ΒΟΛΟΣ.
«΄Ημασταν, ο Κώστας κι εγώ, όπως εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, στη διαδήλωση
της 3ης Δεκεμβρίου του ’44 στην Αθήνα», λέει στα «ΝΕΑ» η Μαρία Καραγιώργη, η
γλυκιά ηρωίδα με τα λευκά μαλλιά να στολίζουν το κεφάλι της.
«Ο Καραγιώργης, διευθυντής του “Ριζοσπάστη”, δεν είχε επίσημη αποστολή εκείνη
την ημέρα και περπατούσαμε στη διαδήλωση κι εμείς μαζί με όλο τον κόσμο.
Πριν βγούμε στο Σύνταγμα ακριβώς στη γωνία, από τη Σταδίου, πέφτουν ριπές.
Βλέπουμε τους πρώτους νεκρούς να πέφτουν. Έρχεται ένα κύμα και μας σπρώχνει
πίσω. Παραπατούσαμε εμείς πισωγυρίζοντας. Από την άλλη μεριά φωνάζαμε “όχι
παιδιά, μην γυρίζετε πίσω, τραβάτε μπροστά”. Χαθήκαμε με τον Καραγιώργη. Εγώ
“έσπασα” και βγήκα μπροστά. Ήταν τόσο το τσαλαπάτημα, το πανδαιμόνιο, αλλά εγώ
κατάφερα και βγήκα μπροστά. Και είδα τους νεκρούς…
Τον Καραγιώργη τον είχε πάρει το κύμα πίσω. Κάποτε με βρήκε βέβαια… Είδαμε
τον λαό να τον πνίγουν στο αίμα. Ο κόσμος είχε μείνει άλαλος. Εγώ είχα
αφηνιάσει βλέποντας τόσο αίμα.
Κάποια στιγμή σταμάτησαν οι πυροβολισμοί. Και ξαφνικά, μέσα από την Πλατεία
Συντάγματος είδαμε να περνάει και να κόβει βόλτες με το τζιπ του ο πρέσβης των
Ηνωμένων Πολιτειών, ο Μακ Βη…
Και εμείς οι αθώοι, που μέχρι τότε νομίζαμε πως μόνον οι Εγγλέζοι με το
“διαίρει και βασίλευε” μας πολεμούσαν, έτσι άπραγοι που ήμασταν τον χειροκροτούσαμε…
Η μεγάλη σύμμαχος
|
Μαρία Καραγιώργη: «Δεν βλέπω μέλλον χωρίς κομμουνισμό. Πέστε το όπως θέλετε, αλλά ο κόσμος πρέπει να ‘ναι δίκαιος. Δεν γίνεται να βομβαρδίζονται λαοί, στον 21ο αιώνα, όπως συνέβη με τη Γιουγκοσλαβία»
|
Εκεί δηλαδή που είχαμε αρχίσει να μαζεύουμε τους νεκρούς από τις ριπές της
αστυνομίας… Κι εμείς οι αθώοι χειροκροτούσαμε τη μεγάλη σύμμαχο. Πού να
ξέραμε από πού θα μας έρθει! Σου λέω ζωντανές εικόνες τις οποίες τις είδα…
Προχωρήσαμε παραπάνω στο Σύνταγμα, προς τα γραφεία του “Ριζοσπάστη”, στην
Όθωνος. Αλλά είχαν κόψει το ρεύμα. Και ο Παρτσαλίδης μίλησε χωρίς μικρόφωνα.
Δεν ακουγόταν. Αλλά τι τα θες… Το κακό έγινε. Είχε αρχίσει ο Εμφύλιος!».
Το Λιτόχωρο, και η μάχη στο αστυνομικό τμήμα, πολύ αργότερα, το ’46, ένα
γεγονός που θεώρησε η Δεξιά ως αρχή του Εμφυλίου, δεν ήταν για τη Μαρία
Καραγιώργη το ξεκίνημα του αδελφοσκοτωμού.
«Όλα άρχισαν το Δεκέμβρη του ’44… Το Λιτόχωρο ήταν ένας ακόμη κρίκος στα
γεγονότα που ακολούθησαν… Ο κόσμος, οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης
είχαν αρχίσει από τον Δεκέμβριο του ’44 να διώκονται. Κυνήγησαν ακροδεξιές
συμμορίες τη μάνα μου, τα αδέλφια μου, όλο τον κόσμο… Έδερναν με τα παλούκια!
Ο κόσμος έφευγε
Αναγκάζονταν οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης να πηγαίνουν, για να
γλιτώσουν, στα παλιά τους λημέρια, στο βουνό. Άλλος κόσμος έφευγε στην Αθήνα,
όσος μπορούσε. Έφευγε στο Βόλο, στις πόλεις.
