Ο Παρθενώνας ανατινάζεται στο όνομα της τέχνης και της ζωής: ιδεολογικό πρόγραμμα, ανίερη φαντασίωση, πρόκληση στον εθνικό κομφορμισμό, προβολή της αποξένωσης από τα ιστορικά σύμβολα, μαστιγωτική κριτική της σύγχρονης Αθήνας ή απλώς μεταμοντέρνο παιχνίδι;


Το 2002, στο μυθιστόρημά τουΒέβηλη πτήση, ο Βασίλης Γκουρογιάννης τράνταξε τον Παρθενώνα και ράγισε τα μάρμαρά του με το ωστικό κύμα ενός τουρκικού πολεμικού αεροπλάνου. Βέβηλη πτήση, σύμφωνοι, αλλά όχι και τόσο, μπροστά σ΄ αυτό που είχε κάνει έξι χρόνια νωρίτερα ο Χρήστος Χρυσόπουλος στη νουβέλα τουΟ βομβιστής του Παρθενώνα . Ο 28χρονος τότε συγγραφέας είχε ανατινάξει τον ναό, διά χειρός όχι κανενός Τούρκου, Αμερικανού, Εβραίου, Σκοπιανού ή μασόνου, αλλά ενός καθαρόαιμου Ελληνα, ενός αγνού, φευγάτου νέου. Δύο φορές μέσα σε έξι χρόνια η λογοτεχνία μας φαντασιώθηκε τη βεβήλωση του εμβληματικότερου εθνικού μνημείου μας. Τι να υποδηλώνει άραγε αυτό; Την αίσθηση συλλογικής ανασφάλειας, την απόρριψη ενός φύλλου συκής για τη σύγχρονη πολιτισμική γύμνια μας, τον πόθο λύτρωσης από ένα σύμβολο υπερβολικά βαρύ για τους ώμους μας;

Ο βομβιστής του Παρθενώναείναι το πρώτο βιβλίο του Χρήστου Χρυσόπουλου. Ο συγγραφέας το ξαναβγάζει τώρα σε «νέα έκδοση αναθεωρημένη». Δεν έχω διαβάσει την πρώτη έκδοση του 1996, αναρωτιέμαι όμως πόση αναθεώρηση επιδέχεται αυτή η νουβέλα και, προπαντός, τι παρακίνησε τον συγγραφέα να επανεκδώσει το πρωτόλειό του, μιας και δεν μου φαίνεται επαρκής ως εξήγηση η επιθυμία συγκέντρωσης όλων των παλιότερων βιβλίων του στον τωρινό εκδοτικό οίκο του. Την απορία μου εντείνει το γεγονός ότι ο συγγραφέας καλεί μέσα από το Διαδίκτυο φίλους και γνωστούς του να επισκεφθούν ένα ιστολόγιο φτιαγμένο ειδικά γι΄ αυτό το βιβλίο, να διαβάσουν εκεί υλικό που παραλείφθηκε, να υποδείξουν, αν κατάλαβα καλά, εναλλακτικές εκδοχές, να προτείνουν τη δική τους ερμηνεία κ.λπ. Προφανώς ο Χρυσόπουλος θεωρεί την αναπλασμένη νουβέλα του αντιπροσωπευτική για την ώριμη τεχνική του και άκρως επίκαιρη σήμερα.

Ο ήρωας της νουβέλας, κάποιος Χ.Κ., εμφανίζεται επηρεασμένος από μια προκήρυξη του ποιητή Γιώργου Μακρή (1923-1968), η οποία κυκλοφόρησε στις 18 Νοεμβρίου 1944 και ζητούσε πράγματι, αν και με αμφίβολη σοβαρότητα, την καταστροφή του Παρθενώνα, με το αιτιολογικό ότι η χρονική και ιστορική κατοχύρωση ενός έργου τέχνης είναι κάτι αφύσικο και αντίκειται στην αέναη ροή της ζωής, που συνεπάγεται και τη φθορά. Σ΄ έναν μονόλογό του, που αποτελεί το πρώτο μέρος της νουβέλας κι εκτείνεται σε δεκαεννιά σελίδες, ο Χ.Κ., με ύφος τόσο πιο άχαρο όσο προσπαθεί να είναι ποιητικό, αναπτύσσει το ίδιο, πάνω-κάτω, σκεπτικό (αλλά με πιο φλύαρο και θολό τρόπο), εισάγοντας ως επιπλέον παραμέτρους την υπαρξιακή ασφυξία της σύγχρονης Αθήνας και τη λειτουργία του Παρθενώνα ως άλλοθι των «κληρονόμων» του για τη δική τους ουτιδανότητα- λίαν πρωτότυπες ιδέες, δηλαδή.

