|
|
|
|
«Αλέξανδρος Γιωτόπουλος. Ο Γιωτόπουλος ανήκει στους ιδρυτές και στην ηγετική
ομάδα της ΕΟ 17N. H κήρυξη της δικτατορίας του 1967 τον βρήκε στο Παρίσι, όπου
σπούδαζε Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο. Αναμείχθηκε αμέσως στην ανθούσα στο
Παρίσι φοιτητική ένωση των εκεί Ελλήνων, ως γενικός γραμματέας και απέκτησε
δημοφιλές προφίλ μεταξύ των μελών της φοιτητικής κοινότητας, αφού άλλωστε
πολλά παλαιά μέλη της προσήλθαν στο ακροατήριο και κατέθεσαν ως μάρτυρες
υπεράσπισής του, παρ’ όλο που, όπως βεβαίωσαν, έχουν χάσει την επαφή μαζί του
για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Ο Γιωτόπουλος στο στάδιο αυτό της ζωής του
έλαβε την απόφαση να δράσει κατά της δικτατορίας και ήλθε κρυφά στην Ελλάδα
και μετέσχε στην αντιστασιακή οργάνωση ΛΕΑ, στην οποία αποδίδεται και η
τοποθέτηση κροτίδας (μικρής ωρολογιακής βόμβας) στο υπόγειο του κτιρίου της
Αμερικανικής Πρεσβείας των Αθηνών και την πατρότητα της ενέργειας διεκδικεί
προσωπικώς ο Γιωτόπουλος, χωρίς όμως να ενθυμείται και τον ακριβή χρόνο που
την τοποθέτησε. Επακολούθησε σύλληψη ορισμένων από τα μέλη της ΛΕΑ και
καταδίκη τους από το Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης σε μακροχρόνιες ποινές
στερητικές της ελευθερίας.
«Ιατρόπουλος»
Μεταξύ των καταδικασθέντων περιλαμβάνεται στην απόφαση του στρατοδικείου και
το όνομα «Ιατρόπουλος ή Γιατρόπουλος», το οποίο ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος
ισχυρίζεται ότι ανήκε στον ίδιο. Μετά τη μεταπολίτευση ο Γιωτόπουλος, αφού
ίδρυσε, όπως προεκτέθηκε, μαζί με τα λοιπά πρόσωπα την ΕΟ 17N. αποφάσισε να
ζήσει στη σκιά, υπό το ψευδές όνομα «Μιχαήλ Οικονόμου».
Ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος είναι γιος του Δημήτρη Γιωτόπουλου, επιφανούς μέλους
της Δ’ Διεθνούς (τροτσκισμός), του οποίου όμως δεν φαίνεται να συμμερίζεται
τις ιδεολογικές απόψεις, κατά το μέρος τουλάχιστον που καταδικάζουν την
ατομική τρομοκρατία. Έχει πολύ καλή εμφάνιση και παράσταση, γνωρίζει άπταιστα
τη γαλλική και αγγλική γλώσσα, είναι δε και άριστος γνώστης της ελληνικής
γλώσσας.
«Χαρισματικός»
Είναι πρόσωπο χαρισματικό και ασκεί μια αδιόρατη επιρροή στους γύρω του και
διαθέτει επίσης μια βαθιά μαρξι-λενινιστική συγκρότηση, αλλά και γενικότερη
κλασική λογοτεχνική παιδεία. Οι εν λόγω ξεχωριστές του ιδιότητες τον
διευκολύνουν αφενός να διεισδύει σε κύκλους και τόπους, από όπου αρύεται
σοβαρές και πολλές φορές απόρρητες πληροφορίες, αλλά και να επικυριαρχεί πάνω
στα λοιπά μέλη της οργάνωσης, έναντι των οποίων δεν άφησε να δημιουργηθούν
σχέσεις ισότητας μαζί του, αλλά σχέσεις δεσπόζουσας προς δουλεύουσες
προσωπικότητες, ώστε να είναι δυνατή και απόλυτα ευχερής η προς αυτά πρόκληση
κάθε φορά της απόφασης να εκτελέσουν κάθε παράνομη πράξη που θα τους πρότεινε.
