Δεν έχει περάσει παρά ελάχιστος καιρός από τότε που η παγκόσμια ανθρωπότητα

γιόρτασε το millennium της νέας χιλιετίας, με βεγγαλικά, τραγούδια και χορούς,

μετέτρεψε τη νύχτα σε μέρα, ο πλανήτης Γη φαινόταν από το Διάστημα σαν ένα

φωτισμένο αστρόπλοιο που ταξίδευε ολόφωτο, εορταστικό και ελπιδοφόρο στο

άπειρον του μέλλοντος. Θα έλεγε κανείς ότι η ανθρωπότητα, σαν ένας

προϊστορικός μάγος σε μια τελετή βαμπίρ, σε έναν αγιασμό φωτός και ασματικών

ύμνων, εξόρκιζε τις φρικαλεότητες και τις βαρβαρότητες του απερχόμενου αιώνα,

σε μια τελετουργική μυσταγωγία όπου οι πρωταγωνιστές γίνονταν εξορκιστές και

ταυτόχρονα εξορκισμένοι, έστελναν εαυτούς και τις πράξεις τους στο πυρ το

εξώτερον, στη λησμονιά, στον ΧΥΤΑ και τον χώρο απόθεσης απορριμμάτων της

Ιστορίας. Απέθεταν δύο παγκόσμιους πολυαίμακτους πολέμους, πυρηνικές δοκιμές

και απειλές, τοπικές συγκρούσεις, την καταστροφή του περιβάλλοντος, την

καταπίεση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την κοινωνική αδικία των δύο τρίτων και

της εξαθλίωσης, τα ναρκωτικά, την παιδική πορνεία, τον φόβο της

παγκοσμιοποίησης.

Εν τούτοις, ο διανυόμενος αιώνας ταξιδεύει στο διηνεκές του χρόνου,

εγκαθιδρύοντας τη «νέα τάξη» της σύγχρονης βαρβαρότητας με τις «έξυπνες

βόμβες» του απεμπλουτισμένου ουρανίου, τις εκατόμβες στον Μολώχ της Βαγδάτης,

τους εβραϊκούς ανασκολοπισμούς των οικιών και οικισμών της Παλαιστίνης, τον

απύθμενο έρωτα του θανάτου των άλλων, την ανθρώπινη μοναξιά, τον εφαψία έρωτα

διά του Η/Υ, τις φοβίες και παραθρησκευτικές μαγγανείες, την άτυπη πνευμονία.

Όλα τα παραπάνω αποδείχνουν ότι οι μεταγενέστεροι δεν γίνονται καλύτεροι από

τους προηγούμενους και δεν διδάσκονται, με το πέρασμα του χρόνου, ούτε από την

Ιστορία ούτε από τις διαχρονικές εμπειρίες. Οι γενιές έρχονται και

παρέρχονται, χωρίς να υπάρχει αποτροπή του έμφυτου πόθου για το αίμα του

άλλου. Τι κι αν ξέφυγε ο άνθρωπος από τις πρωτόγονες ανθρωποθυσίες και

προχώρησε σε θυσίες ζώων και από εκεί, ιδίως ο δυτικός κόσμος, διά της

σταυρώσεως του Θεανθρώπου στην «αναίμακτη θυσία», που αποτρέπει την όποια

αιματηρή. Οι σύγχρονοι, δυστυχώς, εξακολουθούν να ορέγονται το ξένο αίμα, δεν

μαθαίνουν από τις εμπειρίες των προγενεστέρων, είναι καταδικασμένοι να

ξαναβαδίσουν τον δρόμο της αρετής ή της κακίας. Γιατί έχουν τη δυνατότητα, εκ

φύσεως, στην αέναη διαλεκτική της ζωής, ευεργετημένοι και από την παιδεία να

είναι ταυτόχρονα καλοί και κακοί. Γι’ αυτόν τον μανιχαϊσμό γράφει ο Γκαίτε

στον «Φάουστ»:

«Μέσα μου εμένα ζούνε δυο ψυχές

που η μια θέλει απ’ την άλλη να χωρίσει

Η μια με αγάπη δυνατή σφιχτά

σφιχτά στον κόσμο αυτόν καρφώνεται,

η άλλη με ορμή απ’ τη σκόνη υψώνεται

στις σφαίρες τρανών πρόγονων ψηλά».

Ασφαλώς και υπάρχουν θετικά στοιχεία της πορείας του ανθρώπου στο παρελθόν

μέχρι σήμερα, όπως είναι η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, η

βελτίωση της παιδείας και της υγείας, η μείωση της παιδικής θνησιμότητας, ο

αγώνας για τη σωτηρία του περιβάλλοντος, ο αγώνας και οι διαδηλώσεις σε αδίκως

πολεμούμενους λαούς. Στοιχεία που φανερώνουν ότι είμαστε ικανοί να πράξουμε το

καλό ή το κακό, είμαστε κάτοχοι ενός αντιφατικού χαρακτήρα και μιας φύσης που

κυριαρχείται από μια αέναη πάλη. Όσες μέθοδοι, στοιχεία, θεσμοί, αξίες,

εκπαιδευτικά συστήματα, θρησκευτικά πρότυπα, διακηρύξεις ισότητας, ελευθερίας

και αδελφοσύνης κι αν προβλήθηκαν, ένας Θεός κι αν ενανθρωπίσθηκε επί Γης

διακηρύσσοντας την αγάπη στον πλησίον, «κομμουνιστικά» καθεστώτα κι αν

εφαρμόσθηκαν, τίποτα όμως απ’ αυτά δεν επέφερε την κληρονομική ηθικοποίηση του

ανθρώπου. Ένα πράγμα ίσως μένει σταθερό σ’ αυτόν τον αέναο πόλεμο: η

δυνατότητα της προαίρεσης, το αριστοτελικόν «αυτεξούσιον», η δυνατότητα της

ελεύθερης επιλογής του καλού που συνταιριάζει το ωφέλιμον στον εαυτό μας και

τους άλλους, ο μυθολογικός δρόμος της κακίας ή της αρετής.

Ο Αντώνης Σανουδάκης είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης – συγγραφέας.