H πολιτική είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση και σαφώς πρέπει να ασκείται

αποκλειστικά από τους πολιτικούς. H ανάμειξη άλλων παραγόντων ή προσώπων,

θεσμικών ή μη, έξω από την πολιτική, μόνο συμφορές επιφέρει, όπως έχει

αποδείξει η ταραχώδης πολιτική ζωή της χώρας μας. Αρκεί, βέβαια, οι εκπρόσωποι

της πολιτικής να μην ασκούν προσωπική πολιτική ανάλογα με τις «κουμπαριές» ή

τις όποιες προτιμήσεις τους, αλλά να υπάρχει συνέχεια στην εθνική γραμμή που

ακολουθείται.

Από το καλοκαίρι προβαλλόταν εντόνως η υπεραισιοδοξία, ότι με τις

διαπροσωπικές σχέσεις μας με την πολιτική ηγεσία της Τουρκίας θα ελύοντο ως

διά μαγείας οι διαφορές μας με τη γείτονα, ανάμεσά τους και το θέμα της

Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Ένα πνευματικό θεολογικό καθίδρυμα του 1844,

ιδρυμένο από τον Πατριάρχη Γερμανό τον Δ’, το οποίο έκλεισε βίαια και

αυθαίρετα το 1971 από τους Τούρκους, παρά τις διεθνείς συνθήκες, επωφελούμενοι

της «εθνοσωτηρίου πολιτικής» των στρατιωτικών της απριλιανής χούντας στην

Ελλάδα.

Σίγουρα, και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου, υπάρχει (και σωστά υπάρχει)

έντονη η πεποίθηση της ειρηνικής συμβίωσης, κάτι που αιώνες προέβαλλε η τόσο

παρεξηγημένη εκκλησιαστική πολιτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Στη χώρα μας οι θερμοκέφαλοι «Ελληναράδες» είναι άκαμπτοι «φιρφιρήδες», δηλαδή

της πλάκας. Αντιθέτως, στην αντίπερα όχθη ζει και βασιλεύει επικίνδυνα το

«βαθύ κράτος» των στρατιωτικών, το οποίο με το σημαντικό ποσοστό των Γκρίζων

Λύκων αποτελεί το «βαθύ λαρύγγι» που κυριολεκτικά αλέθει και κατατρώει εθνικές

και θρησκευτικές μειονότητες, την όποια ετερότητα.

Τρανή απόδειξη των παραπάνω αποτελεί το νέο δόγμα του Συμβουλίου Εθνικής

Ασφαλείας της Τουρκίας, κατά το οποίο «η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής

της Χάλκης αποτελεί εσωτερική απειλή για την ασφάλεια της Τουρκίας». Στη

διαμόρφωση του νέου αμυντικού δόγματος, διατυπωμένου σε τριάντα σελίδες κατά

το CNN-Turk, συμμετείχαν το Τουρκικό Επιτελείο Στρατού, κλάδοι των ενόπλων

δυνάμεων, το υπουργείο Εξωτερικών και το Εσωτερικών με την Εθνική Υπηρεσία

Πληροφοριών (MIT) και το υπουργείο Οικονομίας. Και το συμπέρασμα του

πολιτικοστρατιωτικού δόγματος είναι ότι «πρέπει να παρεμποδισθούν οι

προσπάθειες να μεταβληθεί το υφιστάμενο καθεστώς του Ορθοδόξου Πατριαρχείου

του Φαναρίου, καθώς και οι προσπάθειες να επαναλειτουργήσει η Θεολογική Σχολή

της Χάλκης».

Οι ώς άνω αποφάσεις δεν είναι τίποτα που να ξενίζει ούτε πρέπει να ξεσηκώνει

επιπόλαια τους φανατικούς της χώρας μας. Αποτελεί όμως ένα μάθημα για την

πολιτική μας ηγεσία, ειδικά κατά την παρούσα εποχή, ότι δηλαδή η εξωτερική

πολιτική πρέπει να έχει συνέχεια και να μη διαμορφώνεται προσωπικά από την

εκάστοτε ηγεσία. Γιατί, αυτή είναι η παθολογία της ελληνικής εξωτερικής

πολιτικής: η ασυνέχεια. Σε αντίθεση με την σταθερή εκκλησιαστική πολιτική, όχι

των Αθηνών ή «του Αθηνών», αλλά του Οικουμενικού Θρόνου (οι Τούρκοι επαίρονται

ότι είναι κληρονόμοι του Βυζαντίου), που, παρά τις όποιες πατριαρχικές

διαδοχές ή το «εμπερίστατον», παραμένει αιώνες σταθερή, έχοντας ως κύριο

στοιχείο, «άχρι καιρού», την έμμονη υπομονή.

Ο Αντώνης Σανουδάκης είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης – συγγραφέας.