Και ναι μεν όλα τα μέλη, με την ένταξή τους στην οργάνωση, υποδήλωναν την
υπάρχουσα σ’ αυτά ενδιάθετη απόφαση να εκτελέσουν οποιαδήποτε παράνομη πράξη
ήθελε αποφασισθεί από την εκτελεστική γραμματεία, τούτο όμως δεν σημαίνει,
όπως άλλωστε εκτίθεται στη μείζονα σκέψη που αφορά την ηθική αυτουργία των
ανθρωποκτονιών κ.λπ., ότι και επ’ αυτών των προσώπων, που δεν ταυτίζονται με
τον omnimodo facturus, δεν υπάρχουν περιθώρια πρόκλησης της απόφασης, με ηθική
αυτουργία.
Ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος, εφοδιάσθηκε με πλαστό δελτίο αστυνομικής ταυτότητας
στο άνω ψεύτικο όνομα «Μιχαήλ Οικονόμου», που το κατασκεύασε ο Σάββας Ξηρός,
όπως ο ίδιος ο Σάββας Ξηρός δήλωσε στη συνέντευξή του προς τον δημοσιογράφο
Μάκη Τριανταφυλλόπουλο (περί της οποίας γίνεται λόγος κατωτέρω). Απασχολήθηκε
αποκλειστικά, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα, μέχρι τη σύλληψή του, με την
ιδεολογική καθοδήγηση, τη σχεδίαση, την πρόκληση απόφασης εκτέλεσης και την
παρακολούθηση της εκτέλεσης των παράνομων πράξεων της οργάνωσης, λαμβάνοντας
μέρος στην εκτελεστική γραμματεία, που όπως προεκτέθηκε αποτελούσε το όργανο
λήψης των τελικών και κρίσιμων αποφάσεων για την οργάνωση 17N. Ο ίδιος
μετέφερε προσωπικώς στους επικεφαλής των πυρήνων και στα μέλη της οργάνωσης
τις εντολές της και κυρίως στον Δημήτριο Κουφοντίνα, με τις οποίες
εξειδικεύονταν οι «στόχοι» της οργάνωσης, δηλαδή ποιο πρόσωπο ή πρόσωπα κάθε
φορά έπρεπε να εξοντωθεί φυσικά, ποιο κτίριο ή αυτοκίνητο κ.λπ. έπρεπε να
πληγεί με βόμβες ή ρουκέτες, ποια Τράπεζα ή Οργανισμός έπρεπε να ληστευθεί
(«απαλλοτριωθούν» τα χρήματά της) κ.λπ.».
Ο ηγετικός ρόλος του επιβεβαιώνεται από μεγάλο αριθμό συγκατηγορουμένων του
«Ο ηγετικός ρόλος του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου επιβεβαιώνεται επίσης από μεγάλο
αριθμό συγκατηγορουμένων του. Ειδικότερα, ο Τσελέντης κατά την απολογία του
στο ακροατήριο (4.8.2003) δήλωσε ότι γνώρισε στην οργάνωση της 17N τον
Γιωτόπουλο ως «Πέτρο», μετά τον συνάντησε πάλι όταν «συζήτησαν», αυτός ο
Κουφοντίνας και ο Γιωτόπουλος για τη δολοφονία Μομφεράτου, παρουσία δε του
ίδιου (Τσελέντη) και του Κουφοντίνα ο Γιωτόπουλος ανέγνωσε την προκήρυξη για
τη δολοφονία Μομφεράτου 15-20 ημέρες πριν από την εκτέλεσή της, οι δε
Γιωτόπουλος και Κουφοντίνας επέλεγαν τους ρόλους του καθενός. Ο Τσελέντης στην
ίδια δήλωσή του τον εμφανίζει παρόντα και στη δολοφονία Nordeen, σε άλλο δε
σημείο αναφέρει ότι ο Γιωτόπουλος (και ο Κουφοντίνας) ήταν άνθρωπος με ηγετικά
προσόντα (5.8.2003).
