ΟΙ «ΧΑΜΕΝΟΙ» ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ
ΧΑΘΗΚΑΝ, «ΟΣΟΥΣ ΑΝΤΙΣΤΑΘΗΚΑΝ» ΚΑΙ «ΟΣΟΥΣ ΕΠΕΖΗΣΑΝ»·
ΑΛΛΑ ΙΣΩΣ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΩΝΙΑ
ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΝΑ ΘΥΜΗΘΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΓΡΑΨΟΥΝ, ΝΑ ΑΦΗΓΗΘΟΥΝ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΡΑΓΙΚΑ, ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΝ, ΝΑ ΞΕΠΕΡΑΣΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΕΞΗΓΗΣΟΥΝ. ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ, ΝΤΑΝΙΕΛ ΜΕΝΤΕΛΣΟΝ
«Π ριν από καιρό, τότε που ήμουν έξι κι εφτά κι οχτώ χρονών, τύχαινε καμιά φορά να μπαίνω στο δωμάτιο και ορισμένοι άνθρωποι να βάζουν τα κλάματα».

Η αφήγηση του Ντάνιελ Μέντελσον αρχίζει με τον ίδιο ως παιδί περιστοιχισμένο από τους Εβραίους παππούδες, τους συγγενείς και τους φίλους τους, στην Αμερική της δεκαετίας του ΄60. Κάποιοι από αυτούς, θα μάθει αργότερα, είχαν επιζήσει με διάφορους τρόπους από το κυνηγητό των ναζί. Οι υπόλοιποι, οι περισσότεροι, υπήρξαν τυχεροί καθώς είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όχι όλοι: ένας από τα αδέλφια του παππού του, ο Σμιλ Γιέγκερ, η γυναίκα του και οι τέσσερις κόρες τους βρίσκονταν ακόμα στο Μπόλεχοφ, την πόλη όπου για αιώνες ζούσε η οικογένεια, το 1941. Τότε οι Γερμανοί κατέλαβαν την κωμόπολη αυτή της Βορειοδυτικής Πολωνίας (βρίσκεται στη σημερινή Ουκρανία) και άρχισαν να εξοντώνουν τον εβραϊκό πληθυσμό της. Από τα 3.000 και πλέον μέλη της εβραϊκής κοινότητας του Μπόλεχοφ, λιγότεροι από 50 επέζησαν μετά το 1943· οι υπόλοιποι βρήκαν τραγικό θάνατο σε οργανωμένα πογκρόμ, στα οποία συχνά συμμετείχαν και ντόπιοι άλλων εθνοτικών ομάδων- παλιοί γείτονες στον ειρηνικό πολυπολιτισμικό μικρόκοσμο της πολωνικής πολίχνης.

Όταν, χρόνια μετά τον θάνατο του παππού του, ο Νεοϋορκέζος Μέντελσον, γνωστός πια κριτικός λογοτεχνίας και φιλόλογος, αποφασίζει να ανασκάψει αρχεία, ιστορίες και τις μνήμες όσων επιζώντων μπορεί να βρει, ώστε να ξεκαθαριστούν οι συνθήκες θανάτου των συγγενών του, το πρώτο πράγμα που βρίσκει είναι τα γράμματα εκείνου του θείου Σμιλ «πριν από τον κατακλυσμό». Δείχνουν έναν άνθρωπο που γράφει απεγνωσμένα στους συγγενείς του στην Αμερική: καθώς καταλαβαίνει ότι ο κλοιός σφίγγει γύρω του, γράφει εκλιπαρώντας τους να στείλουν χρήματα ώστε να σώσουν έστω ένα μέλος από την οικογένειά του.

Η αναζήτηση για τις συνθήκες θανάτου της οικογένειας του Σμιλ Γιέγκερ, αυτών των έξι από τα έξι εκατομμύρια του Εβραϊκού Ολοκαυτώματος, θα κάνει τον συγγραφέα να ταξιδέψει, σε αναζήτηση επιζώντων, από τη Νέα Υόρκη στη Φλόριντα, την Ουκρανία, την Αυστραλία, το Ισραήλ, τη Σουηδία και τη Δανία, ξανά στο Ισραήλ και τέλος πίσω πάλι στο Μπόλεχοφ, σε μια συγκλονιστική τελευταία επίσκεψη «εκεί που έγιναν όλα», όπου, από τύχη και μόνο, θα ανακαλύψει τελικά το σημείο στο οποίο εκτελέστηκαν τα δύο τελευταία από τα μέλη της οικογένειας των Γιέγκερ.

