσει ο ρόλος της παραδοσιακής νοικοκυράς. Πλέκει, κεντάει, μαγειρεύει, φτιάχνει γλυκά. Εχει δύο παιδιά που έχουν ενηλικιωθεί, έχει και τον Γιώργο, τον σύζυγό της, που διαβάζει πρώτος ό,τι εκείνη γράφει.

Λένα Μαντά, «Χωρίς χειροκρότημα», Ψυχογιός

Μίμης Ανδρουλάκης

Πολιτική και αυτοβιογραφία

Ούτε ένα, ούτε δυο, ούτε τρία. Δεκαεπτά βιβλία έχει στο ενεργητικό του ο Μίμης Ανδρουλάκης από το 1979, τότε που δημοσίευσε τα πρώτα πολιτικά του δοκίμια. Στη λογοτεχνία έφτασε γρήγορα και τα τελευταία πολλά χρόνια εγκαταστάθηκε εκεί εκδίδοντας μυθιστορήματα στα οποία ο ερωτισμός δένει με το πολιτικό σασπένς. Το κοινό επιβραβεύει κάθε συγγραφική του απόπειρα, αρχής γενομένης από το «γυναικείο αντιμυθιστόρημα» του 1999, το πασίγνωστο «Μν» το οποίο αξιώθηκε διώξεις από συντηρητικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους. Στο φετινό του βιβλίο «Ετσι κάνουν όλες» (Εκδ. Καστανιώτη) σκάβει ακόμη βαθύτερα στην περιοχή της λίμπιντο με ιστορίες που έχουν πολιτικό χαρακτήρα και αυτοβιογραφικό υπόβαθρο. Βοηθός του σ’ αυτό το εγχείρημα ένας σύγχρονος Νοστράδαμος, καθηγητής οικονομικών προγνώσεων.

Μίμης Ανδρουλάκης, «Έτσι κάνουν όλες», Καστανιώτης

Νίκος Πλατής

Λεξικά σαν μυθισρτορήματα

Τα βιβλία του έχουν απρόβλεπτη θεματογραφία και εκρηκτικό χιούμορ και ο ίδιος ως συγγραφέας είναι (κατά τον Παπαγιώργη) μια διασταύρωση Πετρόπουλου, Πεντζίκη και Γενναδίου. Με σπουδές αρχιτεκτονικής και επιτυχημένη καριέρα διαφημιστή στο ενεργητικό του, ο Νίκος Πλατής είναι ο δημιουργός των πιο απολαυστικών λεξικών: του παιγνιώδους και πιπεράτου «Ουαλικού λεξικού του σεξ», του «Γατικού λεξικού», του «Μπαχαρικού λεξικού», του «Μαύρου λεξικού» κ. ά. Πρόκειται για εγκόλπια τα οποία πίσω από την λεξικιστική βιτρίνα τους συνιστούν αποσπασματικές μεν, ευρύτατες δε κοινωνιολογικές, λαογραφικές, ιστορικές, θρησκειολογικές, γλωσσολογικές, μελέτες που διαβάζονται σαν συλλογές ακαριαίων ιστοριών και σχολιάζουν τα καλά και τα στραβά μας. Τώρα λοιπόν που πάτησε τα 60, διάλεξε ως θέμα του το απόλυτο ταμπού: τον θάνατο που έρχεται «αργά ή γρήγορα», αφού «η ζωή δεν δίνεται σε κανέναν ως ιδιοκτησία – δίνεται για προσωπική χρήση». Η εποχή είναι ερεβώδης και το θέμα μαύρο αλλά το βιβλίο είναι τρυφερό, δεν παίζει με το δράμα της ζωής, αλλά αντίθετα συγκινεί, παρηγορεί, απελευθερώνει, στηρίζει, ανακουφίζει, ταρακουνά τον αναγνώστη και διασκεδάζει τους μύχιους φόβους του.

