Το είπαμε «επιχείρηση σοκολάτα», επειδή ξεκινήσαμε με σοκολάτες, μια

φθινοπωρινή μέρα που έβρεχε με το τουλούμι. Τα πόδια μας επέπλεαν μέσα στις

ελβιέλες, τα ονόματα των συγκροτημάτων στα σακίδιά μας είχαν αρχίσει να

ξεβάφουν. Ήταν η εποχή που το να κουβαλάς ομπρέλα μαζί σου ήταν χειρότερο από

το να σε δουν να περπατάς αγκαζέ με τη μαμά σου.

Ήμασταν δεκαέξι χρόνων· ο μόνος τρόπος που ξέραμε για να αντιμετωπίσουμε μια

καταιγίδα, ήταν το τσαλαβούτημα στα λασπόνερα. Κρατούσαμε το τετράδιο των

μαθηματικών πάνω απ’ το κεφάλι, ελπίζοντας να καταστραφούν οι σελίδες με τις

ασκήσεις της επόμενης μέρας. Η Ελισάβετ πρότεινε να χωθούμε στο σούπερ μάρκετ,

επειδή οι άνθρωποι περνάνε πολλές ώρες στους διαδρόμους χωρίς κανείς να τους

ρωτήσει τι κάνουν. Δεν είχαμε λεφτά πάνω μας για πίτσα ή πορτοκαλάδα,

ντρεπόμασταν να καθήσουμε σε μια καφετέρια χωρίς να παραγγείλουμε και θέλαμε

τουλάχιστον άλλα δύο χιλιόμετρα ποδαρόδρομο για το σπίτι.

Δεν ξέραμε ακόμη από σούπερ μάρκετ. Ούτε ξέραμε ότι η μια μας θα ασχοληθεί με

τη στατιστική, η άλλη με τη γλυπτική. Νιώσαμε όμως αμέσως τη γοητεία των

ομοειδών όγκων, των χρωμάτων, της παράταξης. Η Ελισάβετ έβγαλε μια μικρή

κραυγή χαράς και μ’ έσυρε απ’ το χέρι, όπως το συνήθιζε, σαν να ήμουν το

παιδικό της αρκουδάκι, μέχρι τον διάδρομο με τα μπισκότα και τις σοκολάτες.

«Κοίτα εδώ!», ούρλιαξε κι όπως πάντα συμφώνησα μαζί της. Ήταν ώρα αιχμής, αλλά

κανείς δεν ασχολιόταν με τις σοκολάτες. Οι γυναίκες και οι άντρες αγόραζαν

χρήσιμα πράγματα: καφέ, απορρυπαντικά, κονσέρβες ντομάτας. Εμάς όμως κανείς

δεν μας αγκάλιαζε ακόμα, κανείς δεν μας υποσχόταν ότι όλα θα περάσουν, οπότε

δίναμε άλλο ορισμό στη χρησιμότητα: χρειαζόμασταν δύο σοκολάτες καθημερινώς –

δύο η καθεμία. Την πρώτη την μασουλούσαμε στο μεγάλο διάλειμμα, συντετριμμένες

επειδή διδάσκονταν ακόμη μαθήματα όπως τα θρησκευτικά και τα οικοκυρικά. Τη

δεύτερη, την αγοράζαμε στο σχόλασμα και ήταν μια γιορτή αγαλλίασης: μέχρι το

επόμενο πρωί τίποτα δεν μπορούσε να καταστρέψει τη ζωή μας. Η Ελισάβετ κι εγώ

περνούσαμε όλα τα απογεύματα σκαρφαλωμένες στο κρεβάτι των γονιών της που

έλειπαν διαρκώς. Εκεί μελετούσαμε, εκεί διπλωνόμασταν από τα γέλια, εκεί

ονειρευόμασταν ότι θα γυρίσουμε όλο τον κόσμο μ’ ένα κλεμμένο Οτομπιάνκι.

