«Πόσο έτοιμος είσαι να κάνεις τα πάντα για την ασφάλεια της οικογένειάς σου;». Αυτό είναι το ερώτημα-κλειδί στην ταινία «Καμιά άλλη επιλογή» (Eojjeolsuga eobsda/No other choice, Νότια Κορέα, 2025), τελευταία δημιουργία του κορεάτη auteur Παρκ Τσαν Γουκ, ιδιαιτέρως αγαπητού και στη χώρα μας μετά την πρώτη του παγκόσμια επιτυχία «Old boy» (2004), αργότερα την «Υπηρέτρια» και το 2022 την «Απόφαση φυγής». Με οδηγό του το μυθιστόρημα του Ντόναλντ Γουέστλεϊκ «Το τσεκούρι» (που στο παρελθόν είχε μεταφερθεί στον κινηματογράφο από τον Κώστα Γαβρά στην ομότιτλη ταινία του 2005), ο Παρκ Τσαν Γουκ «ακτινογραφεί» τον Μανσού (Λι Μπιουνγκ Χουν), έναν απολυμένο οικογενειάρχη μεσοαστό ο οποίος προσπαθεί να διαχειριστεί την κατάστασή του με τον ιδανικότερο τρόπο, ώστε η απόλυση να μην έχει επιπτώσεις στη ζωή και στους δικούς του. Ομως έχει επιπτώσεις και τα πράγματα δεν δείχνουν να καλυτερεύουν. Aυτό ίσως γίνει μόνο αν ο Μανσού πάρει την απόφαση και ξεπεράσει εαυτόν αγγίζοντας τα όρια της ωμής βίας, όσο και αν κατά βάθος δεν συμφωνεί με αυτές τις μεθόδους.

Ο Παρκ Τσαν Γουκ τον παρακολουθεί στενά σε μια ταινία που δείχνει να φλερτάρει πολύ με το θρίλερ, παντρεύοντάς το όμως με το κοινωνικό σχόλιο, καθώς στις μέρες μας μια κατάσταση όπως αυτή του Μανσού δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Ο Μανσού απολύθηκε επειδή η βιομηχανία χαρτιού στην οποία εργαζόταν προέβη σε μείωση προσωπικού. Προκειμένου να αποκτήσει πίσω τη δουλειά του, ο Μανσού αποφασίζει να μειώσει ακόμη περισσότερο το προσωπικό, αφαιρώντας τη ζωή των ανθρώπων που επωφελήθηκαν από την απόλυσή του, χωρίς βεβαίως να είναι σίγουρο ότι έτσι θα αποκτήσει και πάλι πίσω τη δουλειά του. Ομως όλα αυτά ακούγονται πολύ σκοτεινά, πολύ βαριά – για την ακρίβεια είναι αφόρητα. Και ο έμπειρος σκηνοθέτης το ξέρει, γι’ αυτό και στολίζει την ιστορία με ισχυρές δόσεις χιούμορ, έστω κατάμαυρου.

Μέσα στην οδύνη του, ο Μανσού σε όλη την ταινία υποφέρει από πονόδοντο, κάτι που κάνει ακόμα πιο γκροτέσκα τη γενική εικόνα, ενώ χάιλαϊτ της ταινίας είναι μια σκηνή απίστευτης βίας ανάμεσα σε τρεις ανθρώπους με τη μουσική στη διαπασών – μια σκηνή που αγγίζει τα όρια του σουρεαλισμού. Η «Καμιά άλλη επιλογή» είναι μια μαύρη κωμωδία με έντονο κοινωνικό προβληματισμό που αφορά όχι μόνο τη Νότια Κορέα, αλλά όλον τον πλανήτη, γι’ αυτό και στο τέλος αφήνει βαθιές ουλές στη μνήμη μας.

Ο Γκέρινγκ στο εδώλιο

Χρειάζεται αλήθεια μια ακόμα ταινία σήμερα που κοντά 80 χρόνια μετά τον εφιάλτη του ναζισμού να μας τον ξαναθυμίζει; Ισως τελικά και να χρειάζεται γιατί η μνήμη φθίνει και, όπως βλέπουμε καθημερινά, η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Η «Νυρεμβέργη» (Nuremberg, ΗΠΑ/Oυγγαρία, 2025), που σκηνοθέτησε ο Τζέιμς Βάντερμπιλτ (συν-σεναριογράφος του «Zodiac» του Ντέιβιντ Φίντσερ και σκηνοθέτης – συν-σεναριογράφος της «Αλήθειας» με τους Ρόμπερτ Ρέντφορντ – Κέιτ Μπλάνσετ») επιστρέφει στις δίκες της Νυρεμβέργης (13 στο σύνολό τους), όταν μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η παγκόσμια Δικαιοσύνη έβαλε στο σκαμνί τους εναπομείναντες επιτελικούς του ναζισμού για να τους δικάσει για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Ο σταρ κατηγορούμενος όλων των κατηγορουμένων ήταν ο Χέρμαν Βίλχελμ Γκέρινγκ, δεύτερος σε ιεραρχία μετά τον Αδόλφο Χίτλερ.

