ΣΕ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΑΝΑΖΗΤΟΥΝ ΤΗ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ Η
ΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ, Ο ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΤΗΚ ΕΙΣΑΓΕΙ ΤΗ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ
ΝΟΥΒΕΛΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΜΟΝΤΕΡΝΑ
ΕΚΔΟΧΗ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΛΑΜΒΑΝΕ
ΕΝΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ: ΤΗΝ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ,
ΤΗΝ ΑΠΕΙΛΗ ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΜΠΡΟΣΤΑ
ΣΕ ΚΑΤΙ ΟΙΚΕΙΟ ΑΛΛΑ ΑΝΕΞΕΛΕΓΚΤΟ.
Στη μνήμη του Ε.Χ. Γονατά, ένα χρόνο μετά τον θάνατό του Tο όνομα του Γερμανού ρομαντικού συγγραφέα Λούντβιχ Τηκ ήταν, μέχρι πρόσφατα, ελάχιστα γνωστό στο ευρύτερο ελληνικό κοινό. Χρειάστηκε μια εξαίρετα φιλοτεχνημένη μετάφραση, αλλά κυρίως η αξιέπαινη πρωτοβουλία να παρουσιαστεί ο συγγραφέας αυτός με τρόπο άρτιο στην Ελλάδα. Σ΄ αυτό συνήργησε ο ποιητής Αλέξανδρος Ίσαρης, που μετέφρασε με τη γνωστή του ευαισθησία και γνώση δυο νουβέλες του Τηκ, τον Ξανθό Έκμπερτ και Το Ρούνεμπεργκ, και ο Γιάννης Καλιφατίδης,- γνωστός και από την παλιότερη συνεργασία τους, την ελληνική έκδοση του Λεντς του Γκέοργκ Μπύχνερ στις εκδ.

Άγρα- που έγραψε ένα εμπεριστατωμένο επίμετρο. Το αποτέλεσμα το θεωρούμε σημαντική προσφορά για πολλούς λόγους, αλλά εδώ θα σταθούμε κυρίως στο ότι η έκδοση αυτή αποτελεί ουσιαστική συμβολή στην ιστορία ενός λογοτεχνικού είδους και ενός όρου, που έχει συζητηθεί πολύ στην Ελλάδα: της φανταστικής λογοτεχνίας ή του «φανταστικού».

Το 1797 ο Λούντβιχ Τηκ, κορυφαία μορφή του γερμανικού ρομαντισμού, δημοσίευσε το αφήγημα Ο ξανθός Έκμπερτ, γραμμένο ένα χρόνο νωρίτερα, στον πρώτο τόμο της ανθολογίας με τίτλο Λαϊκά παραμύθια που εξέδωσε με το ψευδώνυμο Ρeter Lebrecht. Το 1812 ο Τηκ έδωσε στο αφήγημα οριστική μορφή και το περιέλαβε στον πρώτο τόμο της συλλογής κειμένων με τίτλο Ρhantasus. Στον πρόλογο εξηγούσε ότι ο τόμος περιελάμ- βανε τις νεανικές του απόπειρες- «παραμύθια, θεατρικά και νουβέλες, όλα τους χαρακτηριστικά μιας παλαιότερης περιόδου της ζωής μου, όπου ανάμεσά τους παρεμβάλλονται πολυποίκιλες συζητήσεις ανάμεσα σ΄ έναν κύκλο ομοφρόνων, γύρω από την τέχνη και τη λογοτεχνία». Στον Ξανθό Έκμπερτ, σύμφωνα με τον Τηκ, «το αφηγηματικό παραμύθι» αποτέλεσε την «απαρχή μιας σειράς από επινοήσεις και αναπλάσεις, που όλες τους χαρακτηρίζονται λίγο πολύ από το χρώμα και το ύφος του Έκμπερτ ».

Στη νουβέλα αυτή ο Τηκ κατορθώνει να συνδυάσει το υπερφυσικό και θαυμαστό στοιχείο του παραμυθιού, δηλαδή τις παράξενες, αλλά ταυτόχρονα οικείες και προσδοκώμενες καταστάσεις για τους αναγνώστες αυτού του είδους, με το αλλόκοτο και το απροσδόκητο: εδώ υπάρχει, όπως και στο παραμύθι, ένα κοριτσάκι που φεύγει από το σπίτι και δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει για να γίνει σύζυγος ενός ιππότη, όμως η έκβαση του γάμου δεν επαληθεύει τις προσδοκίες του παραμυθιού, διότι όλα τελειώνουν με θανάτους και φριχτές αποκαλύψεις: το κοριτσάκι και ο ιππότης ήσαν αδέλφια, αλλά το αγνοούσαν, κι αυτό στοίχειωνε ανεξίτηλα τη σχέση τους και οδηγούσε σε τραγική έκβαση.

Στο κλασικό αυτό κείμενο του Τηκ τα στοιχεία του παραμυθιού ενσωματώνονται σε μια ρεαλιστική αφήγηση, που συνεργεί ώστε να εισαγάγει τον αναγνώστη στην «κανονική» κατάσταση ενός δυστυχισμένου γάμου, οικεία και ταυτόχρονα απειλητική. Τέλος, η παρουσία ενός τρίτου, ενός φίλου του συζύγου, θα λειτουργήσει ως καταλύτης για να βρεθούν οι πρωταγωνιστές αντιμέτωποι με τους σκοτεινούς δρόμους της μοίρας τους και να βγει στο προσκήνιο η τρομερή αποκάλυψη της αιμομικτικής σχέσης που τους καταδίκαζε στη δυστυχία και την καταστροφή.

Η παραβίαση του απαγορευμένου, η άρρητη και ανεκπλήρωτη επιθυμία, η ιδέα της ενοχής είναι το καινούργιο στοιχείο που μεταμορφώνει το παραμύθι σε μοντέρνα νουβέλα. Εδώ ο πυρήνας δεν είναι πλέον το υπερφυσικό και το θαυμαστό, αλλά η υποψία για το άγνωστο, που μπορεί να αφορά τον κάθε φωτισμένο αναγνώστη, δηλαδή τον εκπρόσωπο της ανερχόμενης αστικής τάξης η οποία, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, στήριζε την ύπαρξή της στο πνεύμα του ορθολογισμού και των ερμηνειών της επιστήμης.

Λούντβιχ Τηκ

Ο ΞΑΝΘΟΣ ΕΚΜΠΕΡΤ

TΟ PΟΥΝΕΝΜΠΕΡΓΚ

ΜΤΦ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΙΣΑΡΗΣ, ΕΠΙΜ.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΙΦΑΤΙΔΗΣ, ΕΚΔ. ΣΜΙΛΗ, 2007, ΣΕΛ.:

137, ΤΙΜΗ: 12 #