Ο φίλος μου ο Ανδρέας ήταν δύσκολος. Δεν ήθελε να πάει προς παραλία, δεν ήθελε

να πάει προς Βορρά, δεν ήθελε το ένα, δεν ήθελε το άλλο, ώσπου καταλήξαμε στο

ξεχασμένο (για μένα τουλάχιστον) «Κουζίνα Cine Ψυρή». Είχα πάρα πολλά χρόνια

να δοκιμάσω την κουζίνα στο «Κουζίνα» και μου άρεσε η ιδέα. Εξάλλου απ’ όλα

αυτά τα μπαρ – εστιατόρια, που κάποτε «φύτρωναν» στου Ψυρή με απίστευτη

ταχύτητα και συχνότητα, αυτό είναι ίσως το καλύτερο. Και από άποψη ντιζάιν

αλλά και από άποψη φαγητού.

Είναι ωραίο, μεγάλο, ευρύχωρο και τώρα το καλοκαίρι η μικρή ταράτσα, χωρίς να

προσφέρει καμιά μαγική θέα, είναι πολύ ανθρώπινη και ευχάριστη. Για να φθάσει

κανείς εκεί, φυσικά, περνάει μέσα από τις όμορφες σάλες στα διάφορα επίπεδα,

από τους πέτρινους τοίχους που συνδυάζονται ωραία με ξύλο, από το γυάλινο

πάτωμα που επιτρέπει να ρίχνεις μια ματιά στην κάβα. Το «Κουζίνα Cine Ψυρή»,

αν και δεν είναι καινούργιο, δεν σε κουράζει, έχει ακόμα αέρα φρέσκο.

Το ίδιο αισθάνθηκα όταν κοίταξα πρώτη φορά το μενού. H κουζίνα λειτουργεί τόσο

με με ελληνικές αναφορές όσο και με μοντέρνα αισθητική. Ορισμένα πιάτα είναι

κάπως πιο «τελειωμένα» ως ιδέες, κάποια είναι αρκετά πρωτότυπα, τα περισσότερα

όμως είναι οικεία – ελληνικά, αλλά όχι κλισέ.

Ένα πιάτο που μου ακουγόταν καλύτερα απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα, ήταν η

σαλάτα με καρπούζι, φέτα, ντομάτα και λάδι. Στην ουσία δεν πρόκειται για μία

σαλάτα, αλλά για δύο και όχι τόσο ταιριαστές μεταξύ τους. Όλα όσα υποσχέθηκε η

περιγραφή στο μενού ήταν παρόντα – το καρπουζάκι, η φέτα κ.λπ. -, αλλά σχεδόν

χώρια στο πιάτο, αποφεύγοντας έτσι κάθε αίσθηση σαλάτας. H ιδέα είναι εκεί,

αλλά ο μάγειρας πρέπει να την ολοκληρώσει για να είναι όντως σαλάτα, με

ανάμεικτα, καλοπαντρεμένα υλικά.

Από τα ορεκτικά δοκιμάσαμε την τάρτα γιαουρτιού και την πλακόπιτα. H αλμυρή

γιαουρτόπιτα ήταν πολύ ωραία, με απαλή και βελούδινη υφή, λεία, πλούσια γεύση.

H πλακόπιτα έστεκε, δεν ήταν όμως καμία αποκάλυψη της μακρινής αρχαίας

γαστρονομίας, απ’ όπου έχει δανειστεί το όνομα. Είναι ένα τηγανισμένο

τετράγωνο κομμάτι φέτας τυλιγμένο με φύλλο και παπαρουνόσπορο. Το σερβίρουν με

μια ιδέα από μέλι. Δοκιμάσαμε άλλο ένα ορεκτικό με βάση τα γαλακτοκομικά, το

κατσικίσιο τυρί παναρισμένο με καρύδια και τσάτνεϊ από αχλάδια. Νόστιμο ήταν.

Νομίζω επίσης ότι το τσάτνεϊ είναι σπιτικό.

Εμείς οι εστιατοκριτικοί πάντα ρέπουμε προς τα πιο ασυνήθιστα πιάτα στο μενού,

γι’ αυτό ήθελα να δοκιμάσω το ριζότο με γαρίδες, κάρι και μαρμελάδα ντομάτας.

Θα ήταν πολύ πιο πετυχημένο εάν το ρύζι ήταν περισσότερο βρασμένο. Μου ήλθε

σχεδόν άβραστο στο τραπέζι. Όσον αφορά τις υπόλοιπες γευστικές χροιές ήταν

δυνατές, σκεπάζοντας λιγάκι την πιο λεπτή γεύση της γαρίδας, αλλά στο τέλος η

ένταση μου άρεσε. Δοκιμάσαμε και το λαβράκι με σπανάκι, ένα ελαφρύ πιάτο με

μια «πινελιά» από γιαούρτι στη σάλτσα. Και στην παρουσίαση και στη γεύση ήταν

συμπαθητικό.

Τα γλυκά, όπως στα περισσότερα μαγαζιά της Αθήνας, είναι τα συνηθισμένα:

τσιζκέικ με φράουλες, όπως το έχω φάει παντού (καλό αλλά όχι ιδιαίτερο), κέικ

σοκολάτας με εσπρέσο (μια χαρά) και κρεμ μπριλέ με ψητό ανανά (ωραίο).

Το «Κουζίνα Cine Ψυρή» είναι ένα καλό παράδειγμα της σύγχρονης αθηναϊκής

κουζίνας, όπου τα ίχνη του παρελθόντος και τα παραδοσιακά υλικά συναντιούνται

σε ένα σοφιστικέ περιβάλλον και κάνουν παρέα με καινούργιες για μας γεύσεις.

Οι τιμές είναι νορμάλ, η ταράτσα τώρα το καλοκαίρι πολύ συμπαθητική και η

κουζίνα ενδιαφέρουσα με περιθώριο να γίνει αρκετά πιο ραφιναρισμένη.

«Cine Ψυρή»: Σαρρή 40. Τηλ. 210-3247.234