Είναι πάρα πολλές οι δυσεξιχνίαστες ή και αφανείς συμπτώσεις στη νουβέλα του Ακη Παπαντώνη «Καρυότυπος», σε βαθμό που ό,τι λέγεται ή μάλλον γράφεται να είναι ένας δυσκίνητος πλοηγός προκειμένου να φτάσει κανείς σε αυτές. Αν κατορθώσει όμως τον πλοηγό αυτόν να τον βάλει σε λειτουργία, τότε θα έχει μια αποκάλυψη στα όρια του θαύματος. Αφού όλη η νουβέλα δεν οικοδομεί παρά ένα πλέγμα σχέσεων, όπου η συχνή επανάληψη τοπωνυμίων ή ονομάτων γνωστών κτιρίων ή λέξεων όπως «stop» ή «rec» ή αρκτικόλεξων τύπου DNA ή ΑΤΜ, που μοιάζει διαρκώς να αναβάλλει μια αιωρούμενη αίσθηση ανατροπής, δηλαδή πως κάτι θα συμβεί και θα αλλάξουν όλα στη ζωή του ήρωα, έχει ως αποτέλεσμα η ανατροπή να έχει συμβεί, όλα να έχουν αλλάξει και ο αναγνώστης να μένει με το (απατηλό) αίσθημα της στασιμότητας.

Το πιο αξιοπερίεργο ακόμη με τον «Καρυότυπο» είναι πως αν και όλα όσα περιβάλλουν τον ήρωά του, είτε πρόκειται για τις πλάκες των πεζοδρομίων είτε για τις μαύρες σακούλες των σκουπιδιών, έχουν αντικαταστατό χαρακτήρα, μέσα στη σύνθεση αποκτούν μια βαρύνουσα, τελεσίδικη σημασία. Οση τουλάχιστον φαίνεται να έχει το γεγονός ότι σπούδασε Μοριακή Βιολογία, είναι τριάντα χρόνων και έρχεται να εργαστεί σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα στην Οξφόρδη. Αν και θα ήταν αδύνατον τον οποιονδήποτε μοριακό βιολόγο που έρχεται στην Οξφόρδη να τον ταυτίσεις με τον ήρωα του «Καρυότυπου», άλλο τόσο θα αναγνώριζες ως λάθος να αποδώσεις αυτοβιογραφικά στοιχεία στην κυριολεκτικά συμπυκνωμένη δυναμίτιδα που συνιστά η νουβέλα αυτή των 120 σελίδων.

Υπάρχει μια συγκινητικότατη σχετική μνεία του ίδιου του Ακη Παπαντώνη σε συνέντευξή του, που δίνει και το μέτρο του συγγραφικού του ήθους, όταν απαντάει αν βρίσκει ομοιότητες ανάμεσα στη γραφή και την έρευνα: «Διάβασμα, μέθοδος, πολλές επαναλήψεις και διορθώσεις. Εάν θέλετε να μιλήσουμε για ταχύτητα: 19.994 λέξεις ο «Καρυότυπος», σε 4 έως 5 χρόνια, περίπου 11 λέξεις την ημέρα. Είμαι συγγραφικό σαλιγκάρι».

Ο αριθμός «770/1966»

Αν τελικά σκεφτόσουν πως με την όλη ιστορία σού προτείνεται ένας «γρίφος» προς ανάγνωση, δεν έχεις παρά να δεις, για παράδειγμα, τη φράση «τα ορφανά του Τσαουσέσκου» ή τον αριθμό «770/1966», που σχεδόν «ανεξήγητα» εμφανίζονται σποραδικά μέσα στο κείμενο, ως ένα αναπόσπαστο στοιχείο της ίδιας της αφήγησης. Ωστε αν θα τη χαρακτήριζε κανείς κρυπτική να οφειλόταν αποκλειστικά σε άγνοια, αφού «770/1966» ήταν ο αριθμός ενός διατάγματος του Τσαουσέσκου που προέτρεπε «κάθε γόνιμη γυναίκα, κάτω των 45 ετών, να αναλαμβάνει βάσει νόμου το πατριωτικό καθήκον να προσφέρει στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ρουμανίας το ελάχιστο 5 παιδιά». Ενώ τα παιδιά που γεννήθηκαν μετά το 1989, με το διάταγμα του Τσαουσέσκου και αποκαλούνταν «τα ορφανά του», έφτασαν τα 100.000.

Οση συνάφεια διατηρούν με τον κύριο κορμό της αφήγησης οι φαινομενικά ελλειπτικές αναφορές άλλη τόση ή και ακόμη μεγαλύτερη συμπεραίνεται χάρη σε λέξεις όπως η λέξη «αντανάκλαση». Αφού σε εντελώς ξέχωρα και απομακρυσμένα μεταξύ τους σημεία στο βιβλίο ήταν η αντανάκλαση των περαστικών στο τζάμι της βιτρίνας ενός βιβλιοπωλείου που ενδιέφερε κυρίως τον μοριακό βιολόγο, αν και προσποιούνταν ότι διάβαζε τους νέους τίτλους, ενώ στα νερά του Τάμεση το αντικαθρέπτισμα μιας πράσινης σακούλας μέσα στο πλεκτό καλαθάκι μιας κοπέλας φαινόταν να τον ενδιαφέρει περισσότερο απ’ ό,τι η ίδια. Αισθάνεσαι ξαφνικά τη λέξη «αντανάκλαση» να αποκτά εκτόπισμα, να γίνεται πιο εκφραστική σε σχέση με την πραγματικότητα, το είδωλο χάρη στην απεικόνισή του, αν και μπορεί να διαλυθεί ανά πάσα στιγμή, να γίνεται πιο κυριαρχικό και πιο νοσταλγικό. Κάθε εποχή φαίνεται να αναπαράγει με τους τρόπους της τις «Σκιές του Πλάτωνα» και ο Παπαντώνης δεν διστάζει να θεωρεί το κινητό ή το facebook αψευδείς μάρτυρες της συνέχειας αυτής.

