Ηταν για μένα ο Φελίνι σαν το «ελευθέρας» να μπαινοβγαίνω στον χώρο της τέχνης ανενόχλητα. Θάμουν 14 άντε 15 χρονώ που είδα το «8½» και το είδα πάνω από 4 φορές την πρώτη εβδομάδα. Μετά ούτε που ξέρω. Εχασα το λογαριασμό. Αισθανόμουν, όχι ότι είχα καταλάβει την ταινία (μια ταινία αρκετά δύσκολη τουλάχιστον για έναν έφηβο τη δεκαετία του ’60), αλλά ότι την είχα γυρίσει εγώ προσωπικά.
Ηξερα όλα τα πλάνα, τις γωνίες λήψης, την αιτιολογία του μοντάζ, για ποιο λόγο πέρναγε απ’ το ένα θέμα στο άλλο, πότε αναφερόταν στο παρελθόν, πότε στο σήμερα πότε στο όνειρο και πότε στη μνήμη. Και βέβαια έκανα μάθημα σε όλη την παρέα τον Τάκη τον Αναστόπουλο, τον Γιώργο τον Καραλή, τον Στράτο τον Γεωργακαράκο, τη Λίνα και την Νταίζη Φασούλα (η Νταίζη είναι μητέρα της σκηνογράφου και φίλης μου Ελένης Μανωλοπούλου). Μάλιστα τους έκανα και εξετάσεις, κι όποιος έκανε λάθος αμέσως στο «Αθηνά» (Σινεμά τότε στην Πατησίων) να ξαναδούν την ταινία παρουσία εμού και μετά επανεξέταση. Ολα ωραία και καλά. Υπήρχε όμως ένα θέμα που ακόμα κι εγώ, που έκανα τον προφεσόρο αγνοούσα παντελώς. Ηταν μια σκηνή, νυχτερινό στις πηγές του Καρακάλλα, όπου μια γηραιά κυρία έκανε το σόου της τη βοηθεία ενός κομφερασιέ-κλόουν και έβρισκε με κλειστά τα μάτια ό,τι και να κρατούσαν ή σκέφτονταν οι θεατές. Κι όταν έφτασε ο κλόουν να ζητήσει απ’ την κυρία μάντισσα να πει τι σκεφτόταν ο Γκουίντο (τον έπαιζε ένας έξοχος Μαστρογιάνι alter ego του Φελίνι) αυτή έγραψε στον πίνακα που ως διά μαγείας βρέθηκε δίπλα της, με κεφαλαία γράμματα ΑΖΑ ΝΙΖΙ ΜΑΖΑ. Ο Γκουίντο σαν να τρομάζει το βάζει στα πόδια. Μα τι ήταν αυτό το ακατάληπτο το AZA NIZI MAZA και τι ακριβώς σημαίνει. Τόφερνα από δω, τόφερνα από κει, δεν έβγαζα άκρη. Κι ένα απόγευμα Κυριακής, ανέβαινα τη Φωκίωνος Νέγρη (τότε η Φωκίωνος, ένας δρόμος πνιγμένος στα δέντρα, μια λιμνούλα στη μέση, πάπιες, κι αριστερά δεξιά ρυάκια μαρμάρινα να τρέχει το νερό) κι έλεγα μόνος μου ο Γκουίντο όποτε τα βρίσκει σκούρα στην ταινία τρέχει ολοταχώς στα παιδικά του χρόνια, εκεί πρέπει να είναι η λύση.
Σκεφτόμουν τα δικά μου πρώτα χρόνια στη Σαλαμίνα, τι κάναμε, πώς παίζαμε, τι λέγαμε. Τι λέγαμε; Πώς μιλούσαμε; Πώς συνεννοούμαστε μεταξύ μας; Ηρθε τόσο απλά η απάντηση. Τα κορακίστικα. Ετσι τα λέγαμε. Ενας κώδικας της πυρκαγιάς για να μη μας καταλαβαίνουν υποτίθεται οι μεγάλοι. Προσθέταμε σε κάθε λέξη ένα κάπα που το ακολουθούσε ένα φωνήεν που προηγείτο. Δηλαδή θέλαμε να πούμε κάποιον βλαμμένο, (λέξη προ γουόκ) βάζαμε τα ΚΑ, ΚΕ, ΚΟ, και λέγαμε συνωμοτικά ΒΛΑΚΑ-ΜΕΚΕ-ΝΟΚΟ. Ετσι και στο ΑΖΑ-ΝΙΖΙ-ΜΑΖΑ βγάλε το ΖΑ, ΖΙ, ΖΑ και τι έχουμε; ΑΝΙΜΑ. Στα λατινικά ΨΥΧΗ.
Την ψυχή του σκεφτόταν ο Γκουίντο. Αυτή τον έτρωγε. Ημουνα σίγουρος πια, κανένας άλλος δεν ήξερε τι σημαίνει το ΑΖΑΝΙΖΙΜΑΖΑ. Μόνο εγώ κι ο Φεντερίκο. Αντε κι ο Μαστρογιάνι το πολύ.
Πέταγα στην ανηφόρα της Φωκίωνος. Εύρηκα. Εύρηκα.
Ετρεξα σ’ ένα ξεχαρβαλωμένο καφέ, απάνω στην πλατεία Κυψέλης, που μαζευόμαστε (θρονιασμένοι στις πολυθρόνες με σχοινιά από λάστιχο), να βρω όλη την παρέα να πω την ανακάλυψή μου.
Δεν ήταν κανείς. Ψυχή. Anima. Κι είχε πάρει και να σκοτεινιάζει, μαύρισε η ψυχή μου. Κι ήταν και Κυριακή, αύριο σχολείο. Οποιαδήποτε άλλη μέρα τότε, τέτοια ώρα ήτανε απόγευμα, άντε δειλινό, ή βραδάκι. Τις Κυριακές ήτανε πάντα Μούχρωμα.
Πού είχαν πάει όλοι.
Πού έχουν πάει όλοι;
Ο Τάκης, ο Γιώργος, ο Στράτος, η Λίνα και η Νταίζη;
Πάνε. Φύγανε όλοι. Ψυχή.
Μόνο που τώρα ξέρω πού πήγανε.
Παιδιά όπου κι αν είστε, μ’ ακούτε; Το βρήκα. ΑΝΙΜΑ παιδιά ΑΝΙΜΑ.
ΨΥΧΗ.