Πιέσεις σε Τζωρτζάτο – Σερίφη
Ο Αλ. Γιωτόπουλος, αντιλαμβανόμενος τη βαρύτητα των εναντίον του δηλώσεων, του
Τσελέντη, μέσα στη φυλακή, όπως βεβαίωσε ο ίδιος ο Τσελέντης, προσπάθησε να
πείσει τους Τζωρτζάτο και Παύλο Σερίφη να καταθέσουν ότι ο Τσελέντης είναι ο
φυσικός αυτουργός των δολοφονιών Μάτη και Μομφεράτου. Το εν λόγω περιστατικό,
μάλιστα, το επιβεβαίωσε αμέσως στο ακροατήριο ο κατηγορούμενος Κονδύλης, περί
το πέρας της συνεδριάσεως της 6.8.2003, όταν ο κατηγορούμενος Τσελέντης δήλωσε
προς το Δικαστήριο περί της απειλής Γιωτόπουλου, «αν πεις κάτι για μένα, θα
πουν άλλοι για σένα». Τότε ο Κονδύλης δήλωσε προς το Δικαστήριο ότι «οι
απειλές απέναντι στον Τσελέντη δεν είναι ψέματα». Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει
και πάλι την ηγετική θέση του Γιωτόπουλου, έναντι των λοιπών συγκατηγορουμένων
και μάλιστα των δύο συγκεκριμένων, παρ’ όλο που ο εξ αυτών Τζωρτζάτος
εξακολουθεί μέχρι το τέλος να εμφανίζεται σαν δήθεν άσχετος με την οργάνωση,
από το έτος 1992. Ο κατηγορούμενος Κονδύλης επίσης δήλωσε στο ακροατήριο κατά
την απολογία του (28.8.2003) ότι είχε συναντήσει τον Γιωτόπουλο (ως «Λάμπρο»)
6-8 φορές σε ρεμπετάδικα μαζί με άλλα μέλη της οργάνωσης, στις συναντήσεις δε
αυτές δεν μετείχαν πρόσωπα άσχετα με τη 17N. Ο κατηγορούμενος Τέλιος δήλωσε
στο ακροατήριο, κατά την απολογία του, ότι όταν εξέφρασε επιθυμία αποχώρησης
από την οργάνωση, οδηγήθηκε ενώπιον του «Λάμπρου» που εμφανίσθηκε με κουκούλα
στο πρόσωπό του, προκειμένου να διασκεδάσει τις αντιρρήσεις του. Επίσης ο
ίδιος ο κατηγορούμενος Κων. Τέλιος, βεβαίωσε ότι ο Γιωτόπουλος βρισκόταν στην
κορυφή της ιεραρχικής δομής της οργάνωσης και ότι ήταν ο μόνος ικανός να
συντάξει τις προκηρύξεις. Ο Σάββας Ξηρός στην από 11.8.2002 απολογία του
ενώπιον του ειδικού ανακριτή εφέτη δήλωσε:
«Τον μόνο που έχω ακούσει ως ιδρυτή της 17N, είναι ο Λάμπρος», «Οι επιλογές
των στόχων γίνονταν πάντα από τον Λάμπρο», «Ακόμη και αν κάποιος άλλος έλεγε
μία ιδέα, ο Λάμπρος έλεγε ότι θα το σκεφθεί και στη συνέχεια το αποσιωπούσε.