Εκείνο το μεσημέρι ξεκινήσαμε κλέβοντας σοκολάτες. Η Ελισάβετ άπλωσε τα

τρομακτικά της νύχια που τα άφηνε να μακραίνουν για τα μαθήματα κιθάρας,

γράπωσε δύο σοκολάτες αμυγδάλου και τις έχωσε κάτω απ’ το παλτό της, στην

κωλότσεπη. Μεμιάς σκοτείνιασε ο φωτεινός διάδρομος με τα μπισκότα, τις

φρυγανιές και τα βουτήματα. Τώρα θα έρθουν να μας συλλάβουν, σκέφτηκα, θα μας

φορέσουν χειροπέδες και θα μας πάνε σ’ ένα κελί που θα έχουν κλεισμένες όλες

τις πόρνες της Αθήνας. Από ‘κεί θα κυλήσουμε πανεύκολα στον βούρκο της

αμαρτίας και στα ναρκωτικά. Η μαμά μου θα κλαίει, όταν με επισκέφτεται πότε

πότε στη φυλακή. Θα φοράει τα μπιγκουτί της κι ένα μαύρο μαντίλι από πάνω. Δεν

βγαίνει ποτέ έτσι στον δρόμο, αλλά η κατάστασή μου θα την μεταμορφώσει σε

δυστυχισμένη γριά. «Πώς κατάντησες έτσι, κοριτσάκι μου;», θα λέει κλαίγοντας

και θα μου χώνει στα κλεφτά, μέσα απ’ τα σίδερα, καμιά σοκολάτα.

Δεν συνέβη τίποτα απ’ όλα αυτά. Βγήκαμε σαν κυρίες. Ο βασανιστικός ήχος που

μας συνόδευε ως τις περιστρεφόμενες πόρτες ήταν η καρδιά μου, όχι ο

συναγερμός. Η βροχή δεν είχε κόψει, αλλά δεν μας άγγιζε πια. Κατά κάποιο τρόπο

είχαμε γίνει αδιάβροχες. «Είμαστε ηρωίδες!», έλεγε και ξανάλεγε η

Ελισάβετ. «Κανείς δεν μας πιάνει!».

Ήταν η πιο γλυκιά σοκολάτα του κόσμου. Διέλυσε τα σιδερένια κάγκελα της

φυλακής, έλειωσε γύρω από την καρδιά μου, μεταμόρφωσε το στομάχι μου σε

εργοστάσιο γουργουρητών. Σε λίγο σταμάτησε να βρέχει – η Ελισάβετ το θεώρησε

καλό οιωνό. Ήταν η καλύτερή μου φίλη: έξυπνη, όμορφη και με προφητικές

ικανότητες. «Σήμερα ωριμάσαμε», είπε γλείφοντας τα δάχτυλά της.

Η ωριμότητα, κατά τη γνώμη μας, ήταν μια σειρά από δοκιμασίες που περιελάμβανε

το πρώτο τσιγάρο, το πρώτο φιλί, την πρώτη κοπάνα και την πρώτη κλοπή.

Ύστερα το κακό παράγινε. Μας έγινε συνήθεια να μπαινοβγαίνουμε στα σούπερ

μάρκετ και να τα αδειάζουμε. Όχι πια σοκολάτες, αλλά και μους σε σκόνη,

τσιμπιδάκια για τα μαλλιά, σημειωματάρια, αλμυρά βουτήματα, μπίρες. Ποτέ δεν

άπλωνα τα χέρια μου στα ράφια. Όλη τη δουλειά την έκανε η Ελισάβετ και μετά

εγώ, με χέρια που έτρεμαν, έπρεπε ν’ ανοίξω το φερμουάρ του μπουφάν μου και να

σταθώ ακίνητη, μέχρι να ταχτοποιήσει τα κλοπιμαία στις εσωτερικές μου τσέπες.

Ήταν ένα χακί μπουφάν αεροπορίας, φουσκωμένο σαν αλεξίπτωτο, με τσεπούλες και

παρατσέπες.

