Η επιλογή της Μικρής Βενετίας στην πλατεία Ολυμπίου στο Κουκάκι για αυτή τη συνάντηση με τον σκηνοθέτη Γιάννη Σμαραγδή δεν έγινε τυχαία. Οταν πριν από μερικά χρόνια είχαμε πάει εκεί για πρώτη φορά μαζί, η υπεύθυνη του εστιατορίου και φίλη μου Βενετία Αυγερινού μάς πλησίασε και μας είπε ότι ο επιστήθιος φίλος και σε δύο ταινίες συνεργάτης του σκηνοθέτη («Καβάφης», «El Greco»), ο μουσικοσυνθέτης Βαγγέλης Παπαθανασίου, πήγαινε συχνά σε αυτό το εστιατόριο τα μεσημέρια και έτρωγε – συνήθως μόνος του. Ο Σμαραγδής, που όχι απλώς αγαπάει αλλά λατρεύει τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, είχε συγκινηθεί πολύ, γι’ αυτό και εκείνος μου ζήτησε να ξαναπάμε σε αυτό το εστιατόριο (του είχε αρέσει επίσης και η κουζίνα της Φλωρεντίας, γιατί, όσο παράξενο και αν φανεί, έτσι λέγεται η σεφ της Βενετίας στη Μικρή Βενετία).
Ο Παπαθανασίου λοιπόν ήταν η αφετηρία και αυτής της κουβέντας. «Ξέρεις, από τον Βαγγέλη Παπαθανασίου έμαθα κάτι πάρα πολύ σημαντικό», είπε ο Σμαραγδής. «Εμαθα ότι ο ελληνικός πολιτισμός, ο οποίος στους καιρούς μας έχει δυστυχώς απαξιωθεί σε αποτρόπαιο σημείο από τους διοικούντες, δεν είναι χρήσιμος μόνο για τους Ελληνες αλλά για τον πλανήτη ολόκληρο. Ο Μίκης Θεοδωράκης, που βεβαίως ήταν Κρητικός, είχε τη Θεωρία των Σφαιρών, έλεγε δηλαδή ότι το Σύμπαν είναι μουσική. Και το έλεγε ως ένας γήινος καλλιτέχνης που τα βλέπει αυτά. Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου έλεγε ακριβώς το ίδιο, αλλά ήταν σαν να βρίσκεται ήδη μέσα στο κέντρο του Σύμπαντος και τα έβλεπε. Ο Παπαθανασίου έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναβάθμιση της ύπαρξής μου, μου πρόσφερε κάτι σαν μια εσωτερική παιδεία».
Κουβεντιάζοντας με τον Σμαραγδή για τη γνωριμία του με τον Παπαθανασίου, στη συζήτηση μπήκε το πρόσωπο που είχε στηρίξει τον σκηνοθέτη περισσότερο από κάθε άλλο στη ζωή του. Και παρότι το πρόσωπο αυτό έχει πεθάνει, το πνεύμα του εξακολουθεί να τον στηρίζει: η σύζυγός του, Ελένη Σμαραγδή, που υπήρξε και παραγωγός του. «Η Ελένη ήταν που επέμενε ότι ο Βαγγέλης Παπαθανασίου έπρεπε να συνθέσει τη μουσική του “Καβάφη”, ενώ εγώ ήθελα τον Διονύση Σαββόπουλο. Η Ελένη ήταν που κατάφερε να τον φέρει σε επαφή μαζί μου όταν η προσπάθειά μου με τον Σαββόπουλο δεν απέφερε καρπούς. Η Ελένη ήταν ο άγγελός μου. Και παραμένει. Λίγο πριν φύγει από τη ζωή το 2022, μου έδωσε το τελευταίο από τα περίπου 60 drafts σεναρίου του “Καποδίστρια”, πάνω στο οποίο με ένα μαύρο μολυβάκι είχε κρατήσει κάποιες σημειώσεις. “Τώρα μπορεί να γίνει η ταινία μας”, μου είπε. Η ίδια δεν την είδε ποτέ, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα τη δει από εκεί όπου βρίσκεται τώρα. Και θα μείνει ικανοποιημένη» (ας σημειωθεί εδώ ότι ο μόνος άνθρωπος εκτός παραγωγής που είχε δει το σενάριο του «Καποδίστρια» ήταν ο Στέλιος Ράμφος, που το ενέκρινε κάνοντας κάποιες παρατηρήσεις, τις οποίες ο Σμαραγδής ακολούθησε).