«Εμπιστοσύνη στο κριτήριό του»
Ο Λάμπρος είχε τον τρόπο και την ικανότητα να πείθει και εμείς είχαμε την
ανάλογη εμπιστοσύνη στο κριτήριό του», «Δεν ξέραμε τίποτα για τον Λάμπρο ούτε
ποιος ήταν ούτε από πού προερχόταν… Είχα αγκιστρωθεί μέσα στον τρόπο δράσης
της 17N και ως ένα βαθμό ήμουν υποχρεωμένος να ενεργήσω σύμφωνα με τα σχέδια
της οργάνωσης, τα οποία έκανε ο Λάμπρος. Ο Λάμπρος ήταν ο αρχηγός της 17N».
Ενώ στην από 27.7.2002 προανακριτική απολογία του καταθέτει ότι «Ο Λάμπρος
ήταν ο συντάκτης των προκηρύξεων της οργάνωσης, τις οποίες έδινε χειρόγραφες
στον Λουκά (Δημ. Κουφοντίνα), που στη συνέχεια τις δακτυλογραφούσε (πράγμα που
ο τελευταίος το αποδέχθηκε στο ακροατήριο στις 24.7.2003). Πολλές φορές ο
Λάμπρος έκανε διορθώσεις και προσθήκες στα κείμενα των δακτυλογραφημένων
προκηρύξεων, πριν δοθούν στη δημοσιότητα και τις επέστρεφε στον Λουκά». Σε
σχετική ερώτηση μέλους του Δικαστηρίου, ο Κονδύλης δήλωσε ότι τα δημοσιευόμενα
τελικά κείμενα των προκηρύξεων διέφεραν πολλές φορές ουσιωδώς από τα
χειρόγραφα κείμενα, που του παρέδιδε ο Κουφοντίνας, για τον λόγο ότι προφανώς
υφίσταντο ανάλογες διορθώσεις από τον Γιωτόπουλο. Αλλά και στην αναγνωσθείσα,
χωρίς αντίρρηση, από 8.9.2003 τηλεφωνική του συνέντευξη προς τον γνωστό
δημοσιογράφο Μάκη Τριανταφυλλόπουλο, ο Σάββας Ξηρός δήλωσε ότι αυτός
κατασκεύασε την πλαστή ταυτότητα με το όνομα «Μιχαήλ Οικονόμου» για τον
Γιωτόπουλο, κατ’ απαίτηση εκείνου, προκειμένου να διευκολύνει τις σχέσεις του
με τρίτους, χωρίς φυσικά να γνωρίζει το πραγματικό όνομά του, βεβαίωσε ότι ο
ίδιος έδωσε στον Γιωτόπουλο τα κλειδιά του κρησφυγέτου της Δαμάρεως, βεβαίωσε
επίσης ότι ο Λάμπρος «έκανε κουμάντο» και ότι «πιστεύω, αν γίνονταν εκλογές
πάλι ο Λάμπρος θα είχε τη δυνατότητα, άλλωστε αυτός ήταν που μας έμαθε όλους
να στεκόμαστε στον δρόμο, να βγάζουμε πληροφορίες, τα πάντα τα μάθαμε από
αυτόν». Και ο Χριστόδουλος Ξηρός στην από 17.7.2002 προανακριτική του απολογία
καταθέτει ότι «για το άτομο με το ψευδώνυμο Λάμπρος ή ψηλός θέλω να τονίσω τον
αρχηγικό του ρόλο σε όλες τις ενέργειες που έχω εγώ συμμετάσχει, καθώς επίσης
ήταν γνωστό σε όλα τα μέλη ότι αυτός ήταν ο συντάκτης των προκηρύξεων και
αυτός που πρότεινε στα μέλη τον εκάστοτε στόχο».
Ο Βασίλειος Ξηρός στην από 16.7.2002 προανακριτική απολογία του αναφέρει ότι
«από εκεί και ύστερα συνεργάστηκα με τον Λάμπρο και είδα κάποιον στον Πειραιά,
πριν τη δολοφονία του Περατικού που μου δημιούργησε την αίσθηση ότι είναι ο
αρχηγός της οργάνωσης, αλλά δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτόν… Τις προκηρύξεις της
οργάνωσης πρέπει να τις έγραφε το άτομο που είδα στον Πειραιά».
