Μέσα σε λίγες ημέρες, συνυπάρχουν στη χώρα δύο εικόνες που δύσκολα χωρούν στο ίδιο κάδρο. Από τη μία, η εκλογή του έλληνα υπουργού Οικονομικών στην προεδρία του Eurogroup. Από την άλλη, οι υποθέσεις γύρω από τον ΟΠΕΚΕΠΕ και μια εξεταστική διαδικασία που παράγει περισσότερη τοξικότητα και ακραία πόλωση παρά διαφώτιση, την ώρα που τα βασικά ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά. Πώς διαχειρίζεται το κράτος το δημόσιο χρήμα και τις ευρωπαϊκές ενισχύσεις και ποιος λογοδοτεί όταν κάτι πάει στραβά; Η διπλή αυτή εικόνα δεν είναι ένα επικοινωνιακό σχήμα, αλλά μια περιγραφή της συγκυρίας που βιώνουμε το τελευταίο διάστημα.

Στο εξωτερικό, η Ελλάδα εμφανίζεται ικανή να διεκδικεί με επιτυχία ρόλους. Στο εσωτερικό όμως, καταγράφονται σε όλες τις μετρήσεις κοινής γνώμης κόπωση και χαμηλή εμπιστοσύνη, που τροφοδοτούν το αίσθημα απόστασης από τα κόμματα για μια μεγάλη μερίδα των πολιτών και κρατούν την αποχή ως μια επιλογή διαμαρτυρίας.

Παρ’ όλα αυτά το πολιτικό τοπίο σήμερα έχει μια παράξενη σταθερότητα. Η Νέα Δημοκρατία παραμένει εξακολουθητικά πρώτη δύναμη, αλλά με χαμηλή συσπείρωση και υψηλή αδιευκρίνιστη ψήφο. Αναγνωρίζεται έργο σε συγκεκριμένους τομείς, όπως είναι για παράδειγμα η ψηφιοποίηση του κράτους και η εξωτερική πολιτική, δίνοντας την αίσθηση μιας επιλογής σταθερότητας σε έναν κόσμο αβέβαιο που δημιουργεί φόβο.

Το κρίσιμο όμως στοιχείο της εμπιστοσύνης αναζητείται με τον πυρήνα της δυσαρέσκειας να είναι τριπλός: εισόδημα και ακρίβεια, θεσμική δυσπιστία μετά τα Τέμπη και τον ΟΠΕΚΕΠΕ, αλλά και ένα διάχυτο αίσθημα ανασφάλειας. Και πάνω από όλα αναζητείται – και εκεί θα είναι το στοίχημα για την κυβέρνηση – η καθαρή απάντηση στο ερώτημα «πώς θα γίνει καλύτερη η ζωή μου τα επόμενα χρόνια;».

Την ίδια ώρα, η αντιπολίτευση παραμένει κατακερματισμένη και αδύναμη να μετατρέψει τη δυσαρέσκεια σε μια συγκροτημένη εναλλακτική πρόταση, ακολουθώντας περισσότερο λογικές αντισυστημικού, ή καλύτερα αντιδραστικού χαρακτήρα.

Η συζήτηση για νέους πολιτικούς σχηματισμούς, από τη δημόσια παρουσία της Μαρίας Καρυστιανού, ακαθόριστη πολιτικά, έως την επανεμφάνιση του Αλέξη Τσίπρα που μέχρι στιγμής φαίνεται να περιορίζει τον λόγο του στο ακροατήριο που άφησε το 2023, κρατούν το πολιτικό σκηνικό σε διαρκή αναμονή. Ακόμα και οι παρεμβάσεις άλλων πολιτικών προσώπων από το παρελθόν, προσθέτουν πολιτικό «θόρυβο» χωρίς να παράγουν σε καμία περίπτωση κάτι χειροπιαστό. Το κενό εκπροσώπησης παραμένει, με την πλειοψηφία να μη βρίσκει καθαρές απαντήσεις σε κανένα από τα ερωτήματα που θέτει.

Κι εδώ βρίσκεται η μεγάλη αντίφαση της Ελλάδας του 2025. Μπορούμε να κερδίζουμε αξιοπιστία στο εξωτερικό και ταυτόχρονα να αποδυναμώνεται η εμπιστοσύνη στο εσωτερικό; Μπορούμε να μιλάμε για «κανονικότητα» και να βλέπουμε θεσμικές διαδικασίες να αντιμετωπίζονται ως τοξικό θέαμα; Με μια κοινωνία που δυσκολεύεται να πιστέψει ότι η πολιτική διαδικασία μπορεί να επηρεάσει ουσιαστικά την πορεία των πραγμάτων; Αυτό είναι το επικίνδυνο έδαφος πάνω στο οποίο φυτρώνουν ο κυνισμός, η απαξίωση και οι εύκολες λαϊκίστικες απαντήσεις. Η σημερινή συγκυρία δεν είναι κρίση σταθερότητας, αλλά κρίση πολιτικής εμπιστοσύνης.

Αυτή η ασυμμετρία, αν δεν αντιμετωπιστεί, μπορεί να μην προκαλέσει άμεσες ανατροπές. Θα ενισχύσει όμως τον κατακερματισμό, την πόλωση κάτι πιο ύπουλο και ιδιαίτερα επικίνδυνο. Μια παρατεταμένη αποσύνδεση ανάμεσα στην πολιτική και την κοινωνία.

Ο Ηλίας Τσαουσάκης είναι πολιτικός επιστήμονας, σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας

Vidcast: Baskettalk