Βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο της Αριάνα Χάργουιτς «Σκοτώσου, αγάπη» (εκδόσεις Opera, σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη), η ταινία «Πέθανε, αγάπη μου» (Die, my love) της Λιν Ράμσεϊ, που από την προπερασμένη Πέμπτη προβάλλεται στις αίθουσες, δίνει εικόνες στον ψυχισμό της Γκρέις (Τζένιφερ Λόρενς), μιας παράξενης, όμορφης γυναίκας που προσπαθεί να βρει την ταυτότητά της με ένα νέο μωρό και σε ένα απομονωμένο, άγριο περιβάλλον, όπου ζει με τον άντρα της (Ρόμπερτ Πάτινσον). Με τη δύναμη της φαντασίας, το θάρρος και μια άγρια, εκτυφλωτική ζωντάνια που δεν ήξερε ότι είχε, η Γκρέις ανακαλύπτει εκ νέου τον εαυτό της. Η διαδικασία είναι επώδυνη αλλά αληθινή. Γεννημένη στο Μπουένος Αϊρες της Αργεντινής το 1977, η Αριάνα Χάργουιτς, μία από τις πιο γνωστές συγγραφείς στη χώρα της, έγραψε το «Σκοτώσου, αγάπη» πριν από 13 χρόνια και, όπως είπε στα «ΝΕΑ», βρήκε υπέροχη την ιδέα οι σελίδες της να αποκτήσουν νέα ζωή μέσω των κινηματογραφικών εικόνων στις οποίες ενεπλάκη και ο Μάρτιν Σκορσέζε. Η Χάργουιτς είναι και παραγωγός ταινιών και επίσης σκηνοθέτρια της μικρού μήκους ταινίας «El día del ceviche» (2000).
Ηταν δική σας επιλογή να γίνει κινηματογραφική διασκευή το μυθιστόρημά σας ή σας προσέγγισαν γι’ αυτόν τον λόγο;
Δεν αναζήτησα την κινηματογραφική μεταφορά ούτε και την πρότεινα κάπου. Μέσω της Λέσχης Βιβλίου του Λος Αντζελες ή της Νέας Υόρκης, το βιβλίο έφτασε στα χέρια του Μάρτιν Σκορσέζε, που το διάβασε και είπε: «Αυτό πρέπει να γίνει ταινία». Ο ίδιος σκέφτηκε την Τζένιφερ Λόρενς ως πρωταγωνίστρια. Η Λόρενς επίσης το διάβασε και είπε: «Ναι, θέλω να το κάνω παραγωγή και θέλω να παίξω αυτόν τον ρόλο». Ετσι, όλα πλέκονταν πίσω από την πλάτη μου. Σε αυτή την περίπτωση, ήταν μια καλή συνωμοσία. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι είναι τιμή· πραγματικά, κάτι σαν θαύμα. Ηταν μια ελίτ επιλογή και δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι κάθε έργο βρίσκει την καλύτερη εκδοχή του όταν υπάρχει μια ενάρετη πορεία πίσω του.
Γνωρίζοντας ωστόσο ότι το μυθιστόρημά σας ήταν πολύ δύσκολο να διασκευαστεί στον κινηματογράφο, καθώς αποτελεί μια καταγραφή των σκέψεων και της εσωτερικής κατάστασης της κεντρικής ηρωίδας, της Γκρέις, ποια ήταν η κύρια ανησυχία σας σχετικά με αυτή τη διασκευή;
Ποτέ δεν ανησύχησα για το ζήτημα της εσωτερικής φωνής του μονολόγου ή για το πώς θα μεταφερθεί στον κινηματογράφο, το πώς δηλαδή αυτό το λογοτεχνικό στυλιστικό τέχνασμα θα μετατρεπόταν σε μια αισθητική λειτουργία με τη σημασιολογία του κινηματογράφου. Δεν δούλεψα στο σενάριο, δεν δούλεψα στη διασκευή και ήξερα ότι θα έβρισκαν έναν τρίτο δρόμο: ούτε καθαρή λογοτεχνική γλώσσα ούτε καθαρή κινηματογραφική γλώσσα. Κάτι ενδιάμεσο. Συνήθως, οι διασκευές πλέουν σε αυτά τα ενδιάμεσα νερά, και στην πραγματικότητα αυτό συνέβη: μέρος των εσωτερικών μονολόγων, η λεκτική ακράτεια της Γκρέις, αντικαταστάθηκε από μια οπτικοακουστική γλώσσα.