Ο Θωμάς Σερίφης
Ο Θωμάς Σερίφης στην ενώπιον της 4ης Ανακρίτριας απολογία του, την οποία δεν
ανακάλεσε στο ακροατήριο, όχι μόνο αναγνωρίζει στο πρόσωπο του «Λάμπρου» τον
Γιωτόπουλο, αλλά και βεβαιώνει ότι «από τη φυσιογνωμία και την προσωπικότητα
του Λάμπρου κατάλαβα ότι πρέπει να έπαιζε κάποιο σημαντικό ρόλο στην ομάδα».
Επίσης ο Παύλος Σερίφης στην ενώπιον της 4ης Ανακρίτριας απολογία του
βεβαιώνει ότι «εγώ σε όλη την πορεία μου μέσα στην ομάδα δεν διάκρινα πρόσωπο
με μεγαλύτερη ισχύ από τον Λάμπρο, δηλαδή τον Γιωτόπουλο». H παντελής αρνητική
στάση του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου ότι δήθεν δεν γνωρίζει καν τους εν λόγω
συγκατηγορουμένους του, δεν αίρει την αξιοπιστία εκείνων. Μάλιστα, παρότι
διατάχθηκε από το Δικαστήριο κατ’ αντιπαράσταση εξέτασή του προς τον Τσελέντη,
ο Γιωτόπουλος αρνήθηκε εντελώς μια τέτοια εξέταση, καίτοι ο ίδιος ο
Γιωτόπουλος είχε δηλώσει στο ακροατήριο (6.8.2003) ότι επιθυμεί και ο ίδιος
μια κατ’ αντιπαράσταση εξέταση με τον Τσελέντη, μετά όμως από την απολογία
του, πράγμα που τελικά διαρρήδην αρνήθηκε».
«H αρνητική στάση του είναι απόλυτα συνεπής και με το προαναφερόμενο
“Καταστατικό” της οργάνωσης»
«Κατά την απολογία του στο ακροατήριο (4.9.2003) όσο και κατά τη διάρκεια της
διαδικασίας, τηρεί τελείως αρνητική στάση έναντι της κατηγορίας, χωρίς να
παρέχει καμία λογική εξήγηση που να αποδομεί τις ανωτέρω εις βάρος του λίαν
σημαντικές αποδείξεις, ιδίως ευρήματα αποτυπωμάτων, γραφολογικές
πραγματογνωμοσύνες, δηλώσεις συγκατηγορουμένων κ.λπ. H αρνητική στάση του
είναι απόλυτα συνεπής και με το προαναφερόμενο «Καταστατικό» της οργάνωσης,
κατά τον 12ο όρο του οποίου: Σε περίπτωση «σύλληψής» του το μέλος πρέπει να
έχει έτοιμη μια «λεζάντα»… άλλως «κλειστό το στόμα, για να μην πέσουμε σε
αντιφάσεις». Άλλωστε η στάση αυτή υποδηλώνει και προσήλωση στη σύσταση, που
περιέχει η γνωστή επιστολή του Λένιν του έτους 1905 προς συλλαμβανόμενους
«αγωνιστές», να μην αναγνωρίζουν το δικαστήριο και τους δικαστές, να ζητούν να
δικασθούν από ενόρκους, να αρνούνται τελείως την κατηγορία κ.λπ., ώστε να
μπορούν μετά να αμφισβητούν την απόφαση. Δεν έδωσε όμως καμία απάντηση στο
ερώτημα που του υποβλήθηκε κατά την απολογία του, πώς ένας «στρατευμένος
μαρξιστής», που άφησε ακόμη και τις σπουδές του και το Παρίσι «για τον αγώνα»,
αδράνησε τελείως από το έτος 1974 μέχρι το 2002 το καλοκαίρι που τον συνέλαβαν
και δεν έκανε τίποτε για να «αλλάξουμε τον κόσμο» κατά την προτροπή του Marx
Για Βρανόπουλο
Κατά τη δικάσιμο τής 11.4.2003 ο κατηγορούμενος αυτός είχε δηλώσει προς το
Δικαστήριο, όταν ρωτήθηκε σχετικώς αν επιδοκιμάζει την πράξη της
ανθρωποκτονίας Βρανόπουλου: «εγώ διαφωνώ με τις πράξεις βίας σε όλη αυτή την
πολιτική περίοδο». Οι θέσεις βεβαίως του συνηγόρου του κ. Ραχιώτη, περί
«επιτιθέμενης αριστεράς», δεν φαίνεται όμως να συμπλέουν προς τη δήλωση αυτή
του κατηγορουμένου. Ούτε άλλωστε και ο ίδιος επέμεινε σ’ εκείνη την αρχική του
θέση, αφού κατά την απολογία του δεν αποδοκίμασε τις βίαιες πράξεις της
οργάνωσης. H εξήγησή του ότι φοβόταν όλα αυτά τα χρόνια, μήπως τον εκδικηθούν
οι Αμερικανοί, για μια κροτίδα που ο ίδιος στα πλαίσια της δράσης του στην
τότε αντιστασιακή οργάνωση ΛΕΑ τοποθέτησε στα υπόγεια της Αμερικάνικης
Πρεσβείας το έτος 1972, δεν φαίνεται να έχει λογική βάση και δεν πείθει το
Δικαστήριο, εν όψει της ύπαρξης των ανωτέρω συντριπτικών σε βάρος του
στοιχείων. Ούτε επίσης είναι άξια ιδιαίτερης βαρύτητας η άλλη δικαιολογία του
ότι είχε αποφύγει τη στράτευση και γι’ αυτό τον λόγο κυκλοφορούσε μέχρι τα 60
χρόνια του με ψεύτικα προσωπικά έγγραφα, πολύ περισσότερο που στην ηλικία αυτή
δεν διέτρεχε τον κίνδυνο να στρατευθεί ως ανυπότακτος. Είναι επίσης
αναπόδεικτος ο ισχυρισμός του ότι δήθεν πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος
γνώριζαν το αληθινό του όνομα Γιωτόπουλος, αφού ο ίδιος, παρ’ ότι ρωτήθηκε
σχετικά από το Δικαστήριο, αρνήθηκε να κατονομάσει κάποιο τέτοιο πρόσωπο.
Εσωτερικοί κανόνες
Συγκεκριμένα συγκρότησε μαζί με τους άλλους που προαναφέρθηκαν την εγκληματική
οργάνωση «E.Ο. 17 ΝΟΕΜΒΡΗ», η οποία λειτουργούσε με ιεραρχική δομή, με
κατανομή καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ των μελών, με θέσπιση εσωτερικών
κανόνων λειτουργίας αυτής, που προβλέπουν ακόμη και κυρώσεις για τις
παραβάσεις των μελών της, με σταθερή υποδομή, με διατήρηση κρησφυγέτων και
χώρων αποθήκευσης οπλισμού, εκρηκτικών υλών και άλλων υλικών και επεδίωκαν
συστηματικά καθ’ όλο το παραπάνω χρονικό διάστημα περισσότερα κακουργήματα και
ειδικότερα ανθρωποκτονίες, εκρήξεις, ληστείες και παραβάσεις σχετικές με τις
εκρηκτικές ύλες, μεταξύ δε των άνω κακουργημάτων και τα κατωτέρω λεπτομερώς
αναφερόμενα. H παραμονή του στην οργάνωση μέχρι τη σύλληψή του αποδείχθηκε
πλήρως από όλα τα ανωτέρω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα».









