Το πιο αξιόλογο έργο της τριλογίας αποτελεί πάντως ο πρόσφατος συλλογικός τόμος για την ιστοριογραφία της δεκαετίας του ΄40, με τίτλο Η εποχή της Σύγχυσης. Τίτλος εξαιρετικά αμφίσημος, αφού η σύγχυση σίγουρα δεν αφορά τη δεκαετία του ΄40 ούτε τη σχετική ιστοριογραφία αλλά αντανακλά τα αδιέξοδα στα οποία έχει οδηγηθεί το «νέο κύμα». Τον αρχικό σχεδιασμό του βιβλίου οι επιμελητές τον αποδίδουν στον Γιάννη Ιατρίδη, τον οποίο αναγορεύουν σε μέντορά τους, αισθανόμενοι πλέον την ανάγκη να αναζητήσουν προπάτορες και κυρίως να διαμορφώσουν συμμαχίες. Η συνεχής ενασχόλησή τους με τον κομμουνισμό φαίνεται να τους έχει διδάξει τη σημασία των μετωπικών οργανώσεων, χωρίς όμως να υποτιμούν και τον ρόλο του κομματικού ινστρούχτορα, ο οποίος κατακεραυνώνει τους ιδεολογικούς αντιπάλους. Ρόλο που, αυτάρεσκα, έχει αναλάβει στον συγκεκριμένο τόμο ο Στάθης Καλύβας (σελ. 199-254).

Έτσι, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα άρθρα του τόμου που επιχειρούν μια κριτική επισκόπηση της βιβλιογραφίας σε ένα συγκεκριμένο πεδίο, ο Στ. Καλύβας θέτει στο στόχαστρό του τρία συλλογικά και συνθετικά έργα, τα οποία ψευδώς χαρακτηρίζει ως «εγκυκλοπαίδειες». Πρόκειται για την Ιστορία του Νέου Ελληνισμού που κυκλοφόρησε από « ΤΑ ΝΕΑ», την Ιστορία των Ελλήνων που κυκλοφόρησε από την Ελευθεροτυπία και την Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Βιβλιόραμα. Η συνοπτική καταδικαστική απόφαση την οποία απαγγέλλει είναι ότι πρόκειται για έργα που χαρακτηρίζονται από «έντονη ιδεολογικοποίηση και μονομέρεια», προωθούν μία «εθνικο-λαϊκή μυθοποιητική σύνθεση» και ταυτίζουν «την Αριστερά με το έθνος».

Η επιχειρηματολογία με την οποία ο Στ. Καλύβας προσπαθεί να υποστηρίξει την κριτική του αποδεικνύεται ωστόσο ακραίο μείγμα άκρατης κακοπιστίας και ιδεολογικών αγκυλώσεων. Ταυτίζει τα τρία έργα, κάτι που με κανέναν τρόπο δεν ισχύει. Συγχέει ηθελημένα το περιεχόμενο των έργων με τη δημοσιογραφική τους παρουσίαση. Μία έλλειψη που εντοπίζει σε ένα κείμενο (π.χ. σχετικά με τη δολοφονία της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη) αφήνεται να εννοηθεί ότι αφορά και τα τρία έργα, ενώ το συμβάν ρητά π.χ. μνημονεύεται στην Ιστορία των « ΝΕΩΝ». Σχολιάζοντας την περιγραφή του ένοπλου δωσιλογισμού από τον Π. Πιζάνια στην Ιστορία των « ΝΕΩΝ», τον κατηγορεί ότι «ενοποιεί πλασματικά ένα πολύμορφο φαινόμενο και του προσδίδει μια κοινή κοινωνιολογική βάση που ποτέ του δεν είχε» (σ. 222). Τουλάχιστον ο Πιζάνιας αναφέρεται αποκλειστικά στον ένοπλο δωσιλογισμό και δεν τον ενοποιεί με τον ΕΔΕΣ, όπως κάνει ο Ν. Μαραντζίδης. Επιχειρηματολογεί, τέλος, για ελλιπή πραγματολογική τεκμηρίωση, υποκρινόμενος πως αγνοεί ότι τα περισσότερα κείμενα των συνθετικών αυτών έργων βασίζονται σε προγενέστερη δημοσιευμένη έρευνα των συγγραφέων τους. Μια τέτοια μομφή, διατυπωμένη από τον Καλύβα, είναι μάλιστα ιδιαίτερα προκλητική, όταν δέκα χρόνια μετά την πρώτη του σχετική δημοσίευση για την «κόκκινη βία» στην Αργολίδα, ακόμη περιμένουμε τη στατιστικά ελέγξιμη εκδοχή της που είχε υποσχεθεί.

