«ΗΣοβιετικήΕνωση διαφεντεύεται από µια κλίκα γραφειοκρατών και έχει µια νέου είδους κοινωνία εξίσου επιθετική µε εκείνες των δυτικών κρατών…». Δεν είναι και λίγο να βγαίνεις µε αυτήν τη διαπίστωση, εγγράφως, µετά τον πόλεµο.

Ο γάλλος φιλόσοφος Κλοντ Λεφόρ, θαυµαστής κατ’ αρχάς, φίλος στη συνέχεια και συνοδοιπόρος του Κορνήλιου Καστοριάδη, το τόλµησε µαζί του.

Εστω και µε το ψευδώνυµο Κλοντ Μοντάλ και µε τον Καστοριάδη ως Πιερ Σολιέ, όταν δηµοσίευσαν το 1946 το κείµενό τους (κάτι σαν µανιφέστο) «Για το καθεστώς και εναντίον των υποστηρικτών της ΕΣΣΔ» για τη Σοβιετική Ενωση και τους τροτσκιστές υποστηρικτές της. Αυτό είναι µόνον ένα µέρος της κληρονοµιάς του Κλοντ Λεφόρ, που πέθανε χτες στα 86 του.

Από το 1943 οργάνωσε φράξια τροτσκιστών στο Παρίσι, µέσα από τους κόλπους της οποίας επιχειρούσε να πείσει για το «λάθος» τους µέχρι που µαζί µε τον Καστοριάδη αποσχίστηκαν και ίδρυσαν τη φιλελεύθερη σοσιαλιστική οµάδα «Σοσιαλισµός ή Βαρβαρότητα», που κυκλοφόρησε οµώνυµο περιοδικό. Το κείµενό του «L’ Εxperience proletarienne» θεωρήθηκε ως κριτική στην «οργανωτική» δοµή της οµάδας από την οποία αποχώρησε το 1958, ιδρύοντας µαζί µε τον Ανρί Σιµόν το κίνηµα «Πληροφορίες και Εργατικές Σχέσεις». Το 1973 αφιέρωσε το βιβλίο του «Un homme en trop» στον αντικαθεστωτικό Αλεξάντερ Σολζενίτσιν µε αφορµή το περίφηµο έργο του «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» και συνέδεσε έκτοτε το όνοµά του µε την κριτική στον απολυταρχισµό – όπως και η Χάνα Αρεντ.

Αποµακρυνόµενος µε τα χρόνια από τον µαρξισµό, ο Λεφόρ δίδαξε στο Πανεπιστήµιο του Σάο Πάολο, στη Σορβόννη και στην Ανωτάτη Σχολή Κοινωνικών Επιστηµών, ενώ σχετίστηκε µε το Κέντρο Πολιτικών Ερευνών Ρεϊµόν Αρόν. Συνεργάστηκε ακόµη µε τον Εντγάρ Μορέν και εξέδωσε δοκίµιά του για τον Μακιαβέλι και τον Σαρτρ.