Ο ιταλικός χάρτης του ’40-’41 συμπεριλαμβάνει τα Ίμια, στην (τότε) ιταλική,

σήμερα ελληνική, επικράτεια

Ένα νέο στοιχείο, τουριστικός χάρτης που ανατυπώθηκε το 1941 από το αρχείο

χαρτών έτους 1940 του ιταλικού Γεωγραφικού Ινστιτούτου Στρατού, έρχεται να

συμπληρώσει την εικόνα που την περασμένη Κυριακή ο καθηγητής κ. Κωνσταντίνος

Σβολόπουλος σε άρθρο του στην εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» παρουσίασε μέσα από τα

βρετανικά αρχεία.

Ο χάρτης αυτός, που εντοπίστηκε σε αρχείο ιδιώτη, φαίνεται πως γνώρισε ευρεία

κυκλοφορία στην Ιταλία στη δεκαετία μέχρι και μετά τον πόλεμο, αφού διετίθετο

ως τουριστικός από τα βιβλιοπωλεία της χώρας. Ποια είναι όμως τα στοιχεία

εκείνα που έρχεται να προσθέσει ο συγκεκριμένος χάρτης στα όσα μέχρι σήμερα

γνωρίζαμε; Ο καθηγητής κ. Σβολόπουλος αναφέρεται στον διαφορετικό τρόπο με τον

οποίο οι γείτονές μας Τούρκοι διάβαζαν, κατανοούσαν και τελικά αποδέχονταν τα

κείμενα και τους χάρτες που όριζαν τη διαχωριστική γραμμή Ελλάδας – Τουρκίας,

σήμερα, Ιταλίας – Τουρκίας παλαιότερα, όπως ακριβώς προέβλεπαν οι διμερείς

ιταλοτουρκικές συμφωνίες του 1932. Και ενώ προκύπτει καθαρά ότι η Τουρκία

αποδεχόταν τη διαχωριστική γραμμή στην περιοχή του Καστελλόριζου,

εξακολουθούσε να την αμφισβητεί στην περιοχή πέριξ των υπολοίπων νησιών,

νησίδων και βραχονησίδων της Δωδεκανήσου.

Ο νέος αυτός χάρτης που δημοσιεύεται σήμερα και τυπώθηκε το 1940, ακολουθεί

την ίδια ακριβώς διαχωριστική γραμμή που χαράσσει και ο διά χειρός

σχεδιασμένος χάρτης των Ιταλών, τον οποίο απηύθυνε με το telespresso αρ. 198 η

Ιταλική Διοίκηση των Νήσων του Αιγαίου (Governo Delle Isole Italiane Dell’

Egeo) σε όλες τις ναυτικές διοικήσεις του συμπλέγματος Δωδεκανήσου, ορίζοντας

επακριβώς τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας. Το έγγραφο –

τηλεγράφημα των Ιταλών, που δημοσιεύθηκε ως ένθετο στην αγγλική έκδοση του

ελληνικού ΥΠΕΞ για τη Δωδεκάνησο και βρέθηκε στον ναύσταθμο της Λέρου, φέρει

ημερομηνία 2 Φεβρουαρίου 1933 και σχεδιάστηκε, όπως είναι πρόδηλο να

εικάζεται, με βάση τα συμφωνηθέντα στις σχετικές ιταλοτουρκικές Συμφωνίες του

1932. Σε ειδική παράγραφο του συνοδευτικού εγγράφου που υπογράφουν από

ιταλικής πλευράς ο ναύαρχος Roberto Soldati, ναυτικός ακόλουθος στην ιταλική

πρεσβεία της Άγκυρας και, από τουρκικής, ο διπλωματικός σύμβουλος Saip Bey και

οι αξιωματικοί Ertugrul Asim και Hayrettin Bey, υπάρχει μνεία ότι

χρησιμοποιήθηκαν οι χάρτες 246, 872 και 1.546 του αγγλικού Βασιλικού

Ναυαρχείου. Σε περίπτωση, μάλιστα, ονοματολογικής αναντιστοιχίας μεταξύ χαρτών

και κειμένου, υπογραμμίζεται ότι ισχύ έχει το κείμενο και μόνο.

Επιστρέφοντας όμως στο νέο μας πρόσκτημα, τον ιταλικό χάρτη του 1940-41,

διαπιστώνουμε για δεύτερη φορά σε επίσημη έντυπη μορφή χάρτη ότι η Τουρκία,

ακόμη και όταν ξεσπούσε ο πόλεμος και ασφαλώς ονειρευόταν, παραμένοντας

«επιτηδείως ουδέτερη», την απόκτηση νέων εδαφών με πρώτα στη λίστα του πόθου

της τα Δωδεκάνησα, δεν αντιδρούσε στη χρήση της διαχωριστικής ιταλοτουρκικής

γραμμής στο ύψος της Καλύμνου, όπου τα Ίμια, αναφερόμενα μάλιστα για πρώτη

φορά ως Immia, συμπεριλαμβάνονταν στην ιταλική, σήμερα ελληνική, επικράτεια.

Σε υπόμνηση του αναγνωστικού κοινού επισημαίνεται ότι η ιταλική διοίκηση είχε,

μάλιστα, με έγγραφό της στις 18 Φεβρουαρίου του 1937, απευθύνει αυστηρές

συστάσεις για την ανάγκη εφαρμογής ιταλοποιημένης εκφοράς των ελληνικών

γεωγραφικών ονομάτων της Δωδεκανήσου. «… Πάψτε από άγνοια να αναφέρεστε σε

έγγραφά σας, κάνοντας χρήση ελληνικών ονομάτων και τοπωνυμιών…», έγραφε ο

Ιταλός διοικητής De Vecchi και αλλού «… τόσα χρόνια πέρασαν και ωστόσο, τόσο

οι Ιταλοί καθολικοί όσο και οι Τούρκοι μουσουλμάνοι χρειάζεται να ομιλούν την

ελληνική, για να συνεννοούνται μεταξύ τους στις καθημερινές συναλλαγές

τους!..».

Στους παροικούντες άλλωστε τους διαδρόμους και τα γραφεία της Βορειοατλαντικής

Συμμαχίας (ΝΑΤΟ) στις Βρυξέλλες είναι γνωστό τι συνέβη πριν από λίγο καιρό,

όταν η Τουρκία αποφάσιζε να δεσμεύσει τα ΝΑΤΟϊκά εκείνα έγγραφα, που καθόριζαν

τα όρια επιχειρησιακής ευθύνης στην περιοχή των Δωδεκανήσων βάσει των

ιταλοτουρκικών συμφωνιών του 1932 και, φυσικά, την έθιγαν.

Μετά τα αρχεία Ελλάδας, Ιταλίας, Μεγάλης Βρετανίας και ΝΑΤΟ έρχεται, λοιπόν,

και η σειρά των εθνικών υπηρεσιών χαρτογραφίας να στηρίξουν τις ελληνικές

θέσεις και το ισχύον διεθνές δίκαιο στην περιοχή.

Πληγώνουν άραγε την Άγκυρα οι χάρτες αυτοί ή την αφήνουν ακόμα αδιάφορη να

σφυρίζει με την ίδια μονοτονία το γνωστό τροπάρι της πολιτικής και

στρατιωτικής της ηγεσίας;

Η Φ. Κωνσταντοπούλου είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και

Ιστορικού Αρχείου του ΥΠΕΞ.