Να εξοβελιστούν

Εκτός από την κακοπιστία, η κριτική του Καλύβα χαρακτηρίζεται όμως και από μια ακραία ιδεολογική αγκύλωση στο ζήτημα του δωσιλογισμού και της «κόκκινης βίας». Αυτό που φαίνεται να τον ενοχλεί ιδιαίτερα είναι η άποψη (συνοπτικά διατυπωμένη από τον Χρ. Χατζηιωσήφ) ότι στη διάρκεια της Κατοχής, οι άνθρωποι παρ΄ όλο που «είχαν στις πράξεις τους πολύ περιορισμένες επιλογές» τελικά «οι περισσότεροι έκαναν μία ηθική επιλογή». Άποψη που έρχεται προφανώς σε αντίθεση με την προσχηματική «αξιολογική ουδετερότητα» που υιοθετεί το «νέο κύμα» στη μελέτη του δωσιλογισμού. Η αμετροέπεια του Στ. Καλύβα απογειώνεται στις τελευταίες σελίδες του άρθρου του (249-254) όπου ταξινομεί σε κατηγορίες τους συγγραφείς των τριών έργων. Υπάρχουν κατ΄ αρχάς οι μη κατονομαζόμενοι (Γ. Μαργαρίτης, Χρ. Χατζηιωσήφ, Ι. Παπαθανασίου κ.ά.), οι οποίοι προφανώς θα πρέπει να εξοβελιστούν στο πυρ το εξώτερον. Σε μία δεύτερη κατηγορία- κάτι ανάλογο με το καθαρτήριο της Καθολικής Εκκλησίας- ανήκουν συγγραφείς με «επαγγελματισμό και σοβαρότητα», «ακόμα και αν δεν ξεχωρίζουν πάντοτε για την πρωτοτυπία τους». Στην κατηγορία αυτή έχει την τιμή να ανήκει και ο υπογράφων, με συντροφιά τον Χάγκεν Φλάισερ, την Τζελίνα Χαρλαύτη, την Αγγέλα Καστρινάκη κ.ά. Στην τρίτη και κορυφαία κατηγορία ανήκουν ορισμένοι «νεώτεροι ερευνητές» που αρθρώνουν «έναν διαφορετικό λόγο στο περιθώριο των συλλογικών έργων». Το γεγονός ότι όλα τα άρθρα που επαινεί ο Στ. Καλύβας δημοσιεύτηκαν στην Ιστορία της Ελευθεροτυπίας στην οποία «πρωταγωνιστικό ρόλο» (πάντα κατά τον Καλύβα) διαδραμάτισε ο εξοβελιστέος Γ. Μαργαρίτης αποτελεί απλώς μία ασήμαντη αντίφαση.

Στο μόνο σημείο που θα συμφωνήσω με τον Καλύβα είναι στην καταληκτική φράση του με την οποία προτρέπει «τη νέα γενιά ερευνητών» (προφανώς του «νέου κύματος») σε «πρωτογενή και συνθετικά έργα υψηλού επιπέδου». Τα αναμένουμε με εξαιρετικό ενδιαφέρον.