Δραματικά συμπαγές

Οσο κι αν η νουβέλα θα μπορούσε συχνά να διαβαστεί σαν μια συρραφή «ενσταντανέ» και η όμορφη κοπέλα στο αεροπλάνο, από πατέρα Γερμανό και μητέρα Ρωσίδα, να μην είχε καν υποψιαστεί την ύπαρξη της πορτογαλίδας καθαρίστριας του εργαστηρίου, που φορούσε πλαστικά γάντια ώς τους αγκώνες, ενώ και οι δύο μαζί να μην είχαν διανοηθεί ότι ήταν δυνατόν να έχει υπάρξει ο κύριος Νάιτζελ, που είχε κάνει σεξ με γυναίκες και με άντρες, είχε χρηματίσει στρατιώτης στα Φόκλαντ, βοσκός στο Νόριτς, μπάρμαν σε κάποιο ξεχασμένο θέρετρο του Ντόρσετ, εθελοντής πυροσβέστης στην Ουαλία, και αποφάσισε ξαφνικά να μεταβάλει σε σπίτι του τον δρόμο, είναι βέβαιο πως αν οι τρεις αυτοί άνθρωποι συναντιούνταν δεν θα χρειαζόταν να ενημερώσει ο ένας τον άλλον για τη ζωή που έχει κάνει –θα τους ήταν ήδη γνωστή. Η βραχυλογία και η ακριβολογία του Παπαντώνη, όσον αφορά ένα αίσθημα ρευστό και μια σκέψη που σε οποιονδήποτε άλλον θα παρέμενε θολή, δίνουν κάτι το δραματικά συμπαγές και ταυτόχρονα αναπεπταμένο στον «Καρυότυπο» σε σχέση με την οικονομία ή το ανοικονόμητο του πραγματικού χρόνου. Οσα αινίγματα και αν θέτει άλλα τόσα ή και περισσότερα είναι τα κλειδιά που προσφέρει ο «Καρυότυπος», με αποτέλεσμα η μαγεία του να γίνεται ακόμα πιο συναρπαστική γιατί δεν έχει εύκολα κατακτηθεί.

Συγγραφικό πλεονέκτημα

Πρωτόγνωρο βάθος σε συνήθεις εικόνες

Αν θα ερμήνευε κανείς την πεζογραφική δεινότητα του Παπαντώνη κυρίως χάρη στην καίρια παρατηρητικότητά του, που δίνει σε συνήθεις εικόνες ένα πρωτόγνωρο βάθος, θα επέλεγε αναμφισβήτητα ως ενδεικτική μια παράγραφο σχετική με την αναχώρηση του ήρωα στο αεροδρόμιο: «Περπατούσε στη φυσούνα κοιτάζοντας έξω: ο ουρανός είχε μια συμπαγή συννεφιά. Οταν, για μια στιγμή, αποκαλύφθηκε ο ήλιος, παρατήρησε ένα αεροπλάνο που απογειωνόταν. Ενας εργάτης με κίτρινο φωσφοριζέ γιλέκο το κοίταζε καθώς πετούσε από πάνω του. Το αεροπλάνο έριχνε σκιά στο έδαφος και για ένα δευτερόλεπτο ο εργάτης βρέθηκε στο κέντρο ενός τεράστιου σκοτεινού σταυρού. Τα αεροδρόμια του θύμιζαν νεκροταφεία τελικά. Τόσοι άνθρωποι στον ίδιο χώρο, ο καθένας μόνος με τον εαυτό του».

Οσο όμως κι αν η αποκάλυψη χάρη σε εικόνες τετριμμένες είναι ένα οικείο πεδίο για τους πεζογράφους, η αποκάλυψη όσον αφορά καταστάσεις δραματικές, όπου ακόμα και ο σαφής υπαινιγμός ακούγεται βλάσφημος, πιστώνεται ως το κυριότερο πλεονέκτημα του Παπαντώνη. Πλανάται αόριστα η υπόθεση της υιοθεσίας του ήρωα για να μας γίνει πλήρως αντιληπτή χάρη σε μια μόνο κίνησή του: όταν ήταν μικρός και έμαθε για την υιοθεσία του, χάιδευε διαρκώς τον σβέρκο του (μας πληροφορεί γι’ αυτό ο αδερφός του), ενώ για μια μόνη φορά, όταν είναι ενήλικος, τον συναντάμε να χαϊδεύει τον σβέρκο του με το δεξί του χέρι. Χωρίς επιπλέον η κίνηση

αυτή μέσα στη σύμφραση της συνθήκης που

επιχειρείται να έχει κάποια άλλη σημασία, σε σχέση με τη νουβέλα του Παπαντώνη, παρά μόνο όσον αφορά τη γενικευμένη ακριβολόγο παρατηρητικότητά του.

Ακης Παπαντώνης

Καρυότυπος

Εκδ. Κίχλη,

σελ. 120

Τιμή: 12 ευρώ