ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΑΠΟ ΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ
ΤΟΥ 15ΧΡΟΝΟΥ ΑΛΕΞΗ ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΝ ΤΡΙΚΥΜΙΣΜΕΝΟ ΔΕΚΕΜΒΡΗ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ, ΕΙΝΑΙ ΣΙΓΟΥΡΑ ΝΩΡΙΣ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΠΟΥΜΕ ΚΑΤΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΑΠ΄ Ο,ΤΙ ΒΛΕΠΑΜΕ ΚΑΙ ΛΕΓΑΜΕ ΠΕΡΣΙ
«Εξέγερση- Δήθεν Εξέγερση» είναι το ντέρμπι, μια και η επίμαχη λέξη είναι κάτι πολύ περισσότερο από χαρακτηρισμός, είναι αναπόφευκτα ιδεολογία, ή εν πάση περιπτώσει έχει να κάνει με ιδεολογία. Έτσι, δεν είναι διόλου παράδοξο ότι πολύ περισσότερο μελάνι χύθηκε και χύνεται για την ονομασία του φαινομένου παρά για το φαινόμενο το ίδιο, σε όλες του τις παραμέτρους, πέρα δηλαδή από τα κραυγαλέα και προφανή, τις πέτρες, τις μολότοφ και τους βανδαλισμούς.

Τις μέρες αυτές, όπως ήταν φυσικό, στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό τύπο έγινε πολύς λόγος για τον περσινό Δεκέμβρη, με πολυσέλιδα αφιερώματα ιδίως στα κυριακάτικα ένθετα, ειδικές τηλεοπτικές εκπομπές, συχνά με νέο υλικό, μαρτυρίες κτλ. Ο χρόνος θα δείξει αν όλα αυτά υπαγορεύσουν επανεκτιμήσεις ή απλώς επιβεβαιώσουν τις υπάρχουσες θέσεις μας. Για την ώρα ο αντίπαλος λόγος, ο λόγος που αναφερόταν στην «επανάσταση του φραπέ», είτε παραμένει αυτάρεσκα καθηλωμένος σε στάδιο προγλωσσικό, από πολιτικοϊδεολογική σκοπιά, με όρους όπως «καθυστερημένοι ουγκ», «αρλούμπες» κ.ά., είτε επιμένει «ψυχολογικά», αναφερόμενος σε «παθολογικά» άτομα που «θέλουν να ξεσπάσουν το οιδιπόδειό τους στην κοινωνία» κτλ.

Ώστε επείγει να αναγνωρίσουμε και να ονοματίσουμε όχι τα επεισόδια και τις συγκρούσεις των δρόμων αλλά τις δικές μας, βαθύτερες συγκρούσεις και διαφορές, αυτές που αναδείχτηκαν σ΄ αυτόν τον «δικό μας πόλεμο», όπως έγραφα πέρσι, επιλογίζοντας σχετική σειρά επιφυλλίδων μου. Είναι φανερό πως η συζήτηση πρέπει να γίνει με άλλους όρους, και δεν εννοώ τώρα λέξεις και χαρακτηρισμούς, αλλιώς δεν έχει νόημα να γίνει καν.

Κι όσο δεν θα γίνεται [ούτε αυτή] η συζήτηση τόσο πιο σίγουρο είναι πως θα είμαστε μάρτυρες και μαζί πρωταγωνιστές σ΄ άλλον ένα ετήσιο, επετειακό πετροπόλεμο -απ΄ τα παιδιά στους δρόμους, απ΄ τους μεγάλους εμάς στις στήλες των εφημερίδων μας ή τα τηλεπαράθυρά μας.

Στη φετινή επέτειο-μνημόσυνο η σελίδα αυτή θα σταθεί στον ευφάνταστο λόγο ενός νεοτέρου, που ηλικιακά βρίσκεται ανάμεσα στις δύο μεριές, από τη μια των εξεγερμένων ή, αν θέλετε, μπαχαλάκηδων, κι από την άλλη των γονιών και μεγαλυτέρων ή, αν πάλι θέλετε, «ενοχικών μεσηλίκων».

Κρατώ στα χέρια μου το μικρού σχήματος και σχετικά ολιγοσέλιδο (108 σ.) λεύκωμα του δημοσιογράφου και φωτογράφου Άρη Χατζηστεφάνου, με τίτλο Δεκέμβρης ΄08 και υπότιτλο ένα από τα γκράφιτι των ημερών εκείνων: «Ιστορία, ερχόμαστε… Κοίτα τον ουρανό». Το λεύκωμα κυκλοφόρησε πολύ κοντά στα γεγονότα, αρχές Φεβρουαρίου του 2009, αν δεν κάνω λάθος (δεν υπάρχει σχετική ένδειξη στην έκδοση), κι όμως χαρακτηρίζεται από σπάνια διαύγεια και νηφαλιότητα.

