Στον τόμο «Στα χνάρια του Δαρβίνου – πολιτισμικές οπτικές για την εξελικτική θεωρία στην Ελλάδα», που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες στις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (μτφ. Πελαγία Μαρκέτου, επιμέλεια Δημήτρης Τομαράς), η Μαρία Ζαρίμη αναλύει την επίδραση του δαρβινισμού στην πολιτισμική και διανοητική ιστορία της Ελλάδας. Κυρίως στη λογοτεχνία κατά τις δεκαετίες 1880-1930 και σίγουρα σε συγγραφείς όπως ο Γρηγόρης Ξενόπουλος, ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ο Νίκος Καζαντζάκης, αλλά και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Πάντοτε μάλιστα σε παραλληλία με την πρόσληψη και την επεξεργασία αυτών των ιδεών σε κοινωνικοπολιτικό αλλά και επιστημονικό επίπεδο (όπου κεντρικός είναι ο ρόλος του Κωνσταντίνου Κριμπά). Απευθύναμε στη συγγραφέα, επιστήμονα της βιοϊατρικής που ζει στην Αυστραλία, ορισμένες ερωτήσεις.

Με ποιον τρόπο αρχίζει να φαίνεται στην ελληνική πεζογραφία η επιρροή των ιδεών του δαρβινισμού; Ποιο είναι το σημείο καμπής, δηλαδή, ώστε να γίνουν πιο «ορατές» τέτοιες ιδέες;

Οι πρώτες νύξεις δαρβινισμού στην ελληνική πεζογραφία εμφανίζονται προς τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν οι συζητήσεις για τη «θέση του ανθρώπου στη φύση», την κληρονομικότητα και την «εκφυλισμένη» κοινωνία περνούν από το δοκίμιο και τον Τύπο στα διηγήματα και στα μυθιστορήματα. Ως σημείο καμπής μπορούμε να θεωρήσουμε την περίοδο περίπου 1880-1900: τότε συγγραφείς όπως ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και αργότερα ο Γρηγόριος Ξενόπουλος αρχίζουν να ενσωματώνουν με πιο συνειδητό τρόπο μοτίβα όπως ο «αγώνας για επιβίωση», η σύγκρουση ανάμεσα στη φύση και την ανατροφή και ο φόβος της βιολογικής ή ηθικής παρακμής. Στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων, με την καθιέρωση στηλών όπως οι «Αθηναϊκές επιστολές» του Ξενόπουλου, όπου συχνά παρουσιάζονται και εκλαϊκεύονται οι νέες επιστημονικές ιδέες, ο δαρβινισμός παύει να είναι αφηρημένο φιλοσοφικό ζήτημα και γίνεται αναγνωρίσιμο πλαίσιο ερμηνείας της ελληνικής κοινωνίας, του έθνους και των έμφυλων ρόλων.

Τι διαφοροποιεί τον Γρηγόρη Ξενόπουλο από άλλους συγγραφείς όσον αφορά την πρόσληψη του πρωτογενούς έργου του Δαρβίνου;

Ο Ξενόπουλος ξεχωρίζει γιατί διαβάζει συστηματικά το πρωτογενές έργο του Δαρβίνου και δεν περιορίζεται σε δευτερογενείς, δημοσιογραφικές ή ιδεολογικές αποδόσεις του. Στα άρθρα του, ιδίως στις «Αθηναϊκές επιστολές», παρουσιάζει συγκεκριμένα δαρβινικά έργα στο νεανικό κοινό, εξηγεί βασικές έννοιες όπως η φυσική επιλογή και η κοινή καταγωγή και προσπαθεί να τις συνδυάσει με την ορθόδοξη πίστη και την ελληνική κοινωνική πραγματικότητα. Η στάση του δεν είναι ούτε άκριτα «φιλοδαρβινική» ούτε καταγγελτική· λειτουργεί περισσότερο ως διαμεσολαβητής, που επιδιώκει έναν διάλογο επιστήμης, θρησκείας και λογοτεχνίας. Ετσι η δαρβινική σκέψη γίνεται οργανικό μέρος της θεματολογίας του, στην αναπαράσταση της οικογένειας, της τάξης και της γυναικείας χειραφέτησης.