Το χωριό του
|
«Οι Εγγλέζοι μάς έσπρωξαν στον Εμφύλιο. Και εμείς την πατήσαμε», λέει στον Γιάννη Ε. Διακογιάννη η Μαρία Καραγιώργη
|
Το χωριατάκι το οποίο υπηρέτησε στον ΕΛΑΣ κι άφησε το όπλο, με τη Συμφωνία της
Βάρκιζας, καλή τη πίστη ότι αργότερα θ’ αναγνωριστεί σαν μαχητής του
απελευθερωτικού αγώνα, μόλις βγήκαν οι συμμορίες της Δεξιάς πού να πάει; Δεν
ήξερε άλλο από το χωριό του. Το χωριό του και το λημέρι του.
Πού να πάει. Ούτε στη Λάρισα είχε να σταθεί, ούτε στο Βόλο, ούτε πολύ
περισσότερο στην Αθήνα. Όσοι μπορούσαν πήγαιναν στην Αθήνα. Όλα αυτά έγιναν
αμέσως μετά το Δεκέμβρη.
Να σου πως πώς πιάστηκε ο Κόζακας. Έχεις ακούσει για τον σπουδαίο Καπετάν
Κόζακα της Εθνικής Αντίστασης.
Ονομαστός καπετάνιος. Παλικάρι από τους λίγους. Απολύθηκε, πήρε το απολυτήριο
του ορθώς και καλώς. Τον σταματάνε στη Λάρισα παραστρατιωτικοί, όχι
στρατιωτικοί. Του λένε “τα χαρτιά σου”. Δείχνει κι αυτός όλο υπερηφάνεια το
απολυτήριο του ΕΛΑΣ! Πολύ καθωσπρέπει, ο ανόητος να πεις, αλλά πολύ καθωσπρέπει.
Τον πιάνουν και τον βάζουν κάπου, από αυτές τις πρόχειρες φυλακές που είχαν.
Αφού τον ρήμαξαν στο ξύλο, τον παραδίδουν στις αρχές. “Διότι αυτός είναι…
συμμορίτης και ξέρουμε ότι σκότωσε και έκανε…”. Και περνάει δίκη ο Κόζακας.
Και καταδικάζεται!
Μου λες πώς άρχισε ο Εμφύλιος; Έτσι άρχισε ο Εμφύλιος… Στην αρχή ο Κόζακας
δεν καταδικάσθηκε σε θάνατο, αλλά απλώς τον βάλανε στη φυλακή. Γιατί δεν είχαν
βγει τα στρατοδικεία. Του έφτιαξαν μια υπόθεση το ’46 ήταν μαζί με το γαμπρό
μου φυλακή ότι από τη φυλακή καθοδηγούσε το αντάρτικο και έστελνε κόσμο στο
βουνό! Από τη φυλακή!..
Κάποια στιγμή τον πήραν από εδώ και τον πήγαν κάπου στη Βόρεια Ελλάδα και τον
πέρασαν στρατοδικείο, έκτακτο, και τον εκτέλεσαν. Εκτέλεσαν έναν μεγάλο
πατριώτη, τον Καπετάν Κόζακα. Έτσι έγινε με πολλούς.
Η εκτέλεση του Βιδάλη
|
Κώστας Καραγιώργης. Πάντα στον αγώνα, στην πρώτη γραμμή, μαζί με τους αγαπημένους συντρόφους του
|
Πύκνωσε το κακό μετά και την εκτέλεση του Βιδάλη στη Θεσσαλία. Την εκτέλεση
του Βιδάλη, τον Αύγουστο του ’46 την είχαν οργανώσει οι Εγγλέζοι, μη
γελιόμαστε.
Ο Τζωρτζ ήταν επικεφαλής της συμμορίας, αυτοί την είχαν οργανώσει. Άμα οι
Εγγλέζοι δεν έδιναν το πράσινο φως δεν μπορούσαν να εκτελέσουν ένα δημοσιογράφο.
