ΕΧΕΙ ΕΧΘΡΟΥΣ Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ;
ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
ΠΟΛΛΟΥΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΣΜΕΝΟΥΣ ΣΧΕΔΟΝ
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΑ ΣΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΟΥ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΜΑΣ ΟΡΙΖΟΝΤΑ. ΑΚΡΟΒΟΛΙΣΤΕΣ
ΑΛΛΟΤΕ ΕΜΦΑΝΕΙΣ, ΑΛΛΟΤΕ ΚΑΜΟΥΦΛΑΡΙΣΜΕΝΟΥΣ
ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΟΝΤΗ ΤΗΣ
ΤΑΧΑ ΜΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΕΙΤΕ ΜΕ
ΤΟ ΠΡΟΣΧΗΜΑ ΤΟΥ ΕΩΛΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΣ
ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΘΕΑΤΡΟΥ
ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΘΕΣΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΕΚΕΙ ΤΟ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ!
Υπάρχουν βέβαια και οι τρομοκράτες που υπονομεύουν με περίσσια χολή, απαξίωση και συνεχείς τορπιλισμούς ακόμη και από δημόσιες θέσεις επιτροπών, βραβείων και διεθνών διαγωνισμών. Θυμάστε τα καταγέλαστα δύο πρώτα βραβεία του Πρώτου Διεθνούς Διαγωνισμού του Ιδρύματος Ωνάση που τα είδαμε παιγμένα στην Αθήνα εξόδοις του Ιδρύματος; Είχαν να ανταγωνιστούν θαυμάσια έργα του Καμπανέλλη, του Μάτεσι, του Σκούρτη, του Ζιώγα, του Μανιώτη, του Μέντη, τα οποία είχαμε στείλει στην τριτοβάθμια επιτροπή ο Πούχνερ, ο Σπάθης κι εγώ και υπήρξαν Έλληνες άνθρωποι του θεάτρου και της κριτικής του που προτίμησαν (με 25.000 δολάρια βραβείο παρακαλώ) τα βλακώδη βραβευθέντα με το κενό επιχείρημα πως δεν αξίζει και δεν υπάρχει ελληνικό θεατρικό έργο!! Αφήστε που είχε απορριφθεί από τους ξένους διαγωνιζόμενους ο Μρόζεκ!

Πρόσφατα σ΄ αυτήν εδώ την εφημερίδα ο Δημήτρης Δανίκας τόλμησε να πει τη μεγάλη

Το κείμενο του Προυσαλίδη είναι ανεπανάληπτος για τη νεώτερη δραματουργία μας ρηματικός λόγος

αλήθεια. Οι μέτριες ταινίες νέων Ελλήνων σκηνοθετών του πρόσφατου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ισχυρίστηκε πως είναι κλάσεις ανώτερες από τις αμερικάνικες ταινιούλες που κόβουν εισιτήρια στην πρωτεύουσα κρατώντας τις αίθουσες βδομάδες, ενώ οι ελληνικές δεν βρίσκουν αίθουσα προβολής.

Δεν είναι λίγες οι φορές που έχω κι εγώ ισχυριστεί, και ζητώ τη συμμαρτυρία των θεατρόφιλων συμπολιτών μου, πως τα έργα του Καμπανέλλη, του Μάτεσι, του Μέντη, του Μανιώτη, του Διαλεγμένου, του Σκούρτη, του Ζιώγα που είδαμε πρόσφατα, για να μη μείνω στα παλιότερα, είναι και καλύτερα και στερεότερα και ιδεολογικά και, βέβαια, τεχνικά εντελέστερα από πολλά αγγλικά, γαλλικά και αμερικάνικα που βλέπουν με τυμπανοκρουσίες τα φώτα των σκηνών μας. Πρόσφατα το μονόπρακτο του Μίλερ που ανέβασε ο Βουτέρης δεν συγκρινόταν σε δραματική ουσία και τρόπο γραφής με τον μονόλογο του Καμπανέλλη. Ούτε βέβαια το «Μπέλλα Βενέτσια» του Διαλεγμένου έχει να ζηλέψει από ολόκληρο το έργο του Μάμετ και του Σέπαρντ. Όλα, μα όλα τα μονόπρακτα του Ζιώγα που ανεβάζει (θα δούμε πώς) ο Μαστοράκης στο Εθνικό είναι διαρκέστερης αξίας και ουσιαστικότερης θεατρικότητας από τα μονόπρακτα του Ταρντιέ (που ανέβασε κάποτε ο Κουν) και του εξαφανισμένου διεθνώς Αραμπάλ! Όσον αφορά ακόμη και γίγαντες της διεθνούς δραματουργίας όπως ο Άρθουρ Μίλερ, τολμώ να πω πως το «Τίμημά» του που ανέβασε ο Βουτέρης στέκει επί ίσοις όροις δίπλα στο αναλόγου θέματος αριστούργημα του Καμπανέλλη «Ο δρόμος περνά από μέσα».