Ποιος ακριβώς ήταν ο ρόλος σας στην προσαρμογή του σεναρίου και τι συζητήσατε κυρίως με τη Λιν Ράμσεϊ;
Δεν συμμετείχα σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, γι’ αυτό και σκοπεύω να το αναπληρώσω στην επόμενη διασκευή, όπου πιθανότατα θα μπορέσω να συμμετάσχω πιο ενεργά. Το αντιμετωπίζω ως μια εμπειρία και μια περιπέτεια – εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δε – σαν να συμμετέχω σε θεατρικές ή οπερατικές διασκευές. Η σεναριογραφία είναι ένας τρόπος επέκτασης του πεδίου της γραφής, σαν μια επέκτασή του ώστε να γίνει κάτι μεγαλύτερο. Σου δίνει τη δυνατότητα να παρακολουθήσεις την πράξη της γραφής από διαφορετικές οπτικές γωνίες.
Πόσο ικανοποιημένη μείνατε με το αποτέλεσμα όταν είδατε την ταινία για πρώτη φορά; Και ήταν αυτή η πρώτη φορά η μόνη φορά;
Είδα την ταινία μόνο μία φορά, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών. Δεν την ξαναείδα στην πρεμιέρα του κόκκινου χαλιού στη Νέα Υόρκη. Ημουν βαθιά χαρούμενη για το θαύμα ενός έργου που μπορούσε να αναγεννηθεί σε διαφορετικές μορφές – το πώς ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε πριν από δεκατρία χρόνια μπορούσε να συνεχίσει να δημιουργεί νέες προκλήσεις, λες και το πνεύμα του είχε πια μαθητές. Νομίζω ότι αυτή είναι η καλύτερη μοίρα που μπορεί να έχει ένα λογοτεχνικό έργο: όχι μόνο δεν πεθαίνει, αλλά μπορεί να βιώσει πολλαπλές αναγεννήσεις.
Πιστεύετε ότι η Γκρέις είναι μια ξεχωριστή περίπτωση γυναίκας ή μήπως υπάρχουν πολλές Γκρέις γύρω μας και απλώς δεν το γνωρίζουμε;
Πιστεύω ότι υπάρχουν πολλές Γκρέις, επειδή οι χαρακτήρες οι οποίοι είναι ζωντανοί – που έχουν πολλές πλευρές, που είναι αμφίθυμοι, που περιέχουν φως και σκιά και δεν είναι φτιαγμένοι από ένα μόνο πράγμα – έχουν πάντα τα ισοδύναμά τους, τα παράλληλά τους, τα alter ego τους και τα αντίστοιχά τους στην πραγματική ζωή. Η τέχνη παίζει με αυτόν τον καθρέφτη. Αν η τέχνη δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα, δεν θα είχε τη δύναμη που έχει. Η τέχνη φυσικά δεν είναι πραγματικότητα, έρχεται όμως σε διάλογο μαζί της, και με αυτή την έννοια πιστεύω ότι υπάρχουν πολλές κρυμμένες Γκρέις παντού.
Πολλοί άνθρωποι έχουν τη συνήθεια να συγκρίνουν μια ταινία με το βιβλίο στο οποίο βασίζεται. Εγώ δεν το κάνω ποτέ αυτό, αν και καταλαβαίνω ότι είναι λίγο φυσικό να γίνεται, παρόλο που είναι διαφορετικές μορφές τέχνης και δεν μπορούν να συγκριθούν. Εσείς το κάνετε;
Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα – πώς νοείται η λογοτεχνία σε σχέση με τον κινηματογράφο και πώς ο κινηματογράφος σε σχέση με τη λογοτεχνία· πώς οι τέχνες αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους όταν προσαρμόζονται από τη μία μορφή στην άλλη. Μια σύγκριση προκύπτει αναπόφευκτα, αν και είναι κάπως άδικη, επειδή κινηματογράφος και λογοτεχνία είναι μορφές τέχνης εκ φύσεως διαφορετικές και, κατά μία έννοια, δεν συγκρίνονται. Η καθεμία έχει τους δικούς της νόμους, τη δική της λογική. Νομίζω ότι η λάθος προσέγγιση είναι να συγκρίνουμε βιβλία με ταινίες με βάση τις αρετές και τις αποτυχίες. Αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον είναι να εξετάσουμε πώς μεταμορφώνονται, πώς αλληλοσυνδέονται. Πιστεύω ότι και οι δύο μορφές μοιράζονται την ίδια ηθική και την ίδια αυστηρότητα, και ότι κανένα από τα δύο έργα δεν επιδιώκει να είναι συμφιλιωτικό.