Τοτε έφυγαν πολλά παιδιά από τα χωριά για το βουνό. Η αδελφή μου η Ναυσικά
ήταν στις Πολιτικές Οργανώσεις του Βόλου. Και την κυνηγούσαν να την πιάσουν
γιατί… ήταν στην Αντίσταση. Την κυνηγούσαν τόσο πολύ, που κρυβόταν μέσα
στους μπαχτσέδες! Ώσπου δεν μπορούσε άλλο… Δεν γινόταν άλλο, και πήγε στο βουνό…
Ο αδελφός μου ο Γιώργος ήταν μέσα στην ΕΠΟΝ του Βόλου, ένας από όλους. Τον
έπιασαν και τον έστειλαν εξορία στη Λυκαριά. Οπότε, όταν απολύθηκε τον
Σεπτέμβριο, πήγαν να τον ξαναπιάσουν. Άρχισαν πια τα στρατοδικεία και
λειτουργούσαν, εκτελούσαν κιόλας.
|
Με φίλους. Τη Μαρία Καραγιώργη, που ζει στις Μηλιές του Βόλου, τη σέβονται και την αγαπάνε για τη σεμνότητα, το ήθος και τους αγώνες της
|
Και λέει ο Γιώργος “δεν έχω καμία διάθεση να εκτελεστώ”. Σηκώθηκε και πήγε στο
βουνό. Δεν θ’ άφηνε σπίτι, περιουσία, οικογένεια, ζωή, νιάτα. Κανένα παιδί δεν
ήταν διατεθειμένο να τ’ αφήσει αυτά. Γιατί μας έσπρωξαν με την οργάνωση των
συμμοριών της Δεξιάς οι ίδιοι να βγούμε στο βουνό. Και εμείς την “πατήσαμε”
ύστερα. Αυτή είναι η δική μου άποψη.
Δηλαδή είναι τελείως ξεκαθαρισμένο ότι ήταν οργανωμένο σχέδιο των Εγγλέζων.
Αλλιώς δεν μπορούσαν να μας βγάλουν από τη μέση. Είχαμε φοβερή λαϊκή βάση.
Ήταν αδύνατον να μας βγάλουν από τη μέση. Κι εμείς σαν αρχάριοι και αφελείς
την πατήσαμε. Και ύστερα μας πήρε το ποτάμι. Αυτά είναι μία άλλη ιστορία…».
|
Ευτυχισμένες στιγμές. Ο Κώστας και η Μαρία Καραγιώργη έζησαν λίγες, αλλά πολύ ευτυχισμένες…
|
Ο πατέρας, ο γιατρός Κώστας Καραγιώργης, ήταν διευθυντής του «Ριζοσπάστη» και
αγωνιζόταν, στα χρόνια του Εμφυλίου, στο βουνό με τον Δημοκρατικό Στρατό.
Η μάνα συγκρούσθηκε με τη Φρειδερίκη το ’61. Στέλεχος κι αυτή του ΚΚΕ, η Μαρία
Καραγιώργη, από τις μεγαλύτερες και σεμνότερες αγωνίστριες της Αριστεράς
μετέπειτα βουλευτής της ΕΔΑ, στη Βουλή του ’63 και του ’64 έζησε για χρόνια
παράνομη στην Αθήνα.
Το παιδί τους, τον Αλέξη, που έκαναν μέσα στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης,
το κρύβανε, αλλάζοντάς του σπίτι κάθε μέρα, με το φόβο μην το πιάσουν όμηρο
για να αναγκάσουν τον πατέρα να κατέβει από το βουνό!
Για να σώσουν τον μικρό γιο του Κώστα Καραγιώργη του άλλαζαν το όνομα, άλλοτε
σε Κωστάκη, άλλοτε σε Νικάκη, άλλοτε σε Γιαννάκη. Κι έτσι… ζούσαν,
χωρισμένοι στα… τρία!
Ο Αλέξης πέρασε από μία οδύσσεια, έως ότου, μία μέρα, τον Απρίλιο του ’49,
λίγους μήνες πριν από την ήττα της Αριστεράς και του Δημοκρατικού Στρατού, το
παιδί δεν άντεξε.
Βγήκε στο κατώφλι του σπιτιού που το έκρυβαν φίλοι της Μαρίας Αγριγιαννάκη –
Καραγιώργη και έβαλε τις φωνές: «Δεν με λένε Νικάκη, δεν με λένε Νικάκη… Με
λένε Αλέξη, με λένε Αλέξη. Εσύ δεν είσαι η μάνα μου… Μ’ ακούτε; Με λένε Αλέξη…».