Αλλά για να γίνω προκλητικότερος, αν έχετε κουράγιο διαβάστε τις «Μύγες» του Σαρτρ και ξεχνώντας την παλιωμένη πια υπαρξιστική ανάλυσή του, σταθμεύοντας στα καθαρά θεατρικά τους προσόντα, συγκρίνετέ τες με την άπαιχτη «Βουή» του Μάτεσι. Συγκρίνατε τα μονόπρακτα του Γκρετς (που ανέβηκαν και στο «Θέατρο Τέχνης» και στο «Απλό» πρόσφατα) με τα «Κομμάτια και θρύψαλα» του Σκούρτη. Και κάτι ακόμη: το έργο με μεταφυσικά προβλήματα που παίζεται τώρα στο «Αμφι-θέατρο» του σύγχρονου Γάλλου συγγραφέα Σμιτ (έχουν παιχτεί άλλα τρία δικά του πρόσφατα) δεν έχει την ποιότητα της μεταφυσικής αναζήτησης του «Βουνού» του Ζιώγα. Ούτε ο «Φιλοκτήτης» του Χάινερ Μίλερ, παρ΄ όλο σε άλλο ιδεολογικό έδαφος, σκιάζει τον μεταφυσικό οργασμό του Ζιώγα στον δικό του «Φιλοκτήτη».

Πέρυσι είδαμε τις «Μέλισσες τον Αύγουστο» του Αθερίδη, τα «Αξύριστα πηγούνια» του Τσίρου, πρόπερσι το «Σπίτι φεύγει» του Νικολή, το «Γάλα» του Κατσικονούρη, της Βιτάλη, του Άκη Δήμου, του Ανδρέα Στάικου, του Μέντη. Γέμισαν οι αίθουσες γιατί και ως θεματική και ως φόρμα ελκύουν περισσότερο το κοινό μας σε σύγκριση με μέτρια ή ξένα ως προς τη νοοτροπία του συρμού μπαλώματα του δραματολογίου των θιάσων μας.

Και ιδού ξαφνικά ένας εικοσιεπτάχρονος συγγραφέας που ξεπήδησε μέσα από έναν διαγωνισμό του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος με το ώριμο πρώτο του έργο έρχεται να πλουτίσει τον κατάλογο, τον ενδεικτικό κι όχι εξαντλητικό που προηγήθηκε.

Ο Λεωνίδας Προυσαλίδης πέρυσι στη Θεσσαλονίκη, φέτος στο «Απλό Θέατρο» του Αντώνη Αντύπα έρχεται να ταράξει τα νερά με τις «Εφτά λογικές απαντήσεις».

Πρέπει να είναι κανείς τελείως θεατρικά αστοιχείωτος ή ιδεολογικά αλλοτριωμένος από τις ναρκωτικές ριπές του μεταμοντέρνου φυσερού να μην αντιλαμβάνεται αυτό που «πιάνει» στον αέρα ο μέσος θεατής, πως ο νεαρός συγγραφέας είναι τάλαντο αυθεντικό για τους εξής αυτονόητους για τους νοήμονες λόγους. α) Διαθέτει πρωτοφανή αίσθηση του θεατρικού δραστικού λόγου. Το κείμενό του είναι ανεπανάληπτος για τη νεώτερη δραματουργία μας ρηματικός λόγος. Δεν υπάρχει σε ένα δίωρης διάρκειας κείμενο ούτε ένα επίθετο!! Για όσους γνωρίζουν απλά ελληνικά απουσιάζει το κοσμητικό επίθετο και το κατηγορηματικό. Σπάνια ξεφυτρώνει επιρρηματική χρήση επιθέτου. Το μόνο επίθετο που στοιχειώνει το έργο είναι ομόρριζο του ουσιαστικού, άκρως ειρωνικής χρήσης. «Η ήσυχη ησυχία» που λαχταράει μια ηρωίδα.