Εδώ θα μπορούσε και να τελειώνει η νουβέλα. Ο,τι ακολουθεί δεν προσθέτει τίποτα το ουσιαστικό: ούτε οι συνεντεύξεις με άτομα που είδαν τον Χ.Κ. τη μέρα της βομβιστικής ενέργειάς του ούτε η εξομολόγηση ενός φύλακα της Ακρόπολης ούτε το κείμενο της προκήρυξης του Μακρή και οι μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώρισαν ούτε μια φωτογραφία του Κώστα Ταχτσή(!) με μούσι ούτε η αφήγηση ενός φαντάρου που μετέσχε (ή ονειρεύτηκε πως μετέσχε) στο στρατιωτικό απόσπασμα που εκτέλεσε τον δράστη (αυτό σε μια χώρα όπου η θανατική ποινή έχει καταργηθεί εδώ και δεκαετίες…). Ολα αυτά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε οποιαδήποτε ιστορία. Δεν είναι παρά μεταμοντέρνα τερτίπια, που δεν σημαίνουν τίποτα και παραπέμπουν μόνο στον εαυτό τους. Το ίδιο ισχύει για την παρουσίαση του μονόλογου του δράστη ως ηχογραφημένου ντοκουμέντου (με περιγραφές διαφόρων θορύβων στο βάθος), της αφήγησης του φαντάρου ως βιντεοσκοπημένης μαρτυρίας (με περιγραφές π.χ. του φωτισμού ή των στάσεων του σώματος), τη σημείωση ότι κυκλοφορούν διάφορες παραλλαγές του μονόλογου κ.λπ. Οι ρέκτες που θα επισκεφθούν το ιστολόγιο για τονΒομβιστή του Παρθενώναθα έχουν μπόλικη δουλειά και πιθανότατα η νουβέλα δομήθηκε ή αναδομήθηκε τόσο χαλαρά ακριβώς για να ενθαρρύνει τις παρεμβάσεις τους. Πράγμα που ουδόλως ενδιαφέρει τον αναγνώστη του βιβλίου.

Ο Χρυσόπουλος μού άρεσε στα πρώτα συγγραφικά βήματά του, με αποκορύφωμα τηΣουνυάτα(1999), για την οποία και εκφράστηκα τότε με πολύ θερμά λόγια. Από εκεί κι έπειτα το ενδιαφέρον μου μειωνόταν σταθερά με κάθε καινούργιο βιβλίο του (και δεν είναι λίγα τα οκτώ βιβλία που ακολούθησαν μέσα σε μία δεκαετία). Αυξανόταν όμως, με ακόμα ταχύτερο ρυθμό, το ενδιαφέρον της υπόλοιπης κριτικής, για να φτάσει σήμερα σε μια μονότονη υμνολογία, που δηλώνει βέβαια πολλά για τις ευαισθησίες και τον τρόπο λειτουργίας αυτής της κριτικής, αλλά τίποτα για την ουσία των κρινόμενων βιβλίων. Ο Χρυσόπουλος έχει εξελιχθεί σ΄ έναν συγγραφέα δωματίου ή μάλλον ξενώνα, που περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως υπότροφος πανεπιστημιακών και άλλων μορφωτικών ιδρυμάτων στα πιο διαφορετικά μέρη του πλανήτη, χωρίς όμως, όπως φαίνεται, να βλέπει και να αισθάνεται τίποτα από τα όσα συμβαίνουν εκεί, μόνιμα βυθισμένος σε λογοτεχνικά βιβλία και αρχεία.

Το αποτέλεσμα είναι μια λογοτεχνία γύρω από τη λογοτεχνία, ένα έργο φαινομενικά σεμνό (ολιγοσέλιδοι συνήθως τόμοι, χαμηλόφωνη γραφή), αλλά γαντζωμένο παρασιτικά στα μεγάλα και μεσαία αναστήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ένα έργο που έχει πάψει προ πολλού να διαρρέεται από τους χυμούς της ζωής και στις φλέβες του κυλάει χαρτοπολτός. Στο προ τετραετίας δοκιμιακό βιβλίο τουΤο γλωσσικό κουτί, με τον περιγραφικό υπότιτλο «Οψεις της δουλειάς του συγγραφέα», ο Χρυσόπουλος δεν μπορεί να πει τίποτα, δεν μπορεί να διατυπώσει καμία σκέψη του χωρίς να την κρεμάσει σε επιβεβαιωτικά παραθέματα ξένων συγγραφέων που αγαπά. Ετσι έχει γίνει και το «μυθοπλαστικό» έργο του: ένας μεταμοντέρνος κυκεώνας από σκόρπιες ψηφίδες, που καθεμιά της έχει μόνο φιλολογική προέλευση και όλες μαζί υποτίθεται ότι παραπέμπουν σε μια σύνθετη, αινιγματική αλήθεια, αλλά στην πραγματικότητα δεν παραπέμπουν σε τίποτα.

Ως άνθρωπος ο Χρυσόπουλος μού είναι πολύ συμπαθής κι εξακολουθώ να πιστεύω πως δεν λάθεψα στην αρχική εκτίμησή μου για το ταλέντο του. Αλλά είναι ένα ταλέντο χαραμισμένο, εξαιτίας του «περίκλειστου κόσμου» του (για να δανειστώ τον τίτλο ενός παλιότερου μυθιστορήματός του), στον οποίο όλως παραδόξως τον κρατά καθηλωμένο ο κοσμοπολιτισμός του, και της υπερβολικής συνάφειάς του με το λογοτεχνικό corpus, που έχει παραλύσει τη δημιουργικότητά του.

Ο βομβιστής του Παρθενώνατελειώνει με τρόπο τυπικό για τον Χρυσόπουλο: μ΄ ένα παράθεμα από το βιβλίο του Τζιόρτζιο ΑγκάμπενΒεβηλώσεις . Το παράθεμα έχει ως εξής: «Η βεβήλωση του αβεβήλωτου είναι το πολιτικό καθήκον της γενιάς που έρχεται». Ας μην ανησυχήσουν οι αρχαιολάτρες, οι φιλότεχνοι και οι πατριώτες. Η ριζοσπαστική ρητορική αυτής της διακήρυξης δεν είναι, στα χέρια του Χρυσόπουλου και στο πλαίσιο της νουβέλας του, παρά άλλο ένα πλουμίδι στον μεταμοντέρνο χαρταετό που αμολάει στα σύννεφα.