Ο Γκέρινγκ, βετεράνος πιλότος του γερμανικού στρατού στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έπαιξε τεράστιο ρόλο στη «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών» (το τριήμερο μαζικών δολοφονιών των αντιπάλων του Χίτλερ το 1934), έγινε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Χίτλερ (μέσω του οποίου ίδρυσε την Γκεστάπο) και αργότερα υπουργός Αεροπορίας, επικεφαλής της επανιδρυθείσας Λουφτβάφε. Εστιάζοντας πάνω του, ο Βάντερμπιλτ ενδιαφέρεται περισσότερο για τη σχέση που δημιουργήθηκε ανάμεσα στον Γκέρινγκ και τον Τζακ Κέλι, ψυχίατρο του αμερικανικού στρατού, ο οποίος ανέλαβε την εξέταση όλων των κατηγορουμένων προκειμένου να διαπιστώσει αν έχουν σώας τας φρένας, και λιγότερο για την ίδια τη δίκη. Με τον πάντα υπέρβαρο αλλά σαφώς εδώ ανανεωμένο Ράσελ Κρόου στον ρόλο του Γκέρινγκ και τον ασκητικά αδύνατο Ράμι Μάλεκ σε εκείνον του Κέλι, η «Νυρεμβέργη» μετατρέπεται σε ένα είδος παιχνιδιού γάτας – ποντικού, αν και το ποιος είναι η γάτα και ποιος το ποντίκι δεν είναι πάντα σαφές.

Ο Γκέρινγκ ήταν πανέξυπνος, πανούργος και με υψηλότατο IQ – μπορούσε να ξεγλιστρήσει από κάθε λεκτική παγίδα. Μπορούσε πραγματικά να βγει από πάνω ισχυριζόμενος ότι δεν είχε ιδέα για τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και την ύστατη λύση για τον αφανισμό της εβραϊκής φυλής. Παράλληλα ο σκηνοθέτης Τζέιμς Βάντερμπιλτ εξετάζει όλο το παρασκήνιο των δικών της Νυρεμβέργης και το πώς τελικά στη δίκη του Γκέρινγκ και των υπόλοιπων κατηγορουμένων, που ήταν η πρώτη, επικεφαλής τέθηκε ο άκαμπτος αμερικανός εισαγγελέας Ρόμπερτ Χ. Τζάκσον (Μάικλ Σάνον), προκειμένου να διασφαλίσουν τη λογοδότηση του ναζιστικού καθεστώτος για τις φρικαλεότητές του.

