Τι φοβούνται; Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης δεν έχει γενικά δικαιοδοσία και δεν μπορεί να διερευνήσει εγκλήματα όταν το έδαφος όπου αυτά τελέστηκαν δεν ανήκει σε κράτος – μέλος του Καταστατικού της Ρώμης, ο δράστης δεν είναι πολίτης κράτους – μέλους, ούτε υπάρχει παραπομπή από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Κι εντούτοις, κάτι φοβάται η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ. Για αυτό και απαιτεί από το ΔΠΔ να αλλάξει την ιδρυτική συνθήκη του, ώστε να διασφαλιστεί πως δεν πρόκειται να βάλει στο στόχαστρο τον Ρεπουμπλικανό πρόεδρο των ΗΠΑ ή/και στενούς συνεργάτες του.
«Υπάρχει αυξανόμενη ανησυχία… ότι το 2029», μετά τη λήξη της θητείας Τραμπ, «το ΔΠΔ θα στρέψει την προσοχή του στον πρόεδρο, στον αντιπρόεδρο, στον υπουργό Αμυνας και σε άλλους, και θα ασκήσει δίωξη εναντίον τους», δήλωσε προχθές στο πρακτορείο Reuters αξιωματούχος της αμερικανικής κυβέρνησης. «Είναι απαράδεκτο και δεν θα επιτρέψουμε να συμβεί», πρόσθεσε. Η Ουάσιγκτον έχει ήδη επιβάλει κυρώσεις εις βάρος τριών εισαγγελέων και τεσσάρων δικαστών της Χάγης. Τώρα απειλεί με νέες κυρώσεις εις βάρος περισσότερων αξιωματούχων του ή και του ίδιου του Δικαστηρίου.
Πρώτα, τον περασμένο Φεβρουάριο, επέβαλε κυρώσεις εις βάρος του Καρίμ Καν, του εισαγγελέα που ζήτησε τα εντάλματα σύλληψης τα οποία εξέδωσε τον Νοέμβριο του 2024 το ΔΠΔ εις βάρος του ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου και του υπουργού Αμυνάς του Γιοάβ Γκάλαντ για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας στη Γάζα – ο Καν είχε ζητήσει να εκδοθούν εντάλματα σύλληψης και εις βάρος τριών ηγετών της Χαμάς, όλοι τους πια νεκροί από ισραηλινά πυρά. Κατόπιν, τον Ιούνιο, η Ουάσιγκτον επέβαλε κυρώσεις εις βάρος τεσσάρων δικαστών, της Σλοβένας Μπέτι Χόλερ και της Μπενινέζας Ρέινε Αλαπίνι-Γκανσού, που ενέκριναν τα επίμαχα εντάλματα, καθώς και της Ουγκαντέζας Σολόμι Μπαλούνγκι Μπόσα και της Περουβιανής Λους ντελ Κάρμεν Ιμπάνιες Καράνσα, για άλλη υπόθεση, την έρευνα για πιθανά εγκλήματα από αμερικανούς στρατιώτες στο Αφγανιστάν, κι ας είναι παγωμένη η υπόθεση αυτή εδώ και χρόνια.