Δεν πηγαίναμε ποτέ στο ίδιο μέρος, για να μην κινήσουμε υποψίες. Παίρναμε

λεωφορεία, μερικές φορές και ταξί – το χαρτζιλίκι μας παρέμενε άθικτο.

Σοκολάτες δωρέαν, μπίρες δωρεάν και είχαμε αρχίσει να σουφρώνουμε τα τσιγάρα

μας από περίπτερα. Η Ελισάβετ έλεγε ότι περνάμε άνετα για εικοσάρες πια,

επειδή ζούμε επικίνδυνα κι έχουμε κάνει μικρές ρυτίδες στο μέτωπο. Δεν έβλεπα

πουθενά ρυτίδες, αλλά καταλάβαινα τι εννοεί: η ένταση αποτυπωνόταν στο μέτωπό

μας, στο σφιχτό μας σαγόνι, στους σφυγμούς της καρδιάς. Πάψαμε να ασχολούμαστε

με τα μαθήματα. Την ώρα των παραδόσεων σχεδιάζαμε χάρτες με διαδρομές στην

Ευρώπη και στην Αμερική.

Αλλάξαμε σχέδια και για το Οτομπιάνκι. Με τόση εξάσκηση θα μπορούσαμε να

κλέψουμε ένα μεγάλο αυτοκίνητο, ένα τζιπ ας πούμε, με αποθηκευτικό χώρο για τα

κλοπιμαία μας.

Η Ελισάβετ ήθελε να κόψουμε τα πολλά πολλά με τους συμμαθητές μας, για να μην

κινούμε υποψίες. «Μα θα μας υποψιαστούν χειρότερα αν τους σνομπάρουμε», της

έλεγα. Όχι, έλεγε, καλύτερα να κυκλοφορούμε σαν σκιές, μέχρι που όλοι γύρω μας

θα ξεχάσουν τα ονόματά μας. Ήμουν υποχρεωμένη να φοράω το μπουφάν της

αεροπορίας ακόμη και την άνοιξη, όταν οι υπόλοιποι μαθητές του Λυκείου άρχισαν

να κυκλοφορούν με κοντομάνικα. «Σπαντιδάκη, θα βγάλεις την μπέμπελη», έλεγαν

οι καθηγητές μας. Όταν έσφιξαν οι ζέστες, εγώ κυκλοφορούσα μ’ ένα φανελάκι και

το μπουφάν δεμένο στη μέση. Η μαμά μου νόμιζε ότι περνούσα μια συνηθισμένη

εφηβική κρίση. «Η λεκάνη της γυναίκας είναι το πιο ωραίο σημείο του σώματός

της. Τι θα ‘θελες; Να είσαι πλάκα, σαν τη φίλη σου την Ελισάβετ;».

Θα ήθελα γενικώς να είμαι σαν την Ελισάβετ. Ψηλή, με μακριά νύχια, να παίζω

ακόρντα των Πινκ Φλόιντ στην κιθάρα και να έχω αόρατους γονείς που να μη

ρωτάνε συνέχεια αν έφαγα, αν διάβασα, ή αν ντρέπομαι για τους γοφούς μου. Θα

ήθελα να ξέρω πώς σουφρώνεις σοκολάτες και παγωτά και πώς διατάζεις τη φίλη

σου ν’ ανοίξει το μπουφάν της και να τα χώσει εκεί μέσα αδιαμαρτύρητα, παρότι

της κόβεται η αναπνοή από τον φόβο και τις τύψεις.