Νίκος Δ. Πλατής, «Presto o tardi – Το λεξικάκι

που… παίζει με τον θάνατο», Νεφέλη

Τάσος Φαληρέας

Απενοχοποίηση του λαϊκού τραγουδιού

Ο Τάσος Φαληρέας τυπικά ήταν μουσικός παραγωγός που ξεκίνησε απ’ τη Lyra και εργάστηκε σε Columbia, CBS και σε άλλες εταιρείες με μεγάλες επιτυχίες. Επίσης, τυπικά μαζί με τον αδελφό του Γρηγόρη και τον Πέτρο Μοροζίνη ήταν ιδιοκτήτης του ιστορικού δισκάδικου – εντευκτηρίου «Pop 11» του Κολωνακίου που εκόμισε δίσκους πρωτοποριακών μουσικών ρευμάτων – σε εποχές που η Αθήνα ακόμη δεν είχε μυηθεί σε έννοιες όπως rock n roll, soul, blues κ.α. Ο Tάσος Φαληρέας όμως ουσιαστικά ήταν κάτι παραπάνω: Ηταν ένας γκουρού – έννοια που ο ίδιος μισούσε – με οξυδερκείς παρατηρήσεις, σκέψεις και ιδέες και εμπλοκή με δεκάδες ετερόκλητα αλλά τελικά ενιαία πράγματα (απ’ την συμμετοχή του στην έκδοση του περιοδικού «Πάλι» με Κουτρουμπούση, Πουλικάκο, Δενέγρη, Βαλαωρίτη) μέχρι την απενοχοποίηση του λαϊκού τραγουδιού και την αρθρογραφία του σε δεκάδες περιοδικά. Ο Μανόλης Σαββίδης επέλεξε, απάνθισε, φρόντισε τα δημοσιογραφικά και λογοτεχνικά κείμενα του Φαληρέα. Που συνοψίζουν και πολλά στοιχεία για τα μεταπολιτευτικά γεγονότα σε μουσική και κοινωνία.

Τάσος Φαληρέας, «Χαριστική Βολή», Ιστός

Χρίστος Ζαφείρης

Στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης

Ο γνωστός δημοσιογράφος Χρίστος Ζαφείρης, ακτινογραφεί τη Θεσσαλονίκη του ’70 και μας προσφέρει την προσωπική του μαρτυρία για την (χουντική) τετραετία 1971-1974. Εχοντας ζήσει τα γεγονότα της περιόδου, ως ενεργό μέλος του φοιτητικού κινήματος αλλά και ως επαγγελματίας δημοσιογράφος – υπήρξε υπεύθυνος της σπουδαστικής σελίδας της εφημερίδας «Θεσσαλονίκη» και συντάκτης μυστικών ανταποκρίσεων που δημοσιευόντουσαν στο εξωτερικό – ο Ζαφείρης επιχειρεί μια συνολική, σχεδόν φωτογραφική, αποτύπωση των δύσκολων εκείνων χρόνων. Το βιβλίο εστιάζει κυρίως στον φοιτητικό αγώνα στη Θεσσαλονίκη και την εξέγερση του Πολυτεχνείου της ενώ παράλληλα αναδεικνύει τις νέες μορφές αντίστασης κατά του καθεστώτος, που είχαν αρχίσει να εκδηλώνονται εκείνη την περίοδο στην πόλη και είχαν ως σημείο αναφοράς την πολιτισμική δράση της νεολαίας. Αναγνωρίζοντας όμως, ότι η «γενιά του πολυτεχνείου» στην πραγματικότητα είναι τουλάχιστον δύο γενιές – των αντιστασιακών από τη μία και των χαφιέδων από την άλλη – ο Ζαφείρης δίνει το λόγο και στον αντίπαλο χώρο, καταγράφοντας εκτός από υποστηρικτές και συνεργάτες της χούντας, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα παθητικής ευδαιμονίας και αδιαφορίας που επικρατούσε τότε στη Θεσσαλονίκη, μια πόλη όπου «ο κόσμος συμπεριφερόταν περίεργα, σαν να μην υπήρχε δικτατορία».