Η υποδοχή – θετική ή αρνητική – του δαρβινισμού από τους πεζογράφους εξαρτιόταν και από το πολιτικό πλαίσιο και τις ιδέες που ο καθένας είχε;

Ναι. Η πρόσληψη του δαρβινισμού στην Ελλάδα είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις πολιτικές και ιδεολογικές ανησυχίες της εποχής: τον εθνικισμό, το «ανατολικό ζήτημα», τις συζητήσεις για τάξη, φυλή και φύλο, αλλά και τον αντικληρικαλισμό. Φιλελεύθεροι και προοδευτικοί διανοούμενοι αξιοποιούν τον Δαρβίνο για να αμφισβητήσουν ορισμένες ιεραρχίες όπως η Εκκλησία ή η πατριαρχική οικογένεια. Αντίθετα, συντηρητικοί κύκλοι βλέπουν στη θεωρία της εξέλιξης απειλή για την ελληνική ταυτότητα ή την ηθική τάξη και αντιδρούν είτε με άρνηση είτε με προσπάθειες «εκχριστιανισμού» της. Παράλληλα, άλλοι ενστερνίζονται μια πιο σκοτεινή εκδοχή, συνδέοντας τον δαρβινισμό με φυλετικές και ευγονικές θεωρίες στο πλαίσιο του εθνικού κράτους.

Ποια επεξεργασία έχει υποστεί η δαρβινική θεωρία από τον Νίκο Καζαντζάκη, τον κατεξοχήν «δαρβινικό» συγγραφέα;

Ο Καζαντζάκης ήρθε σε άμεση επαφή με τον Δαρβίνο (μέσα από την ανάγνωση και τη μετάφραση των έργων του). Η πρώτη ελληνική μετάφραση του πρωτοποριακού βιβλίου του Κάρολου Δαρβίνου Η καταγωγή των ειδών πραγματοποιήθηκε το 1915 από τον Καζαντζάκη, προσφέροντάς του βαθιά και άμεση γνώση της εξελικτικής θεωρίας του Δαρβίνου. Σε συνδυασμό με τη σχέση του Καζαντζάκη με τα έργα των Φρίντριχ Νίτσε και Ανρί Μπερξόν, επεξεργάζεται τη δαρβινική ιδέα του «αγώνα για την επιβίωση» σε μια κοσμοθεωρία πνευματικής ανόδου, όπου η ύλη αγωνίζεται να μεταβληθεί σε πνεύμα. Η εξέλιξη μεταμορφώνεται σε μια κοσμική διεργασία. Ετσι η δαρβινική θεωρία, σε συνδυασμό με την μπερξονική δημιουργική εξέλιξη, μετασχηματίζεται σε ηθικό και υπαρξιακό κάλεσμα για συνεχή αγώνα. Στο βιβλίο μου εξετάζω, από εξελικτική σκοπιά, τα θέματα της αθανασίας και της συνέχειας της ανθρωπότητας στην Ασκητική του Καζαντζάκη· ένα φιλοσοφικό δοκίμιο που διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο σε σημαντικό αριθμό έργων του.

Και ποιες είναι οι δαρβινικές «ρίζες» που μπορεί κανείς να εντοπίσει στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη;

Η Φόνισσα εκτυλίσσεται σε ένα σκληρό νησιωτικό περιβάλλον, όπου η φτώχεια, η πατριαρχία και η κοινωνική πίεση κάνουν τα κορίτσια να θεωρούνται «βάρος». Το επαναλαμβανόμενο μοτίβο της θανάτωσης βρεφών κοριτσιών από τη Φραγκογιαννού φωτίζεται από σύγχρονες ανησυχίες για δημογραφική «εκτροπή», «ακατάλληλους» απογόνους και την επιβίωση της οικογένειας λόγω του αγώνα για επιβίωση. Δεν πρόκειται εντελώς για μηχανική εφαρμογή της θεωρίας της φυσικής επιλογής, αλλά για λογοτεχνική επεξεργασία ιδεών περί κληρονομικότητας, «εκφυλισμού» και κοινωνικού δαρβινισμού: οι αδύναμοι, εδώ τα θηλυκά παιδιά, θυσιάζονται στο όνομα μιας διαστρεβλωμένης αντίληψης για το κοινό καλό. Το κείμενο παραμένει βαθιά κριτικό, δείχνοντας ότι το πραγματικό «θηρίο» δεν είναι η βιολογία αλλά μια κοινωνία που έχει εσωτερικεύσει τέτοιους τρόπους σκέψης.

Εκτός από την κατευθείαν πρόσληψη του δαρβινικού έργου, υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι έλληνες πεζογράφοι επηρεάστηκαν εμμέσως και δι’ αντανακλάσεως από ευρωπαίους συγγραφείς;

Βεβαίως. Οι έλληνες πεζογράφοι γνώρισαν τη δαρβινική προβληματική μέσα από πολλούς ευρωπαίους συγγραφείς και φιλοσόφους, στους οποίους αναφέρομαι στο βιβλίο μου: π.χ. τον Εμίλ Ζολά και τον λογοτεχνικό νατουραλισμό, που εστιάζει σε κληρονομικότητα και περιβάλλον· τον Χέρμπερτ Σπένσερ, τον Τόμας Χάξλεϊ, αλλά και τον Νίτσε και τον Μπερξόν, οι οποίοι επεξέτειναν την έννοια της εξέλιξης στον πολιτισμό και στην ηθική. Ο Καζαντζάκης είναι χαρακτηριστική περίπτωση, καθώς τον διαμόρφωσαν βαθιά ο Μπερξόν και ο Νίτσε πριν ακόμη εσωτερικεύσει δημιουργικά τον ίδιο τον Δαρβίνο. Μέσω αυτών των ενδιάμεσων μορφών, η εξέλιξη γίνεται ευρύτερο σχήμα σκέψης για την ιστορία, το έθνος, τη λογοτεχνία και τη θρησκεία.

