ΟΤΑΝ ΟΙ ΦΙΛΟΛΟΓΟΙ ΤΣΑΚΩΝΟΝΤΑΙ,
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΓΥΡΙΖΕΙ ΣΕΛΙΔΑ.
ΚΙΝΗΣΗ ΚΑΤΑΝΟΗΤΗ ΚΑΙ ΜΑΛΛΟΝ
ΨΥΧΩΦΕΛΗΣ, ΠΟΥ ΟΜΩΣ
ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΝΗΤΙΚΑ ΤΗΣ: ΣΥΧΝΑ
ΕΤΣΙ ΧΑΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ
Είχε κάνει ένα σχετικό σουξέ στην εποχή της, η διαμάχη Δ.Ν. ΜαρωνίτηΓιώργου Ιωάννου, και ήταν αδίκως ξεχασμένη έως σήμερα. Στο αποκορύφωμά της συμφύρονται το δημόσιο και το ιδιωτικό, το ιδιοφυές με το γκροτέσκο, το τραγικό με το κωμικό, η κοινή αγωνία για το πώς μπορεί να αρθρωθεί σε λόγο η διαφορά, με τον λόγο που άθελά του αναπαράγει τα ίδια τα στερεότυπα που προσπαθεί να υπονομεύσει.

Έτος 1977, μόλις έχουν εκδοθεί σε τόμο οι μέχρι τότε συλλογές πεζογραφημάτων του Ιωάννου. Η κριτική αποθεώνει. Μόνη παραφωνία μια διάλεξη του Μαρωνίτη στη θρυλική Τέχνη της Θεσσαλονίκης, αποσπάσματα της οποίας δημοσιεύονται το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς στο Βήμα. Εκεί ο κριτικός θα χαρακτηρίσει την πεζογραφία του Ιωάννου δείγμα «επαρχιακής λογοτεχνίας»: λογοτεχνία που επιμένει σε ένα «σύστημα ανθρωπογεωγραφίας κλειστό, ευσύνοπτο, άμεσα χαρακτηρισμένο» (στον Ιωάννου μνημειώνεται η Θεσσαλονίκη), κι έτσι εκθέτει μεν τα όρια του συστήματος, καταλήγει όμως να πέφτει και στην παγίδα του, να παγιώνεται σε τουριστική τοπογραφία και διδακτισμό. Ο Ιωάννου εκνευρίζεται. Πολύ. Θα θυμηθεί, λίγα χρόνια μετά, μιλώντας «εις εαυτόν»: «Μόλις τά ΄μαθες, έγινες Τούρκος. Είπες… ότι θα βάλεις κάτω τον Μαρωνίτη και θα τον πατάς, όσο να του βγάλεις τ΄ άντερα». Με μια σειρά δημοσίων παρεμβάσεων θα προσπαθήσει να αντιστρέψει τα επιχειρήματα- αν και κάποτε με τρόπο «γραφικό και υπερβολικό».

Τη διαμάχη αυτή έρχεται τώρα να θυμίσει ένα μικρό βιβλίο του Ξενοφώντα Κοκόλη, που κατά βάση αναπαράγει μια παλιότερη εργασία του. Στα καλά του στοιχεία, το βιβλίο επισημαίνει κάποια υπαρκτά προβλήματα με τις αναλυτικές κατηγορίες και τα επιχειρήματα του Μαρωνίτη. Γενικά όμως, είναι κείμενο μίζερο και κοντόθωρο. Εξαντλείται στη λεπτομέρεια του δέντρου (το οποίο συχνά υλοτομεί και με λάθος φιλολογικά εργαλεία) και αρνείται πεισματικά να δει το δάσος. Ως τέτοιο είναι δύσκολο να το χαρεί ο μη φιλόλογος αναγνώστης· κι είναι κρίμα. Διότι η διαμάχη αυτή είναι από τις πιο συναρπαστικές της πρόσφατης λογοτεχνικής ιστορίας μας.

Σύντομα τα γιατί: Στην κατηγορία για επαρχιωτισμό που εκτοξεύει ο Μαρωνίτης, υποβάλλεται ένας φόβος της ηθογραφίας που έχει ομφάλιο λώρο κατευθείαν στη Γενιά του ΄30. Στην κατηγορία για καθήλωση στα ήθη και τα όρια της «επαρχιακής Θεσσαλονίκης», υποβάλλεται η φοβία για καθήλωση της Ελλάδας σε μια διεθνώς επαρχιώτικη θέση, τη στιγμή μάλιστα που ένα διεθνές κοινό ξαναστρέφεται, μεταδικτατορικά, με ενδιαφέρον προς την ελληνική λογοτεχνία. Μήπως το ύφος του Ιωάννου, σε μίμηση μάλιστα από νεώτερους συγγραφείς, ξανακάνει την ελληνική λογοτεχνία εσωστρεφή, φολκλορικό αναμάσημα μιας κλειστής Ελλάδας, που απορρίπτει τη νεωτερική πραγματικότητα, τους νέους κοινωνικούς όρους, τη διεθνή πρωτοπορία; Το επιχείρημα έχει μια βάση (και επιβεβαιώθηκε ως έναν βαθμό από τις λογοτεχνικές εξελίξεις), πλην όμως αδυνατεί να συλλάβει τους τρόπους με τους οποίους το τοπικό μπορεί να συνδιαλέγεται με την παγκόσμια πρωτοπορία και τη μετανεωτερικότητα.

Η απάντηση

Όποιος έχει διαβάσει Ιωάννου αναγνωρίζει την απίστευτη επιρροή που είχε αυτή η κριτική στο ίδιο το έργο του συγγραφέα. Μετά το 1977 μοιάζει να απαντά, σχεδόν με κάθε κείμενό του, στον Μαρωνίτη. Από τη μια ο πόλεμος γίνεται λιβελογραφική μονομανία, από την άλλη όμως καταλήγει σε συγγραφική μεταμόρφωση. Ο Ιωάννου γράφει πυρετωδώς, προσπαθεί διαφορετικά είδη, αφήνει τις σταθερές φόρμες και ξεχνά αφηγηματικές οικονομίες και λεκτικές ντροπές και επικεντρώνεται στην ώριμη ανωνυμία που του δίνει η μεγάλη πόλη. Ο δεύτερος αυτός Ιωάννου έρχεται πιο κοντά στον Ταχτσή και τον Καχτίτση, και στα τραγούδια που γράφει σε μουσική Μαμαγκάκη μοιάζει να συνομιλεί κατευθείαν με τον Χριστιανόπουλο: Όχι τυχαία, και οι τρεις αυτοί συγγραφείς ήταν το θετικό πρόσημο στις αρνητικές κριτικές του Μαρωνίτη.

Ξενοφών Α. Κοκόλης

Η ΔΙΑΜΑΧΗ ΜΑΡΩΝΙΤΗ – ΙΩΑΝΝΟΥ (1977-2007)

ΕΚΔ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ, 2008, ΣΕΛ. 104, ΤΙΜΗ: 11,30