Εχοντας την ανάγκη να σταθώ λίγο παραπάνω στην Ελένη Σμαραγδή, τον ρώτησα για τη γνωριμία τους. «Στα 16 μου, στο Ηράκλειο, έχασα τον πατέρα μου», είπε ο σκηνοθέτης. «Οπότε έφυγα από την Κρήτη. Ηρθα εσωτερικός μετανάστης στην Αθήνα μαζί με τη μητέρα μου και τους τρεις αδελφούς μου. Για να ζήσουμε έπρεπε να δουλέψουμε». Η πρώτη εργασία του Σμαραγδή ήταν υπάλληλος σε ένα φαρμακείο στο Χαλάνδρι. «Ηταν το φαρμακείο ενός άγιου ανθρώπου, του Νίκου Πέρκιζα, ο οποίος μάλιστα έγινε δήμαρχος στο Χαλάνδρι πολλά χρόνια αργότερα. Και πρέπει να πω ότι όταν ο Νίκος έφυγε από τη ζωή η οικογένειά του μου ζήτησε να μιλήσω εκ μέρους της στην ταφή. Οταν δούλευα εκεί, είδα για πρώτη φορά την Ελένη. Μπήκε κάποια στιγμή στο φαρμακείο γιατί είχε τραυματιστεί στο χέρι. Πήγαινε ακόμα στο Λύκειο και έκανε πρόβα για μια παράσταση. Βλέποντάς την κατάλαβα ότι αυτή η γυναίκα ήταν για μένα».
Ενδεχομένως να το είχε καταλάβει και εκείνη, αλλά δεν το έδειξε. Οπότε για να την εντυπωσιάσει, ο Σμαραγδής πήγε στην Κρήτη και αγόρασε «κάτι ομοιώματα μινωικών παραστάσεων από πηλό για να της τα δωρίσω». Χαμογελώντας με τρυφερότητα, ο Σμαραγδής θυμάται τη σκηνή που της έδωσε το δώρο του. «Εκείνη κατάλαβε ότι ήταν από ευτελή υλικά, αλλά τα πήρε. Και τότε με ρώτησε: “Εσύ τι θα κάνεις στη ζωή σου; Θα μείνεις στο φαρμακείο;”. Και της είπα: “Θέλω να γίνω σκηνοθέτης”. Το έλεγα για πρώτη φορά έτσι ανοιχτά. “Σου πάει”, μου απάντησε. Ετσι έγινα σκηνοθέτης. Θέλω να πω ότι αυτή η γυναίκα έβγαλε από μέσα μου αυτό που ήθελα να κάνω και με βοήθησε να το κάνω. Για μένα αποδείχθηκε άγγελος. Γι’ αυτό και μέχρι το τέλος ήμασταν ο ένας δίπλα στον άλλο. Πενήντα τέσσερα χρόνια» (σε αυτό το σημείο ο Σμαραγδής δεν μπορεί να συγκρατήσει τους λυγμούς του).
