Η φράση ανήκει στον γάλλο συγγραφέα-ταξιδευτή Σιλβέν Τεσόν, αρκετά βιβλία του οποίου κυκλοφορούν και στα ελληνικά: «Η Γαλλία είναι ένας παράδεισος γεμάτος ανθρώπους που πιστεύουν ότι βρίσκονται στην κόλαση». Ο ίδιος έχει βέβαια χαρακτηριστεί / κατηγορηθεί ως «αντιδραστικός», «σκληρός δεξιός», ακόμα και «ακροδεξιός». Μάταια προσπάθησε να εξηγήσει πως άρχισε να το σκέφτεται και να το πιστεύει αυτό όταν ξεκίνησε τα ταξίδια του (έχει κάνει τον γύρο του κόσμου με ποδήλατο αλλά το πάθος του είναι η Κεντρική Ασία) και να «γίνομαι μάρτυρας, ίσως και παράνομος γιατί δεν είμαι ειδικός στη γεωπολιτική, δεν έχω όλα τα εγκεφαλικά, ψυχικά και πολιτισμικά όπλα που θα μου επέτρεπαν να αποθέσω στον κόσμο βλέμμα σοβαρού αναλυτή, αλλά τέλος πάντων βλέπω πράγματα, νιώθω πράγματα, σε αυτό χρησιμεύουν τα ταξίδια, έτσι δεν είναι;».
Η αλήθεια βρίσκεται φυσικά κάπου στη μέση – για το πρώτο σκέλος του αφορισμού. Η Γαλλία δεν είναι παράδεισος, τουλάχιστον όχι για τους λιγότερο προνομιούχους πολίτες της, είναι όμως πράγματι γεμάτη ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων πολλών από τους πλέον προνομιούχους πολίτες της, που πιστεύουν ότι βρίσκονται στην κόλαση: το βλέπει κανείς και στις δημοσκοπήσεις και στους δρόμους. Βοηθάει και η Ακροδεξιά, ο κατεξοχήν απόστολος αυτού που οι Γάλλοι αποκαλούν déclinisme και στα ελληνικά θα μπορούσαμε να αποδώσουμε ως «παρακμιολογία», αν όχι «παρακμιολαγνεία». Οι αριθμοί είναι ανιαροί αλλά αδιάψευστοι: η αγοραστική δύναμη των Γάλλων ενισχύθηκε το 2024 κατά 1%, με τον μέσο μισθό να αυξάνεται την ίδια χρονιά κατά 3,3% και τον πληθωρισμό να τοποθετείται στο 2,3%. Οι ανθρωποκτονίες έχουν αυξηθεί από το 2016 κατά 8%, όμως «αυτή η ακραία εγκληματικότητα» αντιπροσωπεύει ένα ελάχιστο κομμάτι των συνολικών στοιχείων για την εγκληματικότητα, τα οποία παρουσιάζουν μικρή μόνο αύξηση. Οσο για τη μετανάστευση, από τις σχεδόν ένα εκατομμύριο αιτήσεις ασύλου που κατέγραψε πέρυσι η ΕΕ, η Γαλλία δέχθηκε τις 145.169, μια αύξηση (όχι «έκρηξη») 6,2%. Συνολικά έντεκα ευρωπαϊκά κράτη φιλοξενούν περισσότερους πρόσφυγες από τη Γαλλία. Υπάρχουν βέβαια και τα δημόσια οικονομικά, το έλλειμμα, αλλά αφενός δεν είναι κάτι καινούργιο, η Γαλλία έχει περάσει σχεδόν όλο τον 21ο αιώνα υπό διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, αφετέρου ο τρόπος να αντιμετωπιστεί σίγουρα δεν είναι μια πολιτική κρίση που εκτιμάται ότι θα έχει κοστίσει, στα τέλη της χρονιάς, μισό βαθμό ανάπτυξης, ή 15 δισεκατομμύρια ευρώ.