Ενοχές του παρελθόντος

Η «Ανεμώνη» (Anemone, Αγγλία/HΠA, 2025), που έκανε πρεμιέρα πριν από λίγο καιρό στο πλαίσιο του φεστιβάλ κινηματογράφου «Νύχτες Πρεμιέρας» της Αθήνας, είναι το δυναμικό ντεμπούτο στη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του Ρόναν Ντέι-Λιούις που εδώ σκηνοθετεί τον πατέρα του Ντάνιελ και τον Σον Μπιν στους ρόλους των Ρέι και Τζεμ Στόκερ, δύο ιρλανδών αδελφών, πρώην στρατιωτικών στον Δημοκρατικό Στρατό της χώρας τους, που για κάποιον λόγο θα συναντηθούν ξανά ύστερα από χρόνια στην καλύβα όπου ο πρώτος ζει απομονωμένος. Οι σκιές των ενοχών του παρελθόντος φαίνεται να εμποδίζουν ένα καλύτερο μέλλον που αφορά τον γιο τού Ρέι, αλλά η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία και αυτό είναι το λάβαρο της ταινίας που εστιάζει με πάθος στη σχέση των δύο αδελφών, δίνοντας το μερίδιο του λέοντος φυσικά στον ήρωα του Ντει-Λιούις. Για ποιον λόγο ο Ρέι αυτομαστιγώνεται τόσο πολύ; Τι είναι αυτό που κουβαλάει μέσα του και τον πονάει αφόρητα; Ο Ρόναν Ντέι-Λιούις, που συνεργάστηκε με τον Ντάνιελ στο σενάριο, κρύβει καλά το μυστικό της ταινίας και αφήνει τους δύο ηθοποιούς να κάνουν αυτό που ξέρουν πολύ καλά να κάνουν ώστε το ενδιαφέρον μας να μη μειωθεί ποτέ. Ακόμα και η ίδια η καλύβα στην οποία λαμβάνει μέρος ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της «Ανεμώνης» μοιάζει με χαρακτήρα της – η σιωπηλή αρένα αυτής της σύγκρουσης ιδιοσυγκρασιών. Και ίσως, τελικά, ένα μείον στο όλο εγχείρημα να είναι η λιγότερη σημασία του σεναρίου ως προς τον Τζεμ Στόκερ, τον ήρωα του Μπιν, ο οποίος δεν ερευνάται τόσο όσο ο Ρέι, που βέβαια είναι η ψυχή της ταινίας. Υπάρχουν όμως στιγμές που νιώθεις ότι παίζοντας τον Τζεμ ο Σον Μπιν βρίσκεται εκεί κυρίως για να δίνει τις σωστές πάσες στον Ντάνιελ Ντέι-Λιούις. Και αυτό είναι κρίμα τόσο για τον ηθοποιό όσο και για την ίδια την ιστορία, που αν ήταν λίγο πιο ισορροπημένη σε ό,τι αφορά το πρωταγωνιστικό ντουέτο της, θα μπορούσε να είναι και πιο ολοκληρωμένη.

Ποπκόρν με συνείδηση

Βασισμένος σε ένα μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ, ο «Ατρωτος» (The running man, ΗΠΑ/Αγγλία, 2025) είναι μια ταινία με κάποια κινηματογραφική προϊστορία καθώς έχει ξαναγυριστεί στο σινεμά, στη δεκαετία του 1980, με πρωταγωνιστή τον Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ στον ρόλο ενός φτωχού ανθρώπου που θα αναγκαστεί να λάβει μέρος σε ένα θανάσιμο τηλεπαιχνίδι προκειμένου να βγάλει χρήματα για την οικογένειά του. Στη νέα ταινία, που σκηνοθέτησε ο Εντγκαρ Ράιτ («Baby Driver»), ο ρόλος δίνεται στον Γκλεν Πάουελ, αλλά το όλο εγχείρημα είναι πολύ πιο φιλόδοξο, πολύ πιο θορυβώδες και χωρίς τη συμπαθητική κιτς διάθεση της πρώτης ταινίας (του Πολ Μάικλ Γκλέιζερ). Oι καιροί έχουν αλλάξει, τα κοινωνικά στάνταρντ έχουν διαφοροποιηθεί και ο σκηνοθέτης θέλει μέσα στο κάδρο μιας κλασικής περιπέτειας να σχολιάσει διάφορα κακώς κείμενα των καιρών μας – από την τηλεοπτική σαπίλα, μέχρι την αυτοκρατορία των πολυεθνικών και την εκμετάλλευση των φτωχών από τους πλούσιους. Η Νέα Υόρκη είναι μοιρασμένη στα δύο – οι φτωχοί στη μια πλευρά, οι πλούσιοι στην άλλη – και ο «κακός» της ιστορίας είναι ο καναλάρχης Τζέιμς Μπρόλιν που διψάει για αίμα – και κατά προέκταση για χρήμα. Ο Πάουελ θα τρέξει πολύ, θα γίνει αυτό που ήταν κάποτε γενικά ο Σβαρτσενέγκερ (αν και δεν πείθει πολύ ως τέτοιος) και κάπως αφελώς θα μετατραπεί σε σύμβολο της φτωχολογιάς των τηλεθεατών όταν σηκώνει κεφάλι στον Μπρόλιν. Ολα αυτά μέσα στο πλαίσιο μιας γρήγορης, για όλη την οικογένεια περιπέτειας, κάτι σαν ποπκόρν movie με συνείδηση, καταδικασμένη να ξεχαστεί λίγη ώρα μετά την παρακολούθησή της. Εκείνη την ώρα που το βλέπεις, πάντως, περνάς καλά.