Ο Άρης Χατζηστεφάνου (Α.Χ.) γεννήθηκε το 1977, όπως διαβάζω στο αυτί του εξωφύλλου, και γι΄ αυτό έγραψα πως ηλικιακά βρίσκεται ανάμεσα στους δύο πόλους που συνθέτουν το προκείμενο «πρόβλημα». Γεννημένος το 1977 σημαίνει θεωρητικά παιδί παιδιών της «γενιάς του Πολυτεχνείου», σημαίνει πως μεγάλωσε στη βαριά, καταπιεστική έως ευνουχιστική σκιά της «ηρωικής γενιάς», έτσι όπως ασφυκτιούσαμε εμείς στον απόηχο του έπους του ΄40.

Γι΄ αυτόν το λόγο έχει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον η ματιά του Α.Χ. Ο οποίος, αντιγράφω από το οπισθόφυλλο, «περπάτησε στους δρόμους του ελληνικού Δεκέμβρη. Κατέγραψε με το φακό του το χρονικό της κοινωνικής έκρηξης και άκουσε τους πρωταγωνιστές της, από τα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων μέχρι τα έδρανα της Βουλής. Μια ιστορία που ξεκίνησε από τη δολοφονία ενός δεκαπεντάχρονου παιδιού και έφτασε να ανατρέψει ισορροπίες και βεβαιότητες στην Ελλάδα και σε ολόκληρη την Ευρώπη».

Το λεύκωμα ανοίγει με τη διπλή αφιέρωση: «Στον Αλέξη από την Αθήνα/ Στην Κωνσταντίνα από τη Βουλγαρία» και ένα 11σέλιδο αλλά ιδιαίτερα πυκνό κείμενο: «Εικόνες μιας εξέγερσης (Αντί Προλόγου)». Ακολουθούν εφτά μέρη: Εκτέλεση, Εξέγερση, Βία, Καταστολή, Νοικοκυραίοι, Εξημέρωση, Η δημοκρατία της αγοράς- Η εξαγορά της δημοκρατίας, στα οποία οργανώνεται το εντυπωσιακό φωτογραφικό υλικό, εντυπωσιακό και σαν μαρτυρία και σαν αισθητικό αποτέλεσμα.

Μίλησα για «ευφάνταστο λόγο», και αυτό έχει να κάνει με τις λεζάντες, που είναι στίχοι από τραγούδια (Clash, Rolling Stones κ.ά.), λόγια πολιτικών και άλλων προσωπικοτήτων, αποσπάσματα από εφημερίδες, από λογοτεχνικά έργα, από ιντερνετικά φόρουμ κ.ά., που δίνονται κατά κανόνα ζευγαρωτά, σ΄ έναν άτυπο διάλογο μεταξύ τους. Το χιούμορ, υποδόριο, πικρό, διατρέχει το λεύκωμα και λούζει τα εικονιζόμενα μ΄ ένα σκληρό, αμείλικτο φως, πολύ πιο αποκαλυπτικό από μακροσκελείς εμβριθείς σχολιασμούς και αναλύσεις. Από τον Ησίοδο ώς τον Καζαντζάκη ή τον Ντομινίκ Στρος-Καν του Διεθνούς Νομισματικο Ταμείου, από τον Αριστοτέλη ώς τον Μπρεχτ ή τον Αντώναρο, τα ζεύγη είναι εντυπωσιακά: ο Προκόπης Παυλόπουλος με τον Μάνο Χατζιδάκι· ο Άνθιμος Θεσσαλονίκης με τον Βάρναλη· ο Πάγκαλος με τον Κομαντάντε Μάρκος, αλλά και ο Πάγκαλος με τον εαυτό του, για το πανεπιστημιακό άσυλο· ο Καραμανλής με τον επιφανή Σλοβένο φιλόσοφο Ζίζεκ· επί φιλοσοφικού και ο Νικήτας Κακλαμάνης με τον Αριστοτέλη· ο Σωτήρης Χατζηγάκης με τον Στάινμπεκ· περί ιδιωνύμου ο Καρατζαφέρης με τον Αϊνστάιν· για το «μαγάρισμα» της Ακρόπολης το Ναζιστικό φρουραρχείο Αθηνών το 1941 με τον Γιανναρά και τον Αντώναρο και τον Μανόλη Γλέζο· ο Ντε Γκωλ με τον Στέφανο Μάνο κ.ά.

Δύο μόνο παραδείγματα:

Όλοι λένε το ορμητικό ρεύμα βίαιο.

Μα την κοίτη του ποταμού που το κρατάει Κανείς δεν τη λέει βίαιη (Μπέρτολτ Μπρεχτ)