Το να φανταστεί κανείς το σύνολο των χωρών της Λατινικής Αμερικής να κυβερνώνται στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής τάξης, στην οποία θα γίνονται σεβαστές η ελευθερία και η ανεξαρτησία, μοιάζει να είναι ουτοπικό. Δεν θα έπρεπε. Εξάλλου, οι Λατινοαμερικανοί εγκαθίδρυσαν ακριβώς ένα τέτοιο πλαίσιο πριν από 200 χρόνια, αφού κέρδισαν την ανεξαρτησία τους από την Ισπανία και την Πορτογαλία.
Οι «πατέρες» της ηπείρου – όπως ο Αντρές Μπέλο, ο Σιμόν Μπολίβαρ, ο Χουάν Μπαουτίστα Αλμπέρντι, ο Ντομίνγκο Φαουστίνο Σαρμιέντο και ο Χοσέ Μαρία Λουίς Μόρα – εμπνεύστηκαν από τους αντίστοιχους των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Τζον Ανταμς και ο Τόμας Τζέφερσον ήταν ακόμη εν ζωή όταν οι Λατινοαμερικανοί ανεξαρτητοποιήθηκαν από την Ισπανία, ενώ τα πρώτα συντάγματα στην περιοχή αναγνώριζαν δεόντως τα θεμελιώδη συστατικά στοιχεία κάθε δημοκρατίας: τον διαχωρισμό των εξουσιών, το κράτος δικαίου, τις δημοκρατικές ελευθερίες, την ελευθεροτυπία και την τακτική διενέργεια εκλογών.
Παρά το γεγονός όμως ότι ορισμένες από αυτές τις δημοκρατίες αποδείχθηκαν πιο βιώσιμες και επιτυχημένες σε σύγκριση με άλλες (όπως εκείνες της Χιλής, της Ουρουγουάης, της Κολομβίας, της Κόστα Ρίκα και, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, της Αργεντινής), όλες τελικά αποδείχθηκαν ασταθείς και εύθραυστες. Εμφανίστηκαν πολλές ρωγμές, όχι τόσο επειδή τα ιδρυτικά ιδανικά εγκαταλείφθηκαν, αλλά εξαιτίας τριών άλλων κακόβουλων επιρροών που επικράτησαν.
Η πρώτη ήταν η δίψα των πολιτικών ηγετών για προσωπική ισχύ. Οι πόλεμοι της ανεξαρτησίας άφησαν στη Λατινική Αμερική πολλούς «καουντίγιο» (αρχηγικές φυσιογνωμίες) που ήλεγχαν τόσο την πολιτική όσο και τη στρατιωτική εξουσία. Στη συνέχεια εμφανίστηκαν μια σειρά δικτάτορες, τους οποίους διαδέχθηκαν «καίσαρες» στα τέλη του 19ου αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού. Ενώ μόνο λίγοι εξ αυτών ήταν πεφωτισμένοι, οι περισσότεροι αποδείχθηκαν τύραννοι. Τέλος, κατά τον 20ό αιώνα, ο μιλιταρισμός εδραιώθηκε σε όλη την περιοχή, με το καθεστώς του Χουάν Περόν στην Αργεντινή να εφαρμόζει φασιστικές μεθόδους.
Ο δεύτερος παράγοντας αφορά την κοινωνική και πολιτική βία. Παρότι δεν εκδηλώθηκαν πολλοί πόλεμοι ανάμεσα στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, πραξικοπήματα, ανταρσίες, εξεγέρσεις και επαναστάσεις υπήρξαν πολύ συνήθη φαινόμενα. Ωστόσο, οι νικητές, αντί να αποκηρύξουν τη συνταγματική τάξη, συνήθως επεδίωκαν να συνεχίσουν τη δημοκρατική παράδοση, τουλάχιστον επισήμως – όπως στην περίπτωση της Μεξικανικής Επανάστασης το 1910. Τα πράγματα όμως άλλαξαν με την Κουβανική Επανάσταση του 1959. Το καθεστώς του Φιντέλ Κάστρο εξελίχθηκε στην πρώτη καθαρή και απροκάλυπτη δικτατορία, εμπνέοντας μια σειρά κομμουνιστικών και αριστερών αντάρτικων κινημάτων σε ολόκληρη την ήπειρο. Οποιες δε κι αν ήταν οι διαφορές τους, όλα ήταν αντίθετα στη δημοκρατία.