Τέλειωσε ο Εμφύλιος με το «κλείσιμο» του Αυγούστου του ’49 και από τότε
πέρασαν πενήντα χρόνια. Ο Αλέξης έγινε ένας σπουδαίος γυναικολόγος και
απέκτησε εγγόνια. Ο Καραγιώργης πέθανε κάπου το ’54 ή το ’55, κάτω από
τραγικές συνθήκες, διωκόμενος από το κόμμα του, αλλά πιστός πάντα στις ιδέες
του, κυνηγημένος ακόμα και από τη… μυστική αστυνομία του Βουκουρεστίου…
Και η μάνα, γεννημένη στις 23 Δεκεμβρίου του 1918, αφού πέρασε από δεκάδες
τόπους βασανιστηρίων, φυλακών και εξορίας, αφού έγινε πρωταγωνίστρια το ’61
επεισοδίων με τη βασίλισσα Φρειδερίκη, αφού αρνήθηκε να αποκηρύξει το ΚΚΕ και
να υπογράψει δήλωση μετανοίας, αλλά και να προδώσει τον άντρα της
αποκηρύσσοντάς τον, όπως της «ζητούσαν ορισμένοι από το Κόμμα», αφού πέρασε
τέσσερα χρόνια στη Βουλή, αποτραβήχθηκε στο χωριό της, στις Μηλιές του Βόλου.
Ποτέ δεν ξέχασε, ποτέ δεν έκανε πίσω… Κι όταν την συνάντησα προχθές στον
Βόλο, σε σπίτι συντρόφων της, για να ξετυλίξει τις αναμνήσεις, πώς έζησε ως
στέλεχος του ΚΚΕ και σύζυγος του Καραγιώργη, τον Εμφύλιο, οι πρώτες κουβέντες
αυτής της λεβέντισσας μάνας του Αλέξη ήρθαν αβίαστα.
«Πενήντα χρόνια μετά τον Εμφύλιο… παραμένω κουμμουνίστρια. Είναι κάτι πολύ
ευρύτερο, πέρα από σχήματα, πέρα από ανθρώπους. Δεν λέω ότι στον 21ο αιώνα θα
γίνουν τα πράγματα όπως τα γράφει ο Μαρξ στο “Κεφάλαιο”. Αλλά δεν πάει άλλο.
Δεν μπορεί ο άνθρωπος να ζει σαν το θηρίο. Δεν μπορεί να συνεχισθεί αυτό, να
βομβαρδίζονται λαοί, όπως έγινε στη Γιουγκοσλαβία. Βλέπω ότι το μέλλον ανήκει
σε ένα δικαιότερο κόσμο. Εγώ το λέω κομμουνισμό. Εσείς πέστε το όπως θέλετε…
Αλλά δεν πάει άλλο!».
«Η παράνομη ζωή μας»
|
Στο βουνό. Η Μαρία Καραγιώργη στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης με τον σύζυγό της Κώστα
|
Η ιστορία του Κώστα Καραγιώργη, της Μαρίας και του μικρού τους Αλέξη ήταν
γεμάτη περιπέτειες. Είχαν γνωρισθεί το 1940, στην εξορία, στην Κίμωλο, όπου
τους είχε στείλει ο δικτάτορας Μεταξάς.
«Κάποια μέρα μου σύστησαν τον Γυφοδήμο. “Από εδώ ο σύντροφος γιατρός Κώστας
Καραγιώργης”, μου είπαν. Κι εμένα μου ήρθε σαν αστροπελέκι. Τον ερωτεύθηκα από
την πρώτη στιγμή. Έτσι κι εκείνος.
Ο γάμος μας ήρθε πριν τον θρησκευτικό… Μετά την απόδραση από την Κίμωλο,
βγήκαμε στην παρανομία… Και το φθινόπωρο του ’41, λίγους μήνες μετά την
εισβολή των ναζί στην Ελλάδα, το Κόμμα είπε το “ναι”. Την εποχή εκείνη για μας
το “ναι” δεν ήταν θέμα πατέρα, μάνας, αλλά του κόμματος. Μάλιστα, για μένα η
ΟΚΝΕ είχε μικροαντιρρήσεις, αλλά το κόμμα το επέτρεψε. Αργότερα, στο βουνό,
στον Όλυμπο, μάς πάντρεψε ένας αντάρτης παπάς. Ζούσαμε μαζί μία εβδομάδα,
τρεις εβδομάδες χώρια. Και αργότερα βλεπόμασταν πιο σπάνια. Ο αγώνας μάς είχε
απορροφήσει όλους. Στα χρόνια εκείνα της Εθνικής Αντίστασης, το ’44,
αποκτήσαμε και τον Αλέξη μας…».
Η ζωή έπαιξε πολλά… παιχνίδια στο ζεύγος. Ο Κώστας Καραγιώργης στην αρχή,
όσο κυκλοφορούσε ο «Ριζοσπάστης», ζούσε ελεύθερος στην Αθήνα. Και η Μαρία ήταν
στην παρανομία…
«Ο Καραγιώργης στον “Ριζοσπάστη” έπαιρνε έναν πενιχρό μισθό. Η μάνα μου ξόδευε
για όλους μας την περιουσία στο Πήλιο. Μας έστελνε με ανθρώπους λάδια,
ελιές… Έτσι ζούσε η οικογένεια, γιατί κανένας δεν μπορούσε να δουλέψει νόμιμα.
