Αν υπάρχει ένας τομέας όπου η ελληνική πολιτεία έχει πραγματικά αποτύχει, αυτός είναι η σχολική στέγη. Το 65% των σχολείων έχουν κτιστεί πριν από το 1985, ενώ το 23% πριν από το 1960, σε εποχές άλλων προδιαγραφών και άλλων αναγκών.
Σήμερα, σε μια χώρα που διακηρύσσει ότι η παιδεία αποτελεί «εθνική προτεραιότητα», οι καθημερινές εικόνες μιλούν από μόνες τους: ταβάνια που στάζουν, σοβάδες που πέφτουν σε κεφάλια μαθητών, καλοριφέρ που δεν ανάβουν, τουαλέτες που δεν λειτουργούν και προκάτ αίθουσες που υποτίθεται θα έμεναν «προσωρινά» αλλά συμπληρώνουν δεκαετίες.
Η εικόνα αυτή καθιστά πλέον άμεσα αναγκαία τη διαμόρφωση ενός εθνικού σχεδίου αναβάθμισης και συντήρησης όλων των υποδομών των σχολείων με βάση τη διενέργεια προσεισμικού, υγειονομικού και κτιριακού ελέγχου. Πρέπει να γίνει αντιληπτό από την πολιτική ηγεσία ότι η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης συνδέεται άμεσα με τις συνθήκες άσκησης του εκπαιδευτικού έργου και με τη βελτίωση των συνθηκών διδασκαλίας και μάθησης.
Πρέπει να σταματήσει επιτέλους ο χώρος του σχολείου να εκπέμπει εγκατάλειψη, αδιαφορία και απαξίωση διαχέοντας έτσι ένα αντίστοιχο μήνυμα στους μαθητές μας.
Ο «πράσινος μετασχηματισμός» όλων των σχολικών κτιρίων και πανεπιστημιακών υποδομών αποτελεί μια επένδυση στο μέλλον που εκτός των άλλων δημιουργεί το κατάλληλο εκπαιδευτικό περιβάλλον και συμβάλλει στη διαμόρφωση περιβαλλοντικής και οικολογικής κουλτούρας.
Εμπόδιο σε όλα αυτά είναι ένα διεθνώς μοναδικό καθεστώς πολυδιάσπασης αρμοδιοτήτων: η συντήρηση και επισκευή των σχολικών κτιρίων ανήκει στους δήμους, η κατασκευή νέων σχολείων μετεωρίζεται μεταξύ δήμων (αν διαθέτουν τεχνική επάρκεια) και της κρατικής εταιρείας ΚΤΙΡΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΑΕ, η ίδρυση και οι κτιριακές προδιαγραφές νέων σχολικών μονάδων στο υπουργείο Παιδείας. Ενα τριγωνικό σύστημα όπου όλοι είναι λίγο αρμόδιοι, αλλά τελικά κανείς δεν έχει την πλήρη ευθύνη.
Το αποτέλεσμα είναι ένα μόνιμο «διοικητικό κουβάρι» που προκαλεί καθυστερήσεις ακόμη και για αυτονόητες παρεμβάσεις. Οι δήμοι, που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των αιτημάτων των σχολικών κοινοτήτων, έχουν την ευθύνη των επισκευών, αλλά χωρίς σταθερή χρηματοδότηση και με προϋπολογισμούς που δύσκολα καλύπτουν τις πραγματικές ανάγκες.
Το αποτέλεσμα είναι μια διαρκής μετάθεση ευθυνών, με τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς να κάνουν τεχνική υποστήριξη. Υπάρχουν σχολεία όπου το βάψιμο γίνεται από τον Σύλλογο Γονέων και πολλά στα οποία οι εκπαιδευτικοί και οι διευθυντές των σχολικών μονάδων αναλαμβάνουν ρόλους τεχνικών.
Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε χώρες της Ευρώπης, όπου ο σχεδιασμός για τη σχολική στέγη είναι ενιαίος, στην Ελλάδα κάθε παρέμβαση είναι μικρή μάχη γραφειοκρατίας. Η έλλειψη συντονισμού έχει κόστος σε χρόνο και χρήμα, αλλά κυρίως σε ποιότητα εκπαίδευσης.
Επείγει μια σοβαρή, πολιτική λύση. Που θα υπηρετεί λειτουργικά τις αρχές της εγγύτητας και της αποτελεσματικότητας που προϋποθέτει πρωταγωνιστικό ρόλο στην αυτοδιοίκηση, με σαφές πλαίσιο και επαρκή αυτοτελή χρηματοδότηση και μια ενιαία δημόσια Αρχή που θα ασκεί τον εποπτικό και ελεγκτικό ρόλο του κράτους.
Χωρίς αυτό το ξεκαθάρισμα στο σημερινό γραφειοκρατικό αλαλούμ, χωρίς γενναία αύξηση και συγκέντρωση των πάσης φύσεως (ΕΣΠΑ, ΠΔΕ, χορηγίες κ.λπ.) διαθέσιμων πόρων, με διαφανή και ενιαία κριτήρια κατανομής, η σχολική στέγη θα εξακολουθήσει να είναι ένα από τα θύματα του πολιτικού πελατειασμού και της ελληνικής διοικητικής πολυφωνίας, το τίμημα της οποίας θα πληρώνουν μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικοί.
Ο Στέφανος Παραστατίδης είναι τομεάρχης Παιδείας ΠΑΣΟΚ -ΚΙΝΑΛ., βουλευτής Κιλκίς