Παρ’ όλα αυτά, ίσως η ζημιά στην πολιτική σκηνή της περιοχής δεν θα ήταν τόσο εκτεταμένη εάν δεν υπήρχε ένας ακόμα, εξωτερικός αυτή τη φορά, παράγοντας: ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ. Οι ιστορικοί λόγοι που έχει η Λατινική Αμερική για να διαμαρτύρεται κατά των ΗΠΑ είναι σχεδόν ατελείωτοι. Για παράδειγμα, στον Πόλεμο του Μεξικού το 1846-1848, οι περιοχές που γνωρίζουμε σήμερα ως Καλιφόρνια, Νεβάδα, Γιούτα, Νέο Μεξικό, το μεγαλύτερο μέρος της Αριζόνας και του Κολοράντο και τμήματα της Οκλαχόμα, του Κάνσας και του Γουαϊόμινγκ, κατακτήθηκαν από τις ΗΠΑ και τελικώς προσαρτήθηκαν σε αυτές. Το δε 1973 ο πρόεδρος της Χιλής, Σαλβαδόρ Αλιέντε, ανατράπηκε και αντικαταστάθηκε από την υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ στρατιωτική δικτατορία του Αουγκούστο Πινοσέτ. Ενας ολοκληρωμένος κατάλογος των αμερικανικών παρεμβάσεων θα περιλάμβανε σχεδόν κάθε χώρα στην περιοχή.
Αρχής γενομένης τη δεκαετία του ’80, όμως ειδικά μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ένα θαύμα έδειξε να συντελείται στη Λατινική Αμερική: σχεδόν όλες οι χώρες πραγματοποίησαν μια ειρηνική μετάβαση πίσω στις δημοκρατικές τους ρίζες, καθώς ο στρατός επέστρεψε στα στρατόπεδα.
Αυτό το δημοκρατικό κύμα φάνταζε σαν μια νέα αυγή, όμως ήταν ένας αντικατοπτρισμός. Σχετικά σύντομα, οι πρώτοι δύο παράγοντες που προαναφέραμε – η μεγαλομανία και οι κοινωνικές συγκρούσεις – αποτυπώθηκαν στο πρόσωπο ενός λαϊκιστή ηγέτη, που είχε στη διάθεσή του άφθονο πετρέλαιο. Ο λαός της Βενεζουέλας έδωσε την εξουσία σε έναν «Καουντίγιο», τον Ούγκο Τσάβες. Εναν συνταγματάρχη ο οποίος αρχικά εμπνεύστηκε από τον Τσε Γκεβάρα, αλλά τελικά επέλεξε να ακολουθήσει τον πνευματικό πατέρα του Τσε, τον Κάστρο, στην προσπάθεια οικοδόμησης ενός «Σοσιαλισμού του 21ου Αιώνα». Οσο για τον διορισμένο διάδοχο του Τσάβες, τον Νικολάς Μαδούρο, είναι ένας βίαιος δεσποτικός ηγέτης, ο οποίος βρέθηκε επικεφαλής της μεγαλύτερης οικονομικής κατάρρευσης στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής.
Προκειμένου η ελευθερία να γίνει πραγματικότητα στη Λατινική Αμερική, πρέπει να αποκατασταθεί η δημοκρατία στη Βενεζουέλα, με την ορκωμοσία του Εντμούντο Γκονζάλες ως νόμιμου προέδρου της. Αυτό θα αναδείκνυε την ηγέτιδα της αντιπολίτευσης, Μαρία Κορίνα Ματσάδο, ως την αρχιτέκτονα ενός ασυνήθιστου εγχειρήματος απελευθέρωσης. Ευτυχώς, το εγκληματικό καθεστώς που κυβερνά σήμερα τη Βενεζουέλα, όπου την εξουσία έχουν καταλάβει οι διακινητές ναρκωτικών, ενδέχεται σύντομα να αναγκαστεί να εγκαταλείψει την εξουσία, εξαιτίας της ασυνήθιστα μεγάλης πίεσης που δέχεται και από το εσωτερικό και από το εξωτερικό.
Βεβαίως, τα πολλά κατηγορώ της Λατινικής Αμερικής σε βάρος των ΗΠΑ περιπλέκουν τις προσπάθειες αποκατάστασης της δημοκρατίας. Είναι, επίσης, δύσκολο να φανταστούμε τους Αμερικανούς, υπό τον Τραμπ, να βρίσκουν κοινό έδαφος για να γιορτάσουν ενωμένοι την 250ή επέτειο από τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, του χρόνου. Ωστόσο, η επιστροφή της δημοκρατίας στη Λατινική Αμερική θα μπορούσε να αποτελέσει την έμπνευση για όλους μας για να υπερασπιστούμε τα κοινά ιδανικά των «ιδρυτικών πατέρων». σε ολόκληρη την Αμερική.