Παγιδευμένος στο μετρό

Στο «Exit 8» (8-ban deguchi, Ιαπωνία 2025), δεύτερη μεγάλου μήκους του ταλαντούχου Ιάπωνα Γκένκι Καβαμούρα, παρακολουθούμε την προσπάθεια ενός ανθρώπου εγκλωβισμένου μέσα σε έναν σταθμό μετρό να βγει από τον χώρο. Αυτό είναι όλη η ταινία. Σύντομα αντιλαμβανόμαστε ότι ο άνδτρας αυτός βρίσκεται σε μια «άλλη» διάσταση και ότι η λύση στον γρίφο για τη διαφυγή του έχει να κάνει με τις ανακολουθίες στους διαδρόμους. Μόνος θα πρέπει να καταλάβει ποια είναι τα σωστά βήματα που πρέπει ακολουθήσει για να μπορέσει να βγει – μια καθόλου εύκολη υπόθεση. Ομως, αυτό που τελικά φαίνεται ότι παρακολουθούμε είναι μια αλλόκοτη μάχη που λαμβάνει χώρα μέσα στο υποσυνείδητο ενός ανθρώπου που πνίγεται από ενοχές και τρόμο. Ενδιαφέρουσα ταινία, κάπως δαιδαλώδης (όπως οι πανομοιότυποι διάδρομοι μέσα στον υπόγειο) αλλά με στόχο, ο οποίος, παρότι θα χρειαστεί αρκετός χρόνος με επαναλήψεις, τελικά επιτυγχάνεται. Και πάλι, μια τέτοια ταινία, όσο καλά γυρισμένη και αν είναι, κατά βάθος δείχνει να μην μπορεί να «αντέξει» δύο ώρες χωρίς να πέσει στην παγίδα της επανάληψης, παρότι στο τέλος η ικανοποίηση που νιώθεις είναι το σωστό αντίτιμο. Θαυμάσια η ερμηνεία του Καζουνάρι Νινονίγια.

Επίσης στις αίθουσες

«Λο» (Ελλάδα, 2025) – ντοκιμαντέρ. Επιστρέφοντας από το Παρίσι στο διαμέρισμα του Γαλατσίου όπου έζησε παιδί, ο σκηνοθέτης Θανάσης Βασιλείου θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια κληρονομιά γεμάτη χρέη αλλά και με μυστικά που βαραίνουν την ιστορία όχι μόνο της οικογένειάς του, αλλά εντέλει ολόκληρης της σύγχρονης Ελλάδας. Πώς αυτή η δική του ιστορία, την οποία αφηγείται σε μια μάνα που δεν ζει πλέον, συνδέεται με το τραύμα της δικτατορίας στη χώρα μας; Το ταξίδι του Βασιλείου έχει τη μορφή προσωπικού ημερολογίου και παίρνει τη μορφή μιας βαθιάς προσωπικής και κινηματογραφικά λιτής ταινίας που χωρίς επιτήδευση προσπαθεί να συνδέσει την προσωπική μνήμη με τη συλλογική. Ισως ο συνδυασμός αυτός να μην είναι πάντα τόσο συμπαγής όσο περιμένεις, όμως η ταινία δεν παύει να σε κερδίζει με τη βαθιά ανθρωπιά της.

«Jujutsu Kaisen: Εκτέλεση» (Jujutsu Kaisen: Execution – The Shibuya incident x the culling game begins, Ιαπωνία, 2025). Εξορκισμοί, δαίμονες και κατάρες στην anime ταινία του Σοούτα Γκοσοζόνο που σηματοδοτεί την έναρξη της τρίτης σεζόν της anime σειράς «Jujutsu Kaisen». Βασισμένη στο ομώνυμο best-seller manga του Γκέγκε Ακουτάμι (δημοσιεύθηκε στο «Weekly Shonen Jump» της Shueisha και προβλήθηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2020) και συμπαραγωγή των TOHO animation – MAPPA studio, το «Jujutsu Kaisen» έχει γίνει παγκόσμιο φαινόμενο της ποπ κουλτούρας και απευθύνεται αποκλειστικά στους φαν του είδους.

«Δεσποινίς Μόξι: Η οδύσσεια μιας γάτας» (Miss Moxy, Ολλανδία/Βέλγιο, 2026). Η αληθινή ιστορία μιας γάτας που εξαφανίστηκε στη Γαλλία και έναν χρόνο αργότερα επανεμφανίστηκε απροσδόκητα στο σπίτι της στην Ολλανδία είναι η βάση στο σενάριο του κινουμένου σχεδίου των Βίνσεντ Μπαλ και Γουίπ Βερνόι, στο οποίο οι Νικολέτα Κουνενιδάκη, Ανδρέας Ευαγγελάτος, Γεωργία Ιωαννίδου, Βασιλική Σούτη, Ακίνδυνος Γκίκας και Μυρτώ Στύλου είναι μερικοί από εκείνους που δίνουν τις φωνές τους στην ελληνική μεταγλώττιση.

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.