Εσείς πότε βγήκατε τελευταία εκτός εαυτού; Πότε, αφρίζοντας, λούσατε τον απέναντί σας με όσες βρισιές ξέρετε και δεν ξέρετε; Πότε τον φτύσατε, τον τραντάξατε, μόλις που κρατιόσασταν για να μην του κόψετε με τα δόντια σας τη μύτη ή το αφτί; «Ποτέ» θα μου απαντήσετε οι περισσότεροι. Ή έστω «μια φορά σε όλη μου τη ζωή…». Εγώ δύο.

Η ουρά στο ταμείο του «Τριανόν» ξεχειλίζει στο πεζοδρόμιο, ανεβαίνει προς την Πατησίων. Στην αίθουσα δεν πέφτει καρφίτσα. Δύο υπάλληλοι φέρνουν πάνινες καρέκλες και τις ακουμπούν στους τοίχους. Πόσο καιρό έχω να δω τέτοια κοσμοσυρροή σε κινηματογράφο; Τέτοιο ετερόκλητο κοινό; – εικοσάρηδες, πενηντάρηδες αλλά και ανθρώπους τρίτης ηλικίας;

Ο Γιάννης Οικονομίδης τους μάζεψε. Με την πιο πρόσφατη ταινία του. Με τον μαγνητικό Βασίλη Μπισμπίκη στον κεντρικό ρόλο, πλαισιωμένο από εξαιρετικούς ηθοποιούς. Η επιτυχία της «Σπασμένης Φλέβας» είναι τέτοια που θα έπρεπε να απασχολεί την ειδησεογραφία και τον σχολιασμό της περισσότερο από το βιβλίο του Τσίπρα. Και από το πληκτικότατο έτσι κι αλλιώς κατενάτσιο μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης.

Η μεγαλύτερη πρόκληση για έναν δημιουργό, το υπαρξιακό του στοίχημα: Να πλάσει έναν δικό του κόσμο. Κλέβοντας υλικά από την πραγματικότητα, μετασχηματίζοντάς τα, καθιστώντας τα καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα. Ο Οικονομίδης το έχει κερδίσει. Βεβαίως έχει επιρροές από άλλους συγγραφείς και σκηνοθέτες, στην τέχνη δεν νοείται παρθενόγενεση. Κάθε σκηνή όμως, κάθε πλάνο των ταινιών του φέρει την υπογραφή του.

Στο σύμπαν του Οικονομίδη, οι πάντες – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων – είναι βίαιοι, βρώμικοι και κακοί, για να παραπέμψω στο αριστούργημα του Ετορε Σκόλα. Δεν τους απασχολεί παρά η πάρτη τους. Τα φράγκα που έχουν, τα φράγκα που δεν έχουν, η βάναυση εξουσία που ασκούν και υφίστανται στο στενό περιβάλλον τους. Το σεξ ως μέσο επιβολής είτε ως σωματική αποκλειστικά εκτόνωση. Ψυχικές υπερβάσεις όπως ο έρωτας, η αγάπη, η φιλία κείνται μακράν του επιστητού τους.

Ολα καλά. Οπως ο Κάφκα μυθιστοριοποιεί τους εφιάλτες του, έτσι ο Οικονομίδης κινηματογραφεί τους δικούς του. Θα αμπελοθεολογούσα εάν επισήμαινα ότι το ανελέητο μαστίγωμά του παραπέμπει στον καλβινισμό. Στην πιο σκληρή εκδοχή χριστιανισμού, όπου δεν χωράει μηδέ έλεος για τους αμαρτωλούς μηδέ συγγνώμη.

Προφανώς – και ευτυχώς – το σύμπαν του Οικονομίδη δεν υπάρχει. Ακόμα και στα λούμπεν, στα πιο εξαθλιωμένα στρώματα, συναντάς μπέσα. Αλληλεγγύη. Ηθικό κώδικα. Ο Νίκος Κοεμτζής έσφαξε τρεις ανθρώπους για μια παραγγελιά, υπερασπιζόμενος δηλαδή την τιμή του αδελφού του. Οι νεαροί δολοφόνοι – θα μου πείτε – στο εμβληματικό «Εν Ψυχρώ» του Τρούμαν Καπότε; Αποτελούσαν το άκρον άωτον της αποκτήνωσης. Ζούσαν όχι στο περιθώριο μα στην προσωπική τους, αδιαπέραστη κόλαση.

Οι χαρακτήρες του Οικονομίδη πάσχουν, στην πραγματικότητα, από αδιάγνωστο σύνδρομο Τουρέτ. Μια νευρολογική διαταραχή που στις βαριές εκφάνσεις της προκαλεί ακατάσχετη κοπρολαλία, σπασμωδικά τινάγματα του κεφαλιού και των χεριών, ρουθουνίσματα, επαναλήψεις λέξεων.

Ο επί πεντάλεπτο μονόλογος «μαλάκα Τάκη, φέρε τα λεφτά, φέρε τα λεφτά, μαλάκα Τάκη!» θα έπρεπε να αφορά μονάχα ειδικευόμενους ψυχίατρους. Τόσο μαγκιόρικα όμως έχει γυριστεί, ώστε τον παρακολουθείς με αδιάπτωτο ενδιαφέρον. Σου ανεβαίνει η ψυχή στο στόμα. Ή απλώς βάζεις τα γέλια.

Οπως τα γέλια έβαλα διαβάζοντας εμβριθείς αναλύσεις που ισχυρίζονταν ότι η «Σπασμένη Φλέβα» δείχνει την κατάντια της μεσαίας τάξης μετά τα μνημόνια. Τον ξεπεσμό της Ελλάδας. Την απελπισία των συμπολιτών μας που συνθλίβονται μεταξύ τραπεζών και τοκογλύφων.

Οι τρεις κατάρες ενός κριτικού τέχνης: Να είναι κουλτουριάρης, βλαξ και στρατευμένος.

Τα «Παράσιτα», που σάρωσαν το 2019 τα Οσκαρ, μάλιστα. Παρουσίαζαν μια Κορέα ακραίων αντιθέσεων, όπου άμα γεννηθείς στην απέξω, δεν έχεις κυριολεκτικά στον ήλιο μοίρα. Προς τα εκεί βαδίζουμε κι εμείς; Πιθανόν. Απέχουμε ωστόσο πάρα πολύ ακόμα. Οπως εξάλλου απέδειξε η κρίση, οι ελληνικές οικογένειες στην ανάγκη δεν τρώνε τις σάρκες τους. Αλληλοϋποστηρίζονται.

Να δείτε την ταινία. Θα περάσετε καλά. Και θα αναστενάξετε με ανακούφιση που η ζωή απέχει τόσο από τη «Σπασμένη Φλέβα».