Τρεις άξονες

Οι Χαμένοι, που μεταφράστηκαν υποδειγματικά στα ελληνικά από τη Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, ισορροπούν αριστοτεχνικά ανάμεσα στα είδη: αυτοβιογραφικό αφήγημα, μαρτυρία, χρονικό, δημοσιογραφική έρευνα, αλλά μαζί και ταξιδιωτική διήγηση με αποσπάσματα λογοτεχνικής κριτικής. Όσο προχωρεί, το βιβλίο δομείται (ίσως με περισσότερη από όσο χρειάζεται αυτοαναφορικότητα και αυτοθαυμασμό) σε τρεις άξονες.

Πρώτος άξονας η ανάμνηση και η αφήγηση : Πώς ρωτάς τους επιζώντες να θυμηθούν και τι κρατάς από αυτά που λένε; Πώς ισορροπείς ανάμεσα στις γλώσσες (αγγλικά, γίντις, πολωνικά, ρωσικά), πώς αντιμετωπίζεται η λήθη, πώς ξαφνικά μια συγκεκριμένη ημερομηνία, ή μια φωτογραφία, μπορεί να ανασύρουν ποταμούς λεπτομερειών και αναμνήσεων; Πώς τη λες αυτή την ιστορία; Πώς ρωτάς τους επιζώντες να σου την πουν, πόσες υποψίες και προβολές μπορείς να προσθέσεις; Και, τέλος, πώς τη γράφεις; Λιγότερο ως Προυστ και πολύ περισσότερο ως Ζέμπαλντ, ο Μέντελσον εκθέτει «γραμμικά» την πορεία των σκέψεων, των πληροφοριών όπως τις βρίσκει, των αναμνήσεών του και των αναμνήσεων των άλλων, και παράλληλα ενθέτει στο κείμενο μια σειρά συγκινητικών φωτογραφιών, κειμηλίων ή σύγχρονων φωτογραφιών που βγαίνουν κατά τη διάρκεια των ταξιδιών αναζήτησης επιζώντων. «Σώθηκε το άλμπουμ»

Δεύτερος άξονας του βιβλίου η Ιστορία και οι ιστορίες: Ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με τη λεπτομερή ανάλυση του πώς οι ναζί εξολοθρεύουν σε ενάμιση χρόνο την εβραϊκή κοινότητα του Μπόλεχοφ. Ανά τακτά διαστήματα οργανώνουν «Δρά σεις» (Αktionen) κατά τις οποίες οι Εβραίοι συλλαμβάνονται μαζικά, βασανίζονται και εκτελούνται- οι υπόλοιποι, εγκλωβισμένοι στην πόλη, έχοντας συχνά χάσει με τρομερό θάνατο τους δικούς τους, περιμένουν να έρθει η σειρά τους.

Κάποιοι, όπως και δύο από τα έξι μέλη της οικογένειας του Σμιλ Γιέγκερ, κρύβονται με τη βοήθεια ντόπιων· όταν οι Γερμανοί τους ανακαλύπτουν, τους σκοτώνουν, κι αυτούς και όσους τους βοήθησαν.

Στον καμβά αυτής της Ιστορίας, τρυπώνουν λεπτομέρειες δεκάδων προσωπικών ιστοριών: οι κυνηγημένοι που κρύβονται και από τις κρυψώνες τους ακούνε «έναν έναν τους πυροβολισμούς» που αφανίζουν τους δικούς τους· ο Εβραίος που γράφει ανορθόγραφα γράμματα στον Ρούζβελτ να σώσει την οικογένειά του· τα αδέλφια που μιλούν γίντις, αλλά αλληλογραφούν στα γερμανικά για την επερχόμενη ναζιστική λαίλαπα· οι Εβραίοι που συλλαμβάνονται και, οδηγούμενοι στον τόπο της εκτέλεσής τους, φωνάζουν στους γείτονές τους «έχετε γεια, δεν θα ξαναβρεθούμε»· άνθρωποι που φροντίζουν να εξασφαλίσουν τα άλμπουμ φωτογραφιών των χαμένων φίλων τους («αυτή μπορεί να χάθηκε, σώθηκε όμως το άλμπουμ με τις φωτογραφίες της»)· ο τελευταίος Εβραίος κάτοικος του Μπόλεχοφ, που γράφει στις αρχές να φτιάξουν μνημείο στο ξέφωτο όπου έγιναν οι ομαδικές εκτελέσεις: «δεν υπάρχει πια εβραϊκή κοινότητα εδώ- βρίσκεται ολόκληρη θαμμένη μες στο δάσος».