Κακά τα ψέματα, κανένας άλλος λαός στην ΕΕ δεν έχει αναγάγει την «παρακμιολαγνεία» σε εθνικό σπορ, όπως οι Γάλλοι. Την εξήγηση, οι μελετητές της χώρας την αναζητούν και στην ιδιοσυγκρασία και στην ιστορία τους. Ο γερμανός φιλόσοφος Πέτερ Σλόντερντικ, για παράδειγμα, μεγάλος λάτρης της Γαλλίας, εκτιμά πως η χώρα ταλαντεύεται συνεχώς μεταξύ νοσταλγίας για τη μοναρχία και μόνιμου αισθήματος εξέγερσης, και αυτό είναι που κάνει τους Γάλλους τόσο γοητευτικούς, αλλά και τόσο δύσκολους: «Είναι μάλιστα όλο και πιο δύσκολοι με τον εαυτό τους», είπε στην Die Welt. Οι ιστορικοί μιλούν για κύκλους, μια εναλλαγή κρίσεων και ανακάμψεων που είναι πιο έντονη στην ιστορία της Γαλλίας, και μπορεί να εξηγηθεί από τον αιώνιο ανταγωνισμό ανάμεσα στην αποδοχή των υφιστάμενων μοντέλων και την κριτική τους εξέταση, ανάμεσα στην εξύμνηση του κράτους και την τάση βαθιάς αμφισβήτησής του.
Αλλά από την εποχή του Κλόβις ή Χλωδοβίκου, που πέθανε το 511, οι Γάλλοι καταφέρνουν πάντα να ξεπερνούν τις δύσκολες περιόδους. Αυτές οι πολυάριθμες κρίσεις, πόλεμοι και επαναστάσεις, μάλιστα, επέτρεψαν στη Γαλλία να επιβληθεί ως χώρα του Διαφωτισμού, κοιτίδα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μια κοινωνία με συναίσθηση της αποστολής της, καθοδηγούμενη από μια σχεδόν ευαγγελική πεποίθηση ότι καλείται να συνδέσει την υπόλοιπη ανθρωπότητα με την πολιτιστική και πολιτική της υπεροχή. Από αυτή την άποψη, ο 20ός αιώνας ήταν μια πραγματική ταπείνωση για τη Γαλλία: μια νίκη που επιτεύχθηκε με τίμημα μια σφαγή στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια οδυνηρή ήττα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μεταπολεμικά, ο Σαρλ ντε Γκωλ αναδείχθηκε σε σωτήρα της χώρας, ενσαρκώνοντας τον «homme providentiel». Χάρη σε αυτόν, η χώρα ανέκτησε αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «ακτινοβολία»: η Γαλλία απέκτησε πυρηνικά όπλα, επιβεβαίωσε την αυτονομία της έναντι των ΗΠΑ και κατέλαβε μία από τις πέντε μόνιμες θέσεις στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Αυτός ήταν επίσης που οργάνωσε τη διαδικασία αποαποικιοποίησης, οδυνηρή για όλες τις πλευρές. Επειτα ήρθε η Λαμπρή Τριακονταετία και η οικονομία απογειώθηκε, πριν από την τρομερή παρακμή της βιομηχανίας, που ξεκίνησε αρχές της δεκαετίας του 1980. Η παγκοσμιοποίηση έγινε απειλή και η παρακμιολογία / παρακμιολαγνεία, πολύ της μόδας πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επέστρεψε δριμύτερη. Εκτοτε, δεν εγκατέλειψε ποτέ τους Γάλλους. Οπως δεν τους εγκατέλειψε ποτέ και η ανάγκη για σωτήρες.
Ετσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, ο μύθος του «homme providentiel» ίσως παρέλθει μαζί με τον Εμανουέλ Μακρόν. Το βέβαιο είναι πως αυτός ο τελευταίος δεν θα φαινόταν τώρα στους Γάλλους σαν δαίμονας αν δεν τον είχαν δει, αρχικά, σαν άγγελο σωτηρίας. Οπως λέει και μια παροιμία από τον τόπο τους, «ένα καλό μάθημα δεν είναι ποτέ υπερβολικά ακριβό».