Κυρίως τη μέρα που μας έπιασαν, θα ήθελα να είμαι η Ελισάβετ. Να μπορώ να

μιμηθώ την έκφρασή της, τον τρόπο που μυξόκλαιγε επαναλαμβάνοντας «εγώ δεν

ξέρω τίποτα», την ευκολία με την οποία πέρασε από την ωριμότητα της

επαναστατικής μας πράξης στο ύφος λαβωμένου πουλιού. Θα ‘λεγες ότι έχασε

μονομιάς το ύψος της, το θράσος της – μίκρυνε και ζήτησε προστασία από τον

υπάλληλο του καταστήματος που μας τσάκωσε. «Η φίλη μου είναι παθολογική

κλέφτρα» είπε, με μάτια γεμάτα δάκρια. Για πρώτη φορά άρχισα να την βρίζω:

«Ηλίθια, ηλίθια! Αφού δική σου ιδέα ήταν όλα, μα όλα. Απ’ την αρχή!». Βέβαια

εμένα τσάκωσαν με τη συσκευασία οικογενειακού παγωτού, το ροζ μανόν και την

οδοντόκρεμα με γεύση φράουλα. Το περιστατικό συνέβη σ’ ένα μεγαλομπακάλικο της

περιοχής μας και για κακή μου τύχη μάς είδε μια μητέρα από τον Σύλλογο Γονέων

και Κηδεμόνων. Δεν κάλεσαν την αστυνομία, αλλά την επόμενη μέρα όλο το σχολείο

ήξερε ότι η Κατερίνα Σπαντιδάκη είναι σεσημασμένη κλέφτρα. Η λυκειάρχης με

κάλεσε στο γραφείο της. Η μητέρα μου είχε ειδοποιηθεί και περίμενε στον

διάδρομο. Ούτε φυλακή, ούτε μπιγκουτί, ούτε καν σοκολάτες. Απλώς ένα

μεγαλοπρεπές χαστούκι.

Ήλπιζα τουλάχιστον να ανακηρυχθώ σε ηρωίδα της τάξης. Όμως τα κορίτσια άρχισαν

να με αποφεύγουν, τα αγόρια μού μιλούσαν κάπως πρόστυχα. Η Ελισάβετ

απομακρύνθηκε εντελώς. Οι γονείς της, που ήταν διπλωματικοί υπάλληλοι,

ανησύχησαν για τις κακές της παρέες και της απαγόρευσαν να με βλέπει. Στο

τέλος της χρονιάς δεν την αναγνώριζα: έπιανε τα μαλλιά της αλογοουρά, φορούσε

κάτι ρομαντικά φορέματα κι έκανε παρέα με τους σπασίκλες της τάξης.

Από αντίδραση δοκίμασα να ενσωματωθώ σε μια παρέα με μηχανόβιους. Το μπουφάν

αεροπορίας απέκτησε νέα χρησιμότητα, καθώς μαρσάραμε στα ανηφορικά δρομάκια

του Χολαργού. Γρήγορα τους βαρέθηκα. Είχαν ένα λεξιλόγιο εκατό λέξεων και ήταν

θρασύδειλοι. Χαλούσαν την εξάτμιση της μηχανής τους, αλλά ήταν ανίκανοι να

κλέψουν μια τσίχλα. Μερικές φορές ένιωθα μεγάλη επιθυμία να κλέψω μια τσίχλα.

Ήμουν η πιο δειλή απ’ τους δειλούς. Η καινούργια Ελισάβετ, με τα καινούργια

ρούχα και την καινούργια κόμμωση με κοιτούσε περιπαικτικά. «Δεν έχεις τα

κότσια», ψιθύριζε σαν χαιρέκακο φάντασμα του παρελθόντος.

Σήμερα φτιάχνω γλυπτά με υλικά οικοδομών. Θα μπορούσες να τα ονομάσεις

«παρατημένα» – σκουπίδια του εργολάβου, των εργατών, των ηλεκτρολόγων.

Καλώδια, σπασμένα πλακάκια μπάνιου, τέτοια πράγματα. Στα δελτία Τύπου επιμένω

να γράφουν: «Γλυπτά από κλεμμένα υλικά οικοδομών». Κατά βάθος ελπίζω ότι η

Ελισάβετ – γνωστή στατιστικολόγος σήμερα – είναι κάπου εδώ κοντά και μετράει

τι κλέβω και πώς.