β) Ο Προυσαλίδης είναι ποιητής. Το κείμενό του είναι υψηλής συναισθηματικής φόρτισης (κατά τον ορισμό του Ρίτσαρντς) έρρυθμος λόγος. Γεμάτος συγκοπές και μουσικές παύσεις, που θυμίζουν Πίντερ.

γ) Τα εφτά πρόσωπα που μονολογούν είναι πλήρεις χαρακτήρες και δεν αυτοχαρακτηρίζονται, αλλά παράγονται από γεγονότα που περνώντας μέσα από το υποκειμενικό φίλτρο αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης και σκοτεινές πλευρές, όπως συμβαίνει στους σημαντικούς χαρακτήρες των κλασικών κειμένων. δ) Το έργο κατορθώνει κάτι απροσδόκητο. Αφηγείται μια ιστορία ανθρώπων περισσότερων από τους μονολογούντες (τουλάχιστον άλλων πέντε που συνετέλεσαν στην εξέλιξη των γεγονότων) με απόλυτη λογική εξάρτηση αιτίων, ελατηρίων, αφορμών, κινήτρων, επιθυμιών, σκοπιμοτήτων, υστεροβουλιών μεταξύ τους έτσι ώστε ο μονόλογος αποτελεί απλώς μεθοδολογικό μέσο διάγνωσης ενώ στην ουσία συντελείται δραματική σύγκρουση και ποιητικά αριστοτελικά συστατικά ζητούμενα: ποικιλία διαπλοκής διανοιών και ηθών.

ε) Ο Προυσαλίδης λειτουργεί όπως ο μικροβιολόγος. Απομονώνει ένα μικρόβιο, βακτηρίδιο, μύκητα και το εξετάζει μεγεθύνοντάς το ώστε να καταγράψει και τα ποιοτικά και τα ποσοτικά και τα φυσιολογικά και τα παθολογικά του γνωρίσματα. Το ίδιο κάνει και με τα άλλα πλασμώδια του δίσκου του μικροσκοπίου. Αλλά δεν αγνοεί πως κάθε μικρόβιο συνυπάρχει με άλλα μέσα σ΄ ένα δοσμένο περιβάλλον και αλληλοεπηρεάζεται έτσι ώστε συχνά η παθογένεια του ενός να είναι συνάρτηση της υγείας, της παθογένειας ή της νεοπλασίας του άλλου.

στ) Ο Προυσαλίδης γνωρίζει πως το μεγάλο θέατρο όλων των εποχών από τον Αισχύλο των Ατρειδών ώς τον Σαίξπηρ των Οθέλλων, των Μακβέθ, των Ληρ και των Ριχάρδων, έως τον Μολιέρο του Ταρτούφων, τον Σίλερ της Μαρίας Στούαρτ, Λουίζας Μίλερ ώς τα πρόσωπα που ζητούν συγγραφέα του Πιραντέλο κι όλα τα δράματα του Τσέχωφ, του Τεν. Ουίλιαμς, του Άρθρουρ Μίλερ, του Γκολντόνι, του Καμπανέλλη είναι πεδίο συγκρούσεως οικογενειών. Σ΄ αυτόν τον πυρήνα της κοινωνικής σύντηξης συντελούνται οι μεγάλες καταστροφές, συμφορές και λυτρώσεις. Κι αυτό έκανε. Το έργο του έρχεται να πάρει θέση δίπλα στην «Κασέτα» και τη «Νίκη» της Αναγνωστάκη, στην «Κοινή λογική» του Μανιώτη, στο «Ενυδρείο» του Μουρσελά, στο «Μάνα, μητέρα, μαμά» του Διαλεγμένου, στην «Κομπαρσίτα» του Μέντη, στο «Γάλα», στο «Σόι» του Αρμένη, στον «Γάμο» του Ποντίκα, στους «Έφηβους» του Χρυσούλη, στους «Κερκεμέζους» του Χριστοφιλάκη, στον «Αόρατο θίασο» του Καμπανέλλη.