Φτάνω στο θέατρο που στην πραγματικότητα είναι μια τζαμαρία. Εξω στο πεζούλι κάθονται κάτι τύποι και στρίβουν τσιγάρα. Δεν ξέρω τίποτα για την παράσταση, ρωτώ κάποιον αν γνωρίζει τη διάρκεια. Βασικό αυτό, γιατί, για να είμαι ειλικρινής, βαριέμαι λίγο. Βρίσκομαι εκεί από υποχρέωση, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
«Μία ώρα», μου λένε.
«Θαύμα», σκέφτομαι.
Μπαίνω μέσα. Βλέπω χύμα τις καρέκλες και σκέφτομαι να καθίσω κοντά στην πόρτα. Εντάξει, μία ώρα διάρκεια είναι, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Κοιτάζω το κοινό. Βλέπω αρκετά κορίτσια, με ακάλυπτη κάπως την κοιλιά, ενστικτωδώς αναζητώ σκουλαρίκι στον αφαλό. Κατάσταση αμπέχονο και επιμελώς σκισμένο παντελόνι.
Ο φίλος μου έρχεται με καθυστέρηση, κάθεται δίπλα μου. Η παράσταση δεν έχει αρχίσει ακόμα και παρατηρούμε έναν άνθρωπο που κάθεται πάνω σε ένα καφάσι, προς τη μέση, ας πούμε, της «σκηνής».
Ο τύπος κάνει κάτι παράξενες, απότομες κινήσεις με τα χέρια και το κεφάλι του. Φέρνει συνέχεια τα χέρια προς το κεφάλι και τα κουνάει αριστερά – δεξιά, πάνω – κάτω. Συνέχεια. Το ίδιο κάνει και με το κεφάλι. Κοφτά και γρήγορα. Κάτι ανάμεσα στο ξύνομαι με λύσσα και στο διώχνω ενοχλητικές μύγες. Προς στιγμήν μού θυμίζει λίγο τις απότομες κινήσεις του Ρόμπερτ ντε Νίρο στα «Ξυπνήματα», ίσως και του Ντάστιν Χόφμαν στον «Ανθρωπο της βροχής».
Επίσης, ο τύπος παραμιλούσε ασυνάρτητα, «σεμπ α λα ρα μπα ντα ντα, σεμπ α λα ρα μπα ντα ντα».
Κοίταζα σιωπηλός.
Ρώτησα τον φίλο μου «τι είναι αυτό;».
«Είναι η φάση τέτοια», μου απάντησε.
ΟΚ.
Οι πόρτες ξαφνικά κλείνουν. Η τζαμαρία δηλαδή. Είναι η στιγμή που σχεδόν πάντα σε τέτοιες περιστάσεις νιώθεις κάπως άβολα. Τι θα γίνει τώρα; Κατά κάποιο τρόπο, είσαι εγκλωβισμένος στο άγνωστο.
Ο τύπος στο καφάσι συνεχίζει τις κινήσεις και ξαφνικά αρχίζει να μιλάει στο μικρόφωνο. Πάλι «σεμπ α λα ρα μπα ντα ντα, σεμπ α λα ρα μπα ντα ντα», πάλι δεν καταλαβαίνω τι λέει. Εχει σηκωθεί και με απλανές βλέμμα κοιτάζει το κενό. Σαν να βρίσκεται μπροστά σε έναν αόρατο καθρέφτη. Ο κόσμος παρακολουθεί σοβαρός.
Η ώρα περνά και το μοτίβο παραμένει το ίδιο. Μάλλον θα πάει έτσι, σκέφτομαι, οπότε ας περιμένω να τελειώσει. Η «απόδραση» μάλλον δύσκολη με τις καρέκλες, την τζαμαρία και όλ’ αυτά.
Και τότε, κάποια στιγμή, σε ένα ας πούμε κρεσέντο, ο τύπος στη σκηνή κάνει μια απότομη κίνηση και αναποδογυρίζει το καφάσι στο οποίο καθόταν. Και ο χώρος γεμίζει πορτοκάλια. Παντού πορτοκάλια.
Θα ήμουν ψεύτης αν έλεγα ότι η κίνηση δεν με ταρακούνησε. Το βασικότερο, βρήκα κάτι να κάνω. Αρχισα λοιπόν να παρατηρώ τα πορτοκάλια. Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν «είναι φρέσκα;». Δεν ήταν τα άλφα ποιότητας, όχι, δεν ήταν από αυτά με το διχτάκι που ψωνίζουμε στο σουπερμάρκετ. Ηταν φτηνή παραγωγή. Ψιλοπρασίνιζαν.
Και στη συνέχεια, η καλύτερή μου. Τα πορτοκάλια βρίσκονταν στο πάτωμα, οπότε για να περάσει η ώρα μου, καθώς ο τύπος συνέχιζε να κάνει τα ίδια, λέω μέσα μου «δεν τα μετράς;».
Και αυτό έκανα. Τα μέτρησα. Ηταν 57 πορτοκάλια.
Εν τω μεταξύ, ο τύπος παίρνει ένα από τα πορτοκάλια και αρχίζει να το στύβει με μανία. Ξανακάνω το μέτρημα. Ενα στο χέρι του, άρα θα πρέπει να είναι 56 στο πάτωμα. Θυμώνω που μου ξεφεύγει ένα. Ομως, να το! Ηταν κρυμμένο πίσω από μια κουρτίνα και μου είχε ξεφύγει.
Τα πορτοκάλια παραμένουν 57.
Και τότε, σε εκείνη ακριβώς τη στιγμή, τη στιγμή της ικανοποίησης του δεύτερου μετρήματος, ξαφνικά παγώνω.
Δεν έχω καταλάβει τίποτα από το έργο, αλλά τα πορτοκάλια στην παράσταση είναι τόσα όσα ήταν τα θύματα του δυστυχήματος των Τεμπών. Ταραγμένος, αρχίζω να τα ξαναμετρώ. Είναι όντως 57.
Εχω πάθει σοκ. Σκέφτομαι ότι θα είναι συμβολικό, δεν μπορεί. Από περιέργεια, μετά την παράσταση είπα στον φίλο μου να ρωτήσει τον ηθοποιό αν ήξερε πόσα πορτοκάλια ήταν στο καφάσι. «Πέντε με έξι κιλά», ήταν η απάντηση.
Αναρωτιέμαι αν κάποιος από όλο το θέατρο είχε μετρήσει τα πορτοκάλια όπως εγώ. Μάλλον όχι. Εκείνη τη στιγμή μού άρεσε αυτός ο συμβολισμός, τον βρήκα πραγματικά πολύ ουσιαστικό. Κατά μία έννοια έφτιαξα με το μυαλό μου ένα άλλο έργο μέσα σε μια εντελώς διαφορετική φάση.
Στο θέατρο, περισσότερο ίσως από το σινεμά, ο καθένας βλέπει διαφορετικά πράγματα. Ενας να δει κάτι «άλλο», είναι πολύ σημαντικό. Γιατί, να πώς μια παράσταση, που ως έργο δεν μπόρεσε να μου πει απολύτως τίποτα, τελικά δεν θα φύγει ποτέ από το μυαλό μου.







