Δεν ήταν πρόσωπο Αρχιεπισκόπου αυτό που είδα την Κυριακή το βράδυ στα

τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων. Ήταν ένα πρόσωπο σκληρό, άγριο, που θα ταίριαζε σε

πολεμιστή σε ώρα μάχης. Αλλά κι ο τρόπος που μιλούσε ο Χριστόδουλος, με τα

ολοστρόγγυλα και εκκωφαντικά ελληνικά του, δεν ήταν τρόπος ιερωμένου. Μου

δημιουργούσε την αίσθηση ότι είχα απέναντί μου κάποιον πολιτικό, που

κατακεραύνωνε τους αντιπάλους του!

Καμιά σχέση με τον «άγιο πατέρα», που απαντούσε πριν από μερικές ημέρες στις

ερωτήσεις του Χατζηνικολάου. Ενώπιον του Χατζηνικολάου – και τα φώτα της

τηλεόρασης στραμμένα πάνω του – ο Μακαριώτατος ήταν ένας ήρεμος άνθρωπος,

υπομονετικός, που σκεφτόταν πολύ προτού εκφράσει τις σκέψεις του, με μια

χαμηλή φωνή, χωρίς νεύρο και χωρίς οξύτητα.

Και αυτή η ιστορία των χειροκροτημάτων; Πώς επέτρεπε, ο προκαθήμενος της

Εκκλησίας μας, να τον διακόπτει σε κάθε φράση του το εκκλησίασμα και να

φωνάζει «μπράβο» και «άξιος»; Γήπεδα είναι οι ναοί ή πλατείες, όπου γίνονται

πολιτικές συγκεντρώσεις;

Είχε μέγα πάθος ο Αρχιεπίσκοπος! Και επετίθετο. Αυτήν τη φορά, ούτε

καλαμπούρια ούτε «σας πάω». Οργή και μόνον οργή! Σε ένα σημείο, όμως, του

βγάζω το καπέλο: όπως δήλωσε, είναι απένταρος. Δεν έχει κανένα

περιουσιακό στοιχείο. Όχι σαν κάποιους άλλους, που το μυαλό τους είναι στο

χρήμα και σε μερικά άλλα, ανάρμοστα προς το Σχήμα τους πράγματα…

Την Κυριακή διάβασα στο «BHMA» ένα άρθρο του Στέλιου Ράμφου. Ας το δώσουν και

στον Μακαριώτατο οι σύμβουλοί του, να του ρίξει μια ματιά. Εγώ, αρκούμαι να

αντιγράψω μία παράγραφό του:

«Όταν ένα πνευματικό καθίδρυμα φιλοδοξή να παίξη ρόλο ατμομηχανής προς το

ιστορικό παρελθόν, είναι φυσικό να καταφύγουν θορυβωδώς στο προστατευτικό

σχήμα του προβληματικά άτομα, καπηλευόμενα την τιμημένη παράδοσι ανδρών που το

αιμοδοτούσαν με την αγιότητά τους επί αιώνες. Εάν μάλιστα οι ναρκισσιστικές

ψευδαισθήσεις ενθαρρύνουν μεγαλομανίες εθναρχικές, αργά ή γρήγορα

αποκαλύπτεται το ψυχικό χάος που συντηρεί την «λυτρωτική» φαντασίωσι. (…) H

σημερινή κωμικοτραγική κατάστασι του κλήρου και της ιεραρχίας του αποτελεί

ιδιαζόντως νοσηρό φαινόμενο. Καίτοι μόρφωμα εγχρονικό, ο θεσμός αυτός έχει

αποκοπεί από το ιστορικό γίγνεσθαι, οπότε οι ψυχές τις οποίες δεξιώνεται,

γαλουχημένες σε φυσιολογικές κοινωνικές συνθήκες, υποχρεούνται να σηκώνουν,

συν τοις άλλοις, τον σταυρό της σχιζοφρένειας…».