Πώς εισάγεται ως διακριτό ζήτημα για την πνευματική κίνηση η ευγονική στην Ελλάδα;

Η ευγονική εμφανίζεται ως διακριτό ζήτημα στην Ελλάδα κυρίως στον Μεσοπόλεμο, μέσα από την ιατρική, την εγκληματολογία και τη φυσική ανθρωπολογία. Ελληνες γιατροί και ανθρωπολόγοι, επηρεασμένοι από ευρωπαϊκά πρότυπα, μιλούν για τη «βιολογική βελτίωση» του έθνους, για την κληρονομικότητα του «εγκληματικού τύπου» και για τη ρύθμιση της αναπαραγωγής, έστω συχνά χωρίς τα πιο ακραία μέτρα που βλέπουμε αλλού. Στον λογοτεχνικό χώρο, όπως δείχνω στο βιβλίο μου, ευγονικές ιδέες παρεισφρέουν σε συζητήσεις για την «υγεία» της φυλής, τη γυναικεία σεξουαλικότητα και την κοινωνική «αρρώστια», συχνά με αμφίσημο ή κριτικό τρόπο.

Ποιες είναι οι αντανακλάσεις της δαρβινικής κοσμοθεωρίας στον Ροΐδη και τον Κ. Παλαμά;

Ο Ροΐδης αξιοποιεί τον Δαρβίνο κυρίως σατιρικά. Στα δοκίμιά του παρομοιάζει τον άνθρωπο με τους πιθήκους, τονίζει τη ζωώδη πλευρά μας και ειρωνεύεται τόσο τους ενθουσιώδεις όσο και τους φανατικούς αντιπάλους της θεωρίας, συμβάλλοντας σε έναν πιο νηφάλιο διάλογο για τη θέση του ανθρώπου στη φύση. Ο Παλαμάς, από την άλλη, μιλά για την ποίηση με όρους εξέλιξης: βλέπει τη νεοελληνική λογοτεχνία ως ζωντανό οργανισμό που μεταβάλλεται, ανταγωνίζεται και ανανεώνεται, χρησιμοποιώντας λεξιλόγιο εμπνευσμένο από τον δαρβινισμό και άλλες εξελικτικές θεωρίες. Και στους δύο η εξέλιξη λειτουργεί περισσότερο ως πολιτισμική και πνευματική μεταφορά, παρά ως στενή βιολογική θεωρία.

Υπάρχει συγκεκριμένη χρονική εμβέλεια για τον αντίκτυπο της δαρβινικής θεωρίας στην ελληνική πεζογραφία; Δηλαδή θεωρούμε ότι συνεχίζεται μετά τη δεκαετία του 1930 ή υπάρχουν «αντιστάσεις» από τα νεότερα λογοτεχνικά ρεύματα;

Η έρευνά μου εστιάζει στην περίοδο 1880-1930, όταν ο δαρβινισμός είναι εμφανώς παρών στην ελληνική πεζογραφία και τη δημόσια σφαίρα. Μετά τη δεκαετία του 1930, οι ρητές αναφορές στον Δαρβίνο αραιώνουν, καθώς το ενδιαφέρον μετατοπίζεται σε άλλα ρεύματα, στον υπαρξισμό, στην ψυχανάλυση, στον μοντερνισμό, και η εμπειρία πολέμων και Εμφυλίου αλλάζει τις προτεραιότητες. Ωστόσο, βιολογικές και ευγονικές ιδέες, αλλά και η γλώσσα της «φυλής» και της «παρακμής», συνεχίζουν να επανέρχονται στον δημόσιο λόγο και σε ορισμένα κείμενα μέχρι και τη μεταπολεμική περίοδο. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι δεν έχουμε απότομη τομή αλλά σταδιακό μετασχηματισμό: ο δαρβινικός τρόπος σκέψης επιβιώνει υπόγεια, ενσωματωμένος σε νεότερα ιδεολογικά και λογοτεχνικά σχήματα.