Η τρίτη και τελευταία προσώρας πράξη γράφτηκε τον περασμένο Αύγουστο, όταν η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε κυρώσεις εις βάρος δύο ακόμα δικαστών, του Γάλλου Νικολά Γκιγιού, επικεφαλής της επιτροπής που εξέδωσε τα εντάλματα σύλληψης για τον Νετανιάχου και τον Γκάλαντ, και της Καναδής Κίμπερλι Προς, η οποία ενέκρινε τις έρευνες για τους αμερικανούς στρατιώτες στο Αφγανιστάν, καθώς και δύο αναπληρωτών εισαγγελέων του Καν, της Ναζάτ Σαμίν Καν από τα νησιά Φίτζι και του Σενεγαλέζου Μαμέ Μαντιάγε Νιανγκ. Ακούγονται πολύ μακρινά, απρόσωπα, βαρετά όλα αυτά; Πριν από μερικές εβδομάδες, ο Γάλλος Νικολά Γκιγιού τα έκανε σαφώς πιο απτά και προσωπικά περιγράφοντας στη «Le Monde» πώς είναι η ζωή του από τότε που το όνομά του, μαζί και οκτώ ακόμα λειτουργών του ΔΠΔ, συμπεριλήφθηκε σε μια αμερικανική μαύρη λίστα, η οποία περιλαμβάνει κυρίως μέλη της Αλ Κάιντα και του ISIS, μαφιόζους, καθώς και ηγέτες δικτατορικών καθεστώτων:
«Οι συνέπειες είναι πολύ πιο σοβαρές από μια απλή απαγόρευση εισόδου στην αμερικανική επικράτεια. Οι κυρώσεις αυτές επηρεάζουν όλες τις πτυχές της καθημερινής μου ζωής. Απαγορεύουν σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κάθε άτομο ή επιχείρηση, καθώς και στις θυγατρικές τους στο εξωτερικό, να μου παρέχουν υπηρεσίες. Ολοι οι λογαριασμοί μου σε αμερικανικές εταιρείες, όπως Amazon, Airbnb, PayPal κ.λπ., έχουν κλείσει. Για παράδειγμα, έκανα μια κράτηση στον ιστότοπο Expedia για ένα ξενοδοχείο στη Γαλλία και λίγες ώρες αργότερα έλαβα ένα ηλεκτρονικό μήνυμα από την εταιρεία που ακύρωνε την κράτησή μου, επικαλούμενη αυτές τις κυρώσεις. Στην πράξη, δεν μπορείς πλέον να κάνεις ηλεκτρονικές συναλλαγές, επειδή δεν ξέρεις αν το πακέτο που περιέχει το προϊόν σου είναι αμερικανικό. Το να υπόκεισαι σε κυρώσεις σημαίνει ότι επιστρέφεις στη δεκαετία του 1990.
Υπάρχουν τράπεζες οι οποίες, παρότι δεν είναι αμερικανικές, κλείνουν τους λογαριασμούς σου. Απαγορεύεται κάθε τραπεζική συναλλαγή με φυσικό ή νομικό πρόσωπο των ΗΠΑ ή που πραγματοποιείται σε δολάρια ή σε νόμισμα που χρησιμοποιεί το δολάριο για τη μετατροπή. Στην πράξη, σου απαγορεύεται η πρόσβαση σε τραπεζικές υπηρεσίες σε μεγάλο μέρος του πλανήτη. Προσθέστε το γεγονός ότι όλα τα συστήματα πληρωμών είναι αμερικανικά, American Express, Visa, Mastercard. Από τη μια μέρα στην άλλη, βρίσκεσαι χωρίς τραπεζική κάρτα, και αυτές οι εταιρείες έχουν σχεδόν μονοπώλιο, τουλάχιστον στην Ευρώπη. Ολες οι αμερικανικές εταιρείες κινητοποιούνται για να εκφοβίσουν τα άτομα που υπόκεινται σε κυρώσεις, δηλαδή, εν προκειμένω, τους δικαστές και τους εισαγγελείς που εργάζονται στην υπηρεσία της Δικαιοσύνης σε σύγχρονες ένοπλες συγκρούσεις». Κρίμα που η ΕΕ είναι ανήμπορη (και) σε αυτή την περίπτωση.
Βασικά, δεν είναι. Θα μπορούσε να ενεργοποιήσει τον Κανονισμό Αποκλεισμού – Blocking Regulation, ο οποίος είναι φτιαγμένος ώστε, ακριβώς, να προστατεύει πολίτες και εταιρείες από εξωεδαφικές κυρώσεις τρίτων χωρών, απαγορεύοντας την εφαρμογή τους στην ΕΕ και επιτρέποντας αποζημίωση για ζημίες. Αλλά δεν το κάνει. Ισως να μην έχει αντιληφθεί ακόμα πως αν τη θεωρήσει «αδύναμη», ο Τραμπ δεν πρόκειται να τη σεβαστεί.
Ουπς.







