Τον τόνο του βιβλίου δίνουν φράσεις όπως: «Το να είσαι θεός κι επομένως γνώστης όλων όσων μαγειρεύονταν σε αυτό το καζάνι πρέπει να είναι ρόλος άχαρος». Ή: «Ο Κασάρες είδε ότι ο άνδρας στοιχημάτιζε σε ένα άλογο πάνω από τα μισά από τα χρήματα που είχε μόλις κερδίσει.

Θα ήταν “επενδυτής”, μια ενδιαφέρουσα κατηγορία ανθρώπων που τη συναντάς επίσης στους κλέφτες και στους απατεώνες, ακόμη και στους αστυνομικούς, αλλά ποτέ στους τίμιους ανθρώπους».

Ταυτόχρονα ο Σαμπάγιο περιγράφει και μια πόλη με διάχυτη ελευθεριότητα.

Στην πανσιόν η ιδιοκτήτρια «προσφέρει τα τεράστια οπίσθιά της» σε έναν υπαξιωματικό της αστυνομίας που διαμένει εκεί, τον ίδιο στον οποίο ξεσπάει ο Μαργαρίδα όταν έχει προβλήματα λέγοντάς του ότι «οι γιοι των Βάσκων λέγεται πως είναι όλοι πισωγλέντηδες».