Απόσπασμα

Ξενόπουλος: ανάμεσα στη φύση και την ανατροφή

«Ο Ξενόπουλος εξέφρασε με σθένος τις απόψεις του για την κληρονομικότητα και το περιβάλλον στα κείμενα που έγραψε τον 20ό αιώνα, όπου διαφαίνονται αρκετά στοιχεία της μεταδαρβινικής επιστημονικής γνώσης. Σε μια επιστολή του προς τον Αλεξανδρινό κριτικό της λογοτεχνίας Τίμο Μαλάνο το 1925 περίπου, έγραφε σχετικά με τις βιολογικές αιτίες τις υποτιθέμενης μέτριας συγγραφικής του ικανότητας: «Και ξέρετε πάλι γιατί δεν είμ’ ένας μεγάλος συγγραφέας; Γιατί γεννήθηκα μέτριος. Η φύση δεν θέλησε να μου χαρίσει παρά ένα κάποιο ταλέντο, όχι μεγαλοφυΐα. […] Κι έβαλα όλη μου τη θέληση, από παιδί ως σήμερα, να το καλλιεργήσω. Κι ολοένα το καλλιεργώ, χωρίς να κάνω τίποτ’ άλλο στη ζωή μου. Αλλά, βλέπετε, η θέληση μόνη δεν αρκεί». Για μια ακόμα φορά παραδεχόταν ότι θεωρούσε το συγγραφικό του ταλέντο έμφυτο, τονίζοντας ότι η «θέληση» ή η επιθυμία του, όσο ισχυρές κι αν ήταν, δεν αρκούσαν για να τον εξυψώσουν σε μεγαλοφυΐα. Επιπλέον, πέρα από το επιχείρημά του για την αντιδιαστολή φύσης και ανατροφής, δεχόταν ότι η βούληση δεν αρκούσε για να φτάσει κανείς στο επίπεδο της μεγαλοφυΐας, υπονοώντας ότι δεν μπορούσε να ανατρέψει το πεπρωμένο που προκαθοριζόταν από τη φύση.

Στη σύντομη αυτοβιογραφία που έγραψε το 1939, έδειχνε ότι εξακολουθούσε να ενδιαφέρεται και να πιστεύει βαθιά στην ιδέα ότι η φύση υπερισχύει της ανατροφής. Το επόμενο απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του Ξενόπουλου, μολονότι δεν πραγματεύεται ρητά κάποια θεματική της εξέλιξης, καταδεικνύει πραγματικά τις απόψεις του για την κληρονομικότητα και τη μεταβίβαση των χαρακτηριστικών (επίκτητων ή μη) από τη μια γενιά στην επόμενη. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι στο συγκεκριμένο παράθεμα διατυπώνεται μία αλλαγή στη γνώμη του για το συγγραφικό του ταλέντο: «η μητέρα μου, τόσο καλλιεργημένη, συντέλεσε βέβαια να γεννηθώ μ’ εγκέφαλο επιδεκτικό καλλιέργειας. Κι ασφαλώς σ’ αυτήν χρωστώ την αγάπη μου στα γράμματα, στη μελέτη, στο βιβλίο, που δεν είναι βέβαια το ταλέντο, είναι όμως το στήριγμά του. Ας είναι, η κληρονομικότης έχει μυστήρια ανεξιχνίαστα. Τρέχα γύρευε ποιος από τους άγνωστους μακρυνούς μου προγόνους είχε το κάτι εκείνο, άδηλο, το λανθάνον, που έπρεπε να φτάση περπατώντας μέσα στους αιώνες, ώς εμένα, για να εκδηλωθή· και ποιος από τους απογόνους μου, στο απώτερο μέλλον, θα το δεχθή, ξεκινημένο πάλι από μένα, σαν ένα φυσικό δώρο πλουσιώτερο, πολυτιμώτερο!». Ο Ξενόπουλος απέδιδε το πραγματικό συγγραφικό του ταλέντο αποκλειστικά στις ανεξιχνίαστες δυνάμεις της κληρονομικότητας· είναι τόσο ισχυρό «εκείνο, [το] άδηλο, το λανθάνον» ―δηλαδή, το γονίδιο όπως το γνωρίζουμε σήμερα (ο συγκεκριμένος νεολογισμός πλάστηκε το 1909)― ώστε μπορεί να διαβεί τους αιώνες επιδεικνύοντας μια αίσθηση συνέχειας ή ακόμα και αθανασίας. Ο Ξενόπουλος στα μυθιστορήματά του εξερευνούσε διαρκώς τα ζητήματα που έθετε η αντιδιαστολή ανάμεσα στη φύση και την ανατροφή».

Η ελληνική έκδοση του έργου της «Darwin’s Footprint: Cultural Perspectives on Evolution in Greece (1880-1930s)» είναι αναθεωρημένη και επιμελημένη