Στο σπίτι της Αναγνωστοπούλου, απέναντι από το «παρκάκι», έφτασα στις 10. Αλλά

στο μεγάλο σαλόνι, η Ελένη και ο Αντώνης είχαν ήδη υποδεχθεί τουλάχιστον

ογδόντα ανθρώπους, που κουβέντιαζαν εδώ κι εκεί, σε διάφορα «πηγαδάκια»: για

την πολιτική, για την παγωνιά, για τις μετοχές, ακόμη και για το ντέρμπι

Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού. Και το κουδούνι χτυπούσε συνεχώς! Και η γλυκιά η

Μπανάνα άνοιγε πόρτες, έπαιρνε παλτά, ακουμπούσε τα διάφορα δώρα σ’ εκείνο το

μικρό τραπεζάκι του χολ, χαμογελούσε.

Ο Αντώνης, όπως πάντα, αεικίνητος. Έσφιγγε χέρια, δεχόταν φιλιά, ευχαριστούσε

θερμά για τις ευχές, μου ‘κλεινε το μάτι κάθε τόσο, πετούσε τα πειράγματά του

στους πολιτικούς που τον πλησίαζαν, κοιτούσε προς την τραπεζαρία για να

διαπιστώσει αν όλα ήταν «εντάξει» και, κάπου κάπου, άρπαζε – στη ζούλα – ένα

ποτηράκι για να πιει μια γουλιά κρασί.

Το βαρύ τραπέζι ήταν φορτωμένο με καλούδια, από τις 9. Το άγρυπνο βλέμμα της

Ελένης πηγαινοερχόταν από το τραπεζομάντιλο στις καρέκλες κι από τις καρέκλες

στα φαγητά, χωρίς ποτέ να σταματάει να ελέγχει, να κάνει νοήματα για κάποια

λεπτομέρεια που δεν είχε προσεχτεί, να στέκεται, ζεστό, στο πρόσωπο κάθε

καινούργιου επισκέπτη, από την παλιά – αλλά και τη νέα – «φρουρά» που τιμούσε

τη βραδιά.

Κατά τις 11 όλος ο χώρος υποδοχής είχε γεμίσει από κόσμο! Πολλοί είχαν βγει

και στη μεγάλη βεράντα και, παρά το κρύο, θαύμαζαν την ολόφωτη Ακρόπολη

καπνίζοντας, πίνοντας, συζητώντας χαμηλόφωνα. Διέκρινα στην παρέα της βεράντας

τον Καρατζά, την Όλγα, τον Κυρ, την Εύη, τον Βότση, τη Λένα, τον Μπουτέα, την

Έφη, τον Σεραφείμ, τη Βιργινία, τον αδελφό του Αντώνη, τη Δάφνη Σημίτη, τον

Ροκόφυλλο, την Έλσα, τον Λιάνη, τη Μιλένα, την Πλουμή, τον Τάκη. Κάπου στη

γωνία πήρε το μάτι μου και τον Κοντογιαννόπουλο.

Πλησίασα κάποια στιγμή τον Σαμαράκη, που καθόταν σε έναν καναπέ, φάτσα στο

πορτρέτο που του ‘χει φτιάξει ο Τέτσης. «Είσαι καλά;», τον ρώτησα. «Μπορεί να

μην είμαι καλά, με τόσους αγαπημένους φίλους ολόγυρα;», μου αποκρίθηκε.

«Σήμερα, όμως, βλέπω και πολλά άγνωστα πρόσωπα…». Γέλασε ο οικοδεσπότης,

χαϊδεύοντας ένα χοντρό κομπολόι. Γέλασε και είπε: «Μα, οι πόρτες είναι

ανοιχτές… Όποιος θέλει έρχεται, αυτή την ημέρα. Δεν υπάρχουν ιδιαίτερες

προσκλήσεις». Αυτή ήταν και είναι η επιθυμία της Ελενίτσας, για του Αγίου

Αντωνίου….

Κοιτάζω μια φωτογραφία του Αντώνη, στο γραφείο μου. Καπνίζει την πίπα του,

σοβαρός. Να ‘σαι καλά, παλιέ μου φίλε, εκεί που βρίσκεσαι…