Χρίστος Ζαφείρης, «»Αντεθνικώς δρώντες» 1971 – 1974

Η Θεσσαλονίκη στα χρόνια της Χούντας και η εξέγερση

του Πολυτεχνείου της», Επίκεντρο

Γιώργος Γιαννουλόπουλος

Ξαναδιαβάζοντας τον Σεφέρη

Ο νομπελίστας ποιητής μπαίνει στο μικροσκόπιο του συγγραφέα που και κατά το παρελθόν έχει δώσει αιρετικό δείγμα γραφής με το «Διαβάζοντας τον Μακρυγιάννη» (εκδ.Πόλις, 2003), όπου ο στρατηγός της Επανάστασης αναλύεται σαν μύθος του Βλαχογιάννη. Εδώ ο Γιαννουλόπουλος επιχειρεί μια δεύτερη ανάγνωση στις «Δοκιμές». Ενώ αποδέχεται την ποίηση του Σεφέρη ως υποδειγματικά μοντερνιστική, απορρίπτει τα κριτικά κείμενα, συγκρίνοντάς τα με τα αντίστοιχα των Ελιοτ και Πάουντ. Παρά τις προφανείς ομοιότητες, ισχυρίζεται ο συγγραφέας, ο Σεφέρης κατασκεύασε το δικό του αισθητικό μείγμα, που καταλήγει ελλιποβαρές όταν ανεβαίνει στη ζυγαριά. Αρκεί το παράδειγμα της «φυσικής γλώσσας του λαού», την οποία υπερασπιζόταν, την ίδια στιγμή που οι μοντερνιστές ευνοούσαν τη φορμαλιστική γραφή.

Γιωργος γιαννουλοπουλος, «Ο μοντερνισμός

και οι Δοκιμές του Σεφέρη», Πόλις

Σταύρος Θεοδωράκης – Δημήτρης Χαντζόπουλος

«Βάζω τα κείμενα, βάζεις τα σκίτσα;»

«Βάζω τα κείμενα, βάζεις τα σκίτσα;». Ετσι άρχισε η συνεργασία τους που γέννησε τούτο το βιβλίο: ένα διπλό κοινωνικό σχόλιο για την κρίση και γι’ «Αυτό που ζούμε», όπως λέει και ο τίτλος. Παρεμβατικά, δηκτικά, ειρωνικά, τα άρθρα του Θεοδωράκη και τα σκίτσα του Χαντζόπουλου συνομιλούν επί ίσοις όροις και αντανακλούν τη ζωντάνια της δημοσιογραφίας που σέβεται το λειτούργημά της. Οι δυο τους κλείνουν το μάτι στον αναγνώστη και τον προκαλούν να προβληματιστεί: για ζητήματα επίκαιρα όπως οι κυοφορούμενες μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία αλλά και διαχρονικά όπως τα θέματα νοοτροπίας. Χαρακτηριστικό το παρακάτω κειμενάκι για τη διγλωσσία. «Είναι αξιοθαύμαστη η προσπάθεια των πολιτικών να εφευρίσκουν λέξεις ανάμεσα στο ναι και στο όχι. Οπως τα κορίτσια στους σχολικούς μας έρωτες. Δεν έλεγαν «δεν μου αρέσεις», «δεν σε θέλω». Ελεγαν κάτι που θα μπορούσε να εκληφθεί και ως ναι και ως όχι. «Δεν λειτουργώ με αυτόν τον τρόπο». «Δεν είμαι έτοιμη». Ετσι δεν σε έκαναν εχθρό, σε άφηναν να ελπίζεις. Αλλά μόνον οι πολιτικοί και τα κορίτσια το κάνουν αυτό; Το ίδιο δεν κάνουν οι δημοσιογράφοι και οι συνδικαλιστές; Οι διανοούμενοι;».

ΣΤΑΥΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ – ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΣ,

«ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΖΟΥΜΕ», ΠΟΤΑΜΟΣ

ΚΥΡ

Η κρίση σε 125 σκίτσα

Θα είναι ένα ημερολόγιο που διαβάζεται και χρησιμοποιείται με τη σκέψη να γυρνάει στα περασμένα. Στο εξώφυλλο θα φιγουράρει το άγνωστο ακόμη 2012, αλλά οι εικόνες θα μοιάζουν «κολλημένες» στο 2011. Με φιγούρες που έχουν περάσει θέλοντας και μη στο συλλογικό ασυνείδητο, μαζί με αγανάκτηση, ενοχές και λιγοστή αισιοδοξία. Ο «κυρίαρχος λαός» που ξυπνάει ως «άνεργος Μήτσος». Ο Ιούδας που αναφωνεί «Μαζί τον σταυρώσαμε» απευθυνόμενος σε πολιτικούς, μιζαδόρους και λαμόγια. Και ο Ιησούς που εν μέσω του Μυστικού Δείπνου προφητεύει: «Εις εξ υμών θα αγοράσει σπίτι στη Διονυσίου Αρεοπαγίτη με θέα την Ακρόπολη». Το κοφτερό λεπίδι του Κυρ θίγει τα κακώς κείμενα της χρονιάς που πέρασε, της κρίσης που δεν λέει να περάσει και μιας νοοτροπίας που η μπογιά της δεν περνάει πλέον.

«Κυρ 2012 – Δεν ελπίζω τίποτα… Δεν πιστεύω τίποτα…

Είμαι Ελληνας!», Καστανιώτησ