ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ
ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΑΠΟ ΜΑΣ ΤΑ ΕΧΟΥΜΕ
ΕΝΤΟΠΙΣΕΙ ΗΔΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ
ΚΑΘΟΜΑΣΤΑΝ ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΘΡΑΝΙΑ
Η εμμονή στην τυπολογία, ένα είδος «ορθογλωσσικής» ερμηνείας του κόσμου, υπαγορεύει την παθητική καταγραφή φαινομένων τα οποία μοιάζουν τελείως αποκομμένα από την υπόλοιπη πραγματικότητα, όχι μόνον της ζωής μας, αλλά και των γνώσεών μας. Είναι σαν κάποιοι να προσπαθούν να σε πείσουν πως ολόκληρη η κλασική αρχαιότητα, το θεμελιώδες κεφάλαιο του δυτικού πολιτισμού, μπορεί να συμπυκνωθεί σε ένα φιλολογικό πρόβλημα το οποίο βρίσκει την λύση του σ΄ ένα καλοφτιαγμένο συντακτικό ή μια καλογραμμένη γραμματική.

Δεν θυμάμαι ποιος από τους τρέχοντες σοφούς μας είχε δηλώσει ευθαρσώς ότι η αρχαία ελληνική σοφία βρίσκεται στην ίδια τη σημασία των λέξεων, δήλωση που αποδίδει με αρκετή σαφήνεια το μέγεθος του προβλήματος.

Και το πρόβλημα ενδεχομένως να μην είχε και τόση σημασία αν δεν είχε και τις παρενέργειές του. Γιατί αυτή η φιλολογική προσήλωση στα κείμενα συνοδεύεται και από την απόσειση κάθε γνωστικής ευθύνης για τα υπόλοιπα. Τα υπόλοιπα, η σκέψη, ανήκουν στους καθ΄ ύλην αρμόδιους, τους φιλόσοφους, τους επιστήμονες και το Φεστιβάλ Επιδαύρου. Όταν μιλάμε για αρχαία Ελλάδα, στο μυαλό μας έρχονται κατά μείζονα λόγο γραμματικο- συντακτικοί κανόνες και λήμματα λεξικών και, όταν μεταφράζουμε από τα αρχαία, το μυαλό μας δεν στοχεύει στην απόδοση της γοητείας, του ρυθμού και του εσωτερικού νοήματος του κειμένου, αλλά στην ορθή ανάλυση της αναφορικής μετοχής.

Και όλα αυτά, σαν να μη βλέπουμε πως δίπλα σ΄ αυτές τις ατέλειωτες γενιές των φιλολόγων που έστυβαν, και στύβουν, την ανία τους προσπαθώντας να βγάλουν κάποιο συμπέρασμα άλλοι, λιγότερο φιλόλογοι και περισσότερο δημιουργοί χρησιμοποιούσαν τα υλικά αυτής της ίδιας αρχαιότητας ως πρώτη ύλη για την ποίησή τους, παράγοντας μια σημαντική ποικιλία από οπτικές γωνιές και μια ολόκληρη γεωγραφία από στοχαστικές διαδρομές. Η ποίηση του Καβάφη μπορεί να μην έχει καμία σχέση με την ποίηση του Σικελιανού, όμως και οι δύο δεν σταμάτησαν να ταξιδεύουν στον ερειπωμένο κόσμο που άφησε πίσω της η δική μας αρχαιότητα.

Το μεγάλο προτέρημα της φιλολογικής ανάγνωσης είναι η επιμονή της στη λεπτομέρεια που υποβάλλει τον αργό βηματισμό ενός προσεκτικού αναγνώστη ο οποίος σου δίνει την εντύπωση πως μπορεί να ξετρυπώσει το θραύσμα μιας σημασίας εκεί που εσύ δεν διακρίνεις παρά μόνο μια συμπλοκή από σύμφωνα και φωνήεντα.

Η βραδύτητα της φιλολογικής ανάγνωσης είναι το ιδανικό αντίδοτο στην αναγνωστική βουλιμία που μας επιβάλλει το μάρκετινγκ της λογοτεχνίας. Αν μάλιστα αυτή η βραδύτητα συνδυάζεται με τη συνείδηση ότι στόχος δεν είναι η αποκατάσταση κάποιας γλωσσικής τυπολογίας, αλλά η συνομιλία με όσες σημασίες κατάφεραν να διασχίσουν τον χρόνο και να φτάσουν ώς εμάς, τότε η φιλολογική ανάγνωση αποκαλύπτει και τη δημιουργική δύναμη που κρύβεται μέσα στις εμμονές και την επιμονή της.

