Το γιατί το δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών είναι τόσο κεφαλαιώδες, ώστε το ελληνικό Σύνταγμα να ορίζει στο άρθρο 19 § 1 ότι είναι απολύτως απαραβίαστο (το μοναδικό από τον κατάλογο των ατομικών δικαιωμάτων για το οποίο χρησιμοποιείται ο επίμαχος επιρρηματικός προσδιορισμός) είναι προφανές. Η παραβίαση του ιδιωτικού βίου στον ευαίσθητο τομέα των επικοινωνιών του, είτε αυτές είναι τα τηλεφωνήματά του είτε τα μηνύματα που ανταλλάσσει με ηλεκτρονικό τρόπο, οδηγεί τον πολίτη στον φόβο και στην αυτολογοκρισία. Κάτω από τέτοιες συνθήκες δεν αναπτύσσονται οι θαρραλέοι πολίτες, τους οποίους χρειάζεται μια δημοκρατική κοινωνία.

Περιορίζεται, για παράδειγμα, η δυνατότητα κάθε προσώπου να επικοινωνεί με τον ερωτικό σύντροφό του, τον επιστήθιο φίλο του, τον γιατρό του για ιδιαίτερα ευαίσθητα ιατρικά του θέματα. Περιορίζεται επίσης η ελευθερία πληροφόρησης και ενημέρωσης καθώς και η ελευθερία του Τύπου, με την έννοια ότι δυσχεραίνεται, αν δεν καταργείται πλήρως, η επικοινωνία των δημοσιογράφων με τις «πηγές» τους.

Και εύκολα γίνεται κατανοητό ότι μια τέτοια συσσώρευση πληροφοριών, που έχουν συλλεγεί από τη διείσδυση στα πιο πάνω μέσα επικοινωνίας και καταλήγουν στη διάθεση είτε του κράτους είτε άλλων ιδιωτών, και δη μια συσσώρευση τεράστιου όγκου πληροφοριών, που ισούνται στην εποχή μας της εξελιγμένης τεχνολογίας (που συχνά χρησιμοποιείται κακοβούλως) με τα αποκαλούμενα μεγα-δεδομένα (mega-data), γεννά τον κίνδυνο εκβιασμών, και μάλιστα εφ’ όρου ζωής του εκβιαζομένου.

Συνεπώς, οι δημοκρατίες μας κινδυνεύουν, αν δεν προστατευθούν αποτελεσματικά τα θεμελιώδη δικαιώματα, να καταστούν σύντομα σε δυστοπίες τύπου G. Orwell. Εύκολα γίνεται αντιληπτό, ύστερα από όσα προηγήθηκαν, γιατί η διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την προστασία και άλλων κορυφαίων συνταγματικών θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, η ελευθερία έκφρασης, η δημοσιογραφική ελευθερία κ.λπ.

Βεβαίως, το Σύνταγμα αναγνωρίζει περιπτώσεις που κάμπτεται το απόρρητο των επικοινωνιών για την καταπολέμηση της βαριάς εγκληματικότητας και για την προστασία της εθνικής ασφάλειας. Εξαιρέσεις για τους ίδιους λόγους δέχεται και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως έχει ερμηνευθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).

Η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), η οποία έχει πλέον την αρμοδιότητα να νομοθετεί στα ζητήματα της διασφάλισης του ιδιωτικού βίου στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, έχει ήδη εκδώσει κανονιστικά νομοθετήματα που έχουν ως σκοπό την ομοιόμορφη ρύθμιση της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών και των εξαιρέσεων για τους πιο πάνω σκοπούς σε όλες τις χώρες της Ενωσης.

Στις 11-5-2022 η τότε επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων και Μετανάστευσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης υπέβαλε πρόταση Κανονισμού «για τη θέσπιση κανόνων με σκοπό την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών», πρόταση γνωστή ευρύτερα ως Child Sexual Abuse Regulation (CSAR) ή Child Sexual Abuse Material (CSAM) ή Chat Control.

Ειδικότερα, η πρόταση στηρίχθηκε στην εκτίμησή της ότι το υπάρχον κανονιστικό πλαίσιο είναι ανεπαρκές για την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών, είτε μέσω της διάδοσης υλικού σεξουαλικής εκμετάλλευσης  είτε μέσω της άγρας ανηλίκων (grooming).  Σε αυτό το σημείο, αξίζει να σημειωθεί πως η πρόταση αυτή αφορά τα πάσης φύσεως διαδικτυακά μέσα (πλατφόρμες, ιστοτόπους, εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων,  μέσα κοινωνικής δικτύωσης) και σχετίζεται με τον εντοπισμό, την αναφορά, την αφαίρεση και τον αποκλεισμό γνωστού και νέου υλικού διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, καθώς και της άγρας παιδιών.

Η πρόταση δέχθηκε τα ομαδικά πυρά πάσης φύσεως ενδιαφερόμενων μερών (μεταξύ αυτών και του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, της εποπτικής Αρχής προστασίας προσωπικών δεδομένων της ΕΕ, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων, πολλών ευρωβουλευτών, μη κυβερνητικών οργανώσεων κ.λπ.) πρωτίστως για την πρόβλεψή της για παρακολούθηση όλων των επικοινωνιών των ευρωπαίων πολιτών. Διατυπώθηκε η άποψη ότι υπάρχει κίνδυνος ο συγκεκριμένος Κανονισμός να καταστεί ο «δούρειος ίππος» για τη μαζική παρακολούθηση όλων ανεξαιρέτως των μηνυμάτων και επικοινωνιών των ευρωπαίων πολιτών, ότι είναι αντίθετος με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, καθώς και ότι είναι δυσανάλογος, με την έννοια ότι θα δημιουργήσει περισσότερα και δυσκολότερα προβλήματα από αυτά που προσπαθεί να λύσει. Και τούτο διότι διάφορες μελέτες που έχουν διεξαχθεί απέδειξαν ότι οι αλγόριθμοι που θα χρησιμοποιηθούν για τον εντοπισμό του ύποπτου υλικού δεν είναι αξιόπιστοι, με αποτέλεσμα να εντοπίζονται ψευδώς «ύποπτα» μηνύματα προς έλεγχο, για να αποδειχθεί μετά τον τελικό έλεγχο ότι στα περισσότερα από αυτά δεν υπήρχε τίποτε το επιλήψιμο.

Η υιοθέτηση του CSAR δεν έχει προχωρήσει, χωρίς όμως και να έχει εγκαταλειφθεί οριστικά λόγω αυτών των επιφυλάξεων.

Αυτή η ιστορία δείχνει τη μεγάλη δυσχέρεια που υπάρχει διαχρονικά – και ειδικότερα στις σύγχρονες δημοκρατίες – στην εξισορρόπηση μεταξύ προστασίας της ασφάλειας αφενός και προστασίας της ελευθερίας αφετέρου.

Στο σημείο αυτό και πριν κλείσω ας μου επιτραπεί να υπενθυμίσω μια ρήση που αποδίδεται στον Benjamin Franklin: «Those who would give up essential Liberty, to purchase a little temporary Safety, deserve neither Liberty nor Safety».

Ο Χρήστος Ράμμος είναι αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ε.τ., πρώην πρόεδρος της Αρχής Διασφαλίσεως του Απορρήτου των Επικοινωνιών

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.