Λίγο ροζέ κρασί τον συνέφερε. Η Ελένη Σμαραγδή είναι πραγματικά η αχίλλειος πτέρνα του. Αλλάζοντας θέμα, εισχωρήσαμε στο πεδίο Ιωάννης Καποδίστριας και την ταινία που κατάφερε να γυρίσει για τη σπουδαία αυτή προσωπικότητα. Λέω «κατάφερε» γιατί μέχρι να τελειώσει αυτή η ταινία πέρασε από μια θύελλα με αποκορύφωση τη διακοπή των γυρισμάτων της τον Νοέμβριο του 2024. Ο Σμαραγδής έχει αναφερθεί πολλάκις στον πόλεμο που δέχτηκε από τη στιγμή που αποφάσισε να γυρίσει τον «Καποδίστρια», αλλά τώρα δεν θέλει να πει κάτι παραπάνω πέρα από το ότι χρειάστηκε πείσμα και κουράγιο για να αντιμετωπίσει την άρνηση και τα εμπόδια για την υλοποίηση της ταινίας. «Ακόμα κι εγώ δεν ξέρω πού βρήκα τις δυνάμεις που με βοήθησαν να ξεπεράσω όλες αυτές τις άθλιες συμπεριφορές, και μάλιστα από το επίσημο κράτος», είπε. «Αθλιες και καταδικαστέες γιατί έχουν δόλο πίσω τους. Γιατί κάποιοι δεν αγαπούν τον ελληνικό πολιτισμό, όπως κάποιοι δεν αγαπούσαν τον Καποδίστρια, όπως δόλος υπήρξε και στη δολοφονία του Καποδίστρια που υποκινήθηκε από ξένες δυνάμεις, τους Αγγλους και τους Γάλλους, με εκτελεστικά όργανα τους Ελληνες. Αλλά για τον πόλεμο που δέχτηκα εγώ δεν θα ήθελα να μιλήσω τώρα. Θα μνημονεύσω εν καιρώ τις ψυχές που στάθηκαν δίπλα μου».
Συζητώντας γενικότερα για τον κινηματογράφο του Σμαραγδή, αντιλαμβάνεσαι ότι για τον ίδιο ουσιαστική αφετηρία του είναι η ταινία «Καλή σου νύχτα, κυρ Αλέξανδρε», μια μεσαίου μήκους για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, γυρισμένη για την τηλεόραση στα μέσα της δεκαετίας του 1980 (πολλά χρόνια αργότερα κατάφερε να παιχτεί και στις αίθουσες). Νιώθεις ότι ο Σμαραγδής έχει αποκηρύξει τις προηγούμενες του «Καλή σου νύχτα, κυρ Αλέξανδρε» ταινίες του, «Το κελί μηδέν» (1975), που είναι η πρώτη του, όπως και «Το τραγούδι της επιστροφής» (1983). Ο ίδιος δεν χρησιμοποίησε το ρήμα «αποκηρύσσω», είπε όμως ότι το σινεμά που έκανε στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης ήταν «ανώριμο, ακολουθούσε τη μόδα της εποχής και τελικά δεν είχε καμία σχέση με την ψυχή μου. Με τον Παπαδιαμάντη άρχισα να καταλαβαίνω γιατί είμαι εδώ, ποιος είναι ο ρόλος, ποιο είναι το καθήκον μου ως σκηνοθέτη».
Η θλίψη που κυριαρχεί
Ανέφερα στον Σμαραγδή ότι από τον «Καβάφη» και μετά υπάρχει ένα στοιχείο που συνδέει όλους τους κεντρικούς ήρωες των ταινιών του, τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο στον «El Greco», τον Ιωάννη Βαρβάκη στο «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι», τον Νίκο Καζαντζάκη στον «Καζαντζάκη» και, ιδίως τώρα, τον Ιωάννη Καποδίστρια στον «Καποδίστρια»: είναι όλοι τους πρόσωπα που δεν γνώρισαν ποτέ στη ζωή τους τη χαρά. «Αλήθεια είναι αυτό», είπε χαμηλόφωνα ο Σμαραγδής. «Σε όλες τις ταινίες μου κυριαρχεί μια θλίψη. Ξέρεις, αυτόν τον άρχοντα, τον Καποδίστρια, τον είχα πάντα στο μυαλό μου λίγο σαν τον Μέγα Αλέξανδρο. Σε όλες τις απεικονίσεις του Αλέξανδρου βλέπουμε το κεφάλι του να έχει μια ελαφρά κλίση προς τα δεξιά – σαν να ξέρει τη μοίρα του. Και έχει μια θλίψη ο Μέγας Αλέξανδρος. Την ίδια θλίψη έχουν οι ήρωές μου, και πολύ περισσότερο ο Καποδίστριας».
Ο Σμαραγδής είπε ότι η θλίψη ήταν κοινό στοιχείο όλων των μεγάλων προσωπικοτήτων που γνώρισε στη ζωή του – ανέφερε ξανά τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, όπως και τον Οδυσσέα Ελύτη. Σταθήκαμε λίγο παραπάνω στον Ελύτη. «Ο Ελύτης, με τον οποίο είχαμε πολύ στενές σχέσεις, είχε ερωτευτεί την Ελένη και, όταν μια φορά τρώγαμε μαζί, της είχε κάνει πρόταση να γίνει γραμματέας του. Για να καταλάβεις, εκείνη την εποχή ο Ελύτης είχε κάνει την πρώτη δημόσια εμφάνισή του μετά το Νομπέλ σε μια εκδήλωση του Μορφωτικού Ιδρύματος της Ελλάδας, το οποίο η Ελένη τότε διηύθυνε. Για την Ελένη πήγε. Οταν λοιπόν η Ελένη μού είπε ότι σκεφτόταν να δεχτεί την πρόταση του Ελύτη να γίνει γραμματέας του, της απάντησα “ευχαρίστως να πας αφού πρώτα χωρίσουμε”».
Η Ελένη Σμαραγδή μπορεί να μην έχει φυσική παρουσία δίπλα στον Σμαραγδή, έχει όμως ο γιος του, ο Αλέξανδρος, ο οποίος στηρίζει τον πατέρα του σε όλες τις ταινίες του. Πηγές λένε ότι στα γυρίσματα του «Καποδίστρια» έκανε όλη τη «λάντζα», σε τέτοιο σημείο, που μέλη του συνεργείου δεν πίστευαν ότι είναι ο γιος του σκηνοθέτη. «Στο τέλος το συνεργείο τον έβγαλε το πιο δημοφιλές πρόσωπο στην ταινία». Ο Αλέξανδρος όμως είναι τόσο ταπεινός, που δεν θέλει να φαίνεται καθόλου, γι’ αυτό και ο Σμαραγδής δεν είπε τίποτα περισσότερο για «το πολυτιμότερο πράγμα στη ζωή της Ελένης», όπως είχε γράψει η θανούσα για τον γιο της σε ένα σημείωμά της πριν πεθάνει, το οποίο ο Γιάννης Σμαραγδής κρατάει σαν φυλαχτό.
Κλείνοντας, αναφέρω κάτι που είχα μάθει σχετικά με τους τίτλους του «Καποδίστρια». Αρχικώς ο Σμαραγδής δεν ήθελε να βάλει το όνομά του, αλλά του άλλαξε γνώμη η μοντέζ του, Σοφία Φιλιπποπούλου, λέγοντάς του ότι θα ήταν «προκλητικό». Τον ρώτησα γιατί δεν ήθελε να το βάλει, μαθαίνοντας μάλιστα ότι και στον «Καβάφη» το ίδιο ήθελε να κάνει και τότε του άλλαξε γνώμη ο Β. Παπαθανασίου.
Ο Σμαραγδής είπε: «Τα σπουδαία δημοτικά τραγούδια, οι ψαλμοί, οι κρητικές μαντινάδες, τα ριζίτικα, η σοφία δηλαδή που κληρονομήσαμε από τους προηγούμενους και έγινε λαϊκή τέχνη, έχουν όνομα δημιουργού; Τι νόημα λοιπόν έχει; Δεν είναι θέμα εγωισμού ούτε έχει σχέση με την υστεροφημία. Αν συνέβαλες θετικά με τον τρόπο σου σε αυτό το παλίμψηστο του πολιτισμού που σε γέννησε, τι να το κάνεις το όνομα; Νομίζεις ότι ύστερα από 200 χρόνια θα θυμάται κανείς το όνομα του σκηνοθέτη μιας ταινίας αν η ταινία έχει σημασία; Πίστεψέ με, δεν θα ενδιαφέρει κανέναν. Οπως σημασία δεν έχει που όλες μου οι ταινίες, ακόμα και ο “El Greco”, υπήρξαν παθητικές – δεν κέρδισα ποτέ χρήματα από καμία ταινία μου. Αντιθέτως, έχασα. Και τώρα, στον “Καποδίστρια”, χρωστάω 800.000 ευρώ. Αλλά δεν με νοιάζουν τα λεφτά. Και να πάρω λεφτά, τι να τα κάνω;».