Σ΄ αυτόν τον συνδυασμό στηρίζονται τα κείμενα που συνθέτουν τη συλλογή Μελετήματα του Μ.Ζ. Κοπιδάκη, ένα σύνολο από άρθρα, δοκίμια και επιφυλλίδες. Τα περισσότερά τους έχουν δημοσιευθεί εδώ κι εκεί και στον τόμο συγκεντρώνονται σε δύο γενικές ενότητες. Η πρώτη αφορά την

Μ.Ζ. Κοπιδάκης

ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ

ΕΠΙΜ. ΕΒΙΝΑ ΣΙΣΤΑΚΟΥ ΕΚΔ. ΠΑΤΑΚΗ ΣΕΛ. 448,

ΤΙΜΗ: 27 ΕΥΡΩ

«Αρχαία ελληνική και βυζαντινή γραμματεία» και η δεύτερη τη «Νέα ελληνική λογοτεχνία».

Ας πάμε σε ένα ειδικό κεφάλαιο, σ΄ αυτό που ο Κοπιδάκης ονομάζει «Ιώσηπος ομηρίζων» και στο οποίο διερευνά τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική παιδεία διατρέχει το έργο του ελληνομαθούς Ιουδαίου Ιώσηπου. Όταν διαβάζει την «Ιουδαϊκή αρχαιολογία» και τον «Ιουδαϊκό Πόλεμο» και στα σχήματα του λόγου ακούει να του μιλάει ο Θουκυδίδης, ο Σοφοκλής ή ο Όμηρος, το εύρημα του φιλολόγου δεν έχει μόνο συλλεκτική αξίααν και με γοήτευσε σ΄ αυτό το κείμενο η σχεδόν αστυνομική μέθοδος με την οποία συλλέγονται τα τεκμήρια της «ενοχής».

Εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι πως εντοπίζει ένα λιγότερο ή περισσότερο συνειδητό υπόστρωμα γραφής που υποβάλλει στο κείμενο τον τρόπο της εκφοράς του. Κι αυτό λειτουργεί εξίσου καταλυτικά με τις όποιες πεποιθήσεις, εθνικές, φυλετικές, ή θρησκευτικές του συγγραφέα του.

«Αφενός για να κολακέψει το κοινό του, αφετέρου για να υποδηλώσει ότι το ιουδαϊκό έθνος δεν είναι ένα βάρβαρο φύλο παντελώς ανελλήνιστο, ο Ιώσηπος επιδιώκει με κάθε τρόπο να προσδώσει μια επίφαση ελληνικότητας στην ιουδαϊκή ιστορία».

Θα μπορούσε κανείς να μιλάει με τις ώρες για τα αντίστοιχα φαινόμενα που εντοπίζει ο Κοπιδάκης μέσα από τα κείμενα αυτά. Όπως, για παράδειγμα, για την άκρως γοητευτική σύγκριση του θεομάχου Πενθέα στις «Βάκχες» του Ευριπίδη με τον επίσης θεομάχο Παύλο στις «Πράξεις των Αποστόλων». Η σύγκριση του χωρίου όπου περιγράφεται η εμπειρία στον δρόμο για τη Δαμασκό με το αντίστοιχο όπου ο αγελλιαφόρος περιγράφει την παράδοση του Πενθέα στις Βάκχες δεν είναι μόνον μια επίδειξη φιλολογικής δεξιότητας. Είναι και μια απόδειξη της γενναιοδωρίας με την οποία μπορεί να σου προσφέρει τα αγαθά της αυτό το βλέμμα του υπομονετικού και επίμονου αναγνώστη με τις φιλολογικές ευαισθησίες. Εν κατακλείδι: μια γοητευτική συγκομιδή από παρατηρήσεις που σηματοδοτεί το πηγαινέλα ανάμεσα στα κείμενα σαν μια ζωντανή και δημιουργική δραστηριότητα.