Ο γαμπρός μου ήταν δικηγόρος και του αφαίρεσαν την άδεια ασκήσεως
επαγγέλματος. Δεν μπορούσε να δουλέψει, γιατί ήταν διευθυντής της “Αναγέννησης”.
Όταν όμως έφτασε το ’46-’47 δεν μπορούσε πια να ζυγώσει στα κτήματα και η μάνα
μου… Έτσι άρχισε η βαριά παρανομία. Το πώς ζούσαμε, είναι άλλη ιστορία.
Ξεπουλάμε τα πάντα, όλη την περιουσία!
Συλλαμβάνουν τη μάνα. Φεύγουν για το βουνό η αδελφή μου και ο αδελφός μου, δεν
μπορούσαν άλλο να σταθούν, ο γαμπρός μου είναι πιασμένος… Και τη μάνα την
κρατούν στην κίτρινη αποθήκη του Βόλου 8 μήνες. Ύστερα την έστειλαν στη Χίο εξορία.
Εγώ είμαι στην Αθήνα μισονόμιμη, μισοπαράνομη. Ο Καραγιώργης υποτίθεται
νόμιμος, εγώ παράνομη. Το σπίτι μας στην παρανομία. Υπάρχει κι ένα παιδί το
οποίο δεν ξέρουμε τι να το κάνουμε, πότε μας βλέπει, πότε δεν μας βλέπει.
Από τις 9 Ιουλίου του ’47 κι ύστερα ο Καραγιώργης περνάει τελείως στην
παρανομία, γιατί έγιναν μεγάλες συλλήψεις και πήγαν να τον πάρουν από το σπίτι
που είχε δηλωμένο. Τον “Ριζοσπάστη” τον έκλεισαν αργότερα.
Λίγο πριν από τις μεγάλες συλλήψεις του Ζέρβα, ο Καραγιώργης κρυβόταν σε
διάφορα σπίτια. Από την άλλη μεριά ο “Ριζοσπάστης” έβγαινε. Ο Καραγιώργης είχε
σχεδόν καθημερινό άρθρο εκεί. Εγώ ήμουν στο γραφείο της Επιτροπής Πόλης της
Αθήνας και έκανα και την κρυφή δουλειά να πηγαινοφέρνω τα άρθρα του Καραγιώργη
με τις κοπέλες του “Ριζοσπάστη”, την Τούλα και την Κατίνα…
Πηγαινόφερνα τα άρθρα, έκρυβα τον Καραγιώργη γιατί δεν είχα εμπιστοσύνη στα
σπίτια, να πω την αλήθεια δηλαδή. Όλα τα σπίτια του Κόμματος ήταν
σταμπαρισμένα και όλοι όσοι κρύφτηκαν στα σπίτια του Κόμματος πιάστηκαν. Έτσι,
πιάστηκε ο Παπαρήγας. Εγώ τον Καραγιώργη τον έκρυβα ιδιωτικά.
Δεν μπορείς να φαντασθείς την εποχή… Ο Παπαρήγας ήταν από τη Μαγνησία (σ.σ.:
ο πατέρας του δημοσιογράφου Θανάση Παπαρήγα, συζύγου της γενικής γραμματέως
του ΚΚΕ). Ήταν εκλεγμένος γραμματέας της ΓΣΕΕ.
Σαν γραμματέα της ΓΣΕΕ τον ζητούσαν, αλλά και σαν μέλος της Κεντρικής
Επιτροπής του ΚΚΕ. Τον έκρυβε το Κόμμα βέβαια. Αλλά, τελικά τον έπιασαν. Στην
κρύπτη μέσα τον έπιασαν. Τον πήραν στην Ασφάλεια, ανακρίσεις. Τι να πει στις
ανακρίσεις; Νόμιμη ήταν η ΓΣΕΕ. Τι να πει;
Και επειδή δεν μπορούσαν να τον εκτελέσουν επίσημα τον Παπαρήγα ήταν δύσκολο
γιατί ήταν στη Διεθνή της Ομοσπονδία, των συνδικάτων τον κρέμασαν! Τον
δολοφόνησαν μέσα στα κρατητήρια της Ασφάλειας!
Το πρωί, ύστερα από τη δολοφονία, τον κρέμασαν με το κορδόνι της πιτζάμας του
από το παράθυρο. Και είπαν ότι